Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Η εβδομάδα των βαφών.

752 (στην κυριολεξία) χιλιόμετρα, 3 μέρες, 1 καράβι, 4 παλέτες και μία σιδερώστρα μετά, είμαστε επιτέλους στο νησί. Το νησί είναι ακριβώς όπως το άφησα: έχει μόνο Κινέζους και φυσάει. Εμείς, πάλι, δεν είμαστε ακριβώς όπως μας αφήσατε: είμαστε πολύ πιο έμπειροι και σίγουρα πολύ πιο ξενυχτισμένοι.
Λοιπόν, η οδύσσεια των ξενιτεμένων ξεκίνησε ένα ωραίο πρωί, όπου όλα έδειχναν γαλήνια. Τίποτα δεν έδειχνε πως δε θα ήταν μια μέρα λιγότερο συνηθισμένη από τις άλλες: ο Γιάννης βγήκε για 10 λεπτά να χαιρετήσει κάτι φίλους του και γύρισε σε δύο ώρες. Ο κ. Μάκης, μπαμπάς του Γιάννη, έσκαβε τις τελευταίες βραγιές στον μπαξέ, διότι είχε ήδη αποφασίσει να έρθει μαζί μας ως τη Σαντορίνη, για να βοηθήσει την κατάσταση. Ο μεγάλος φόβος όλων μας ήταν πως μάλλον θα αποφάσιζε να μείνει για πάντα στη Σαντορίνη, αίσθημα το οποίο ήταν από μόνο του ένα προειδοποιητικό σημάδι, αλλά εμείς, γνήσιοι τυχοδιώκτες, το αγνοήσαμε. Ξεκινάμε, λοιπόν, φορτωμένοι μέχρι τα δόντια στην κυριολεξία, με ένα φορτηγάκι και ένα αυτοκίνητο. Τελευταία στιγμή πέταξα μέσα στο φορτηγάκι τη σιδερώστρα, που ήθελαν να αφήσουν πίσω με τη δικαιολογία ότι δε χωρούσε. Εδώ χώρεσαν τον κύλινδρο (όπου κύλινδρος είναι ένα μηχάνημα χρυσοχοΐας ασήκωτο και τεράστιο και απροσδιορίστου χρήσεως, όπως όλα τα μηχανήματα χρυσοχοΐας για έναν φυσιολογικό άνθρωπο) και μυριάδες κούτες με πενσάκια, μια σιδερώστρα ήταν το πρόβλημα; Στο αυτοκίνητο είχαμε, μεταξύ άλλων, τη ραπτομηχανή και μια σακούλα με χυμούς μήλο. Φυσικά, οι χυμοί μήλο άνοιξαν ή εξερράγησαν από τη ζέστη, με αποτέλεσμα να μυρίζει όλο το αυτοκίνητο μήλο και να κολλήσουν όλα τα υπόλοιπα πράγματα μεταξύ τους. Ήταν πολύ ωραία.
Στο δρόμο για την Αθήνα, πληρώναμε διόδια κάθε 2 μέτρα περίπου, μέχρι που αποφασίσαμε να αφήσουμε τη Σαντορίνη και τις αηδίες και να ανοίξουμε διόδια, είναι πολύ προσοδοφόρο επάγγελμα. Σταματήσαμε για μεσημεριανό φαγητό στη Λαμία, για να δούμε και τα δίδυμα ανίψια, εκ των οποίων το ένα κράδαινε απειλητικά μια σφραγίδα με έναν κόκκινο σκύλο, με την οποία στο τέλος σφράγισε τη μύτη του οδηγού του φορτηγού, και το άλλο πετούσε ότι δεν του άρεσε από το πιάτο (δηλαδή όλα) κάτω από το τραπέζι, αφού στο τέλος σκεφτήκαμε με το Γιάννη να τα μαζέψουμε για κολατσιό.
Στη συνέχεια, φτάσαμε στην Αθήνα περιχαρείς και κατευθυνθήκαμε  προς το λιμάνι, όπου ωστόσο θα κάναμε μια στάση για να βάλουμε στο έρμο φορτηγάκι ακόμα ένα κτηνώδες και ασήκωτο εργαλείο, που το είχανε φέρει από το Ναύπλιο και που ήθελε ένα φορτηγάκι μόνο του.
Φυσικά, δεν έμπαινε.
Οπότε, φανταστείτε το: η ώρα 8 το βράδυ, Σάββατο, στο λιμάνι του Πειραιά, εγώ κι ο Γιάννης (και η Αγνή του λιμανιού μαζί μας) να ψάχνουμε πανικόβλητοι μια αποθήκη ή μια μεταφορική ή κάτι για να βάλουμε τα πράγματα μέχρι το επόμενο πρωινό, που θα τα βάζαμε στο καράβι (ή έτσι πιστεύαμε). Με τα πολλά, αφήσαμε το μπαμπά του Γιάννη να φυλάει σκοπιά στην προβλήτα, μαζί με κάτι ύποπτες φάτσες του λιμανιού, όπου είχαμε απιθώσει κυλίνδρους, χυτήρια και την απαραίτητη σιδερώστρα κι εμείς ξεραθήκαμε για συνολικά 4 ώρες, αφού φυσικά βριστήκαμε για κάνα δίωρο.
Ξημερώνει ο Θεός τη μέρα, το πλοίο πλησιάζει σα θηρίο κι εμείς πάμε να ζυγίσουμε το φορτηγό. Εκεί αφήσαμε το μύθο. Έναν τόνο υπέρβαροι ήμασταν, έλεος, δηλαδή, και στο καράβι υπέρβαροι, πουθενά εμείς δε μπορούμε να είμαστε αδύνατοι; Παντού υπέρβαροι; Υπάρχει Θεός; Οι λιμενικοί ακόμα γελάνε με τους μαλάκες που θέλανε να μπούνε στο καράβι με έναν τόνο υπέρβαρο. Οι μαλάκες, ωστόσο, για άλλη μια φορά σε αδιέξοδο. Βλέπαμε το καράβι να φεύγει και μαζί του τις ελπίδες μας.
Εδώ μπαίνει ο Χαν, όπου Χαν είναι ένας Πακιστανός που δουλεύει στα αθηναϊκά γραφεία μιας σαντορινιάς μεταφορικής και λύνει και δένει στον Πειραιά (σας λέω, του λιμανιού τα καλντερίμια αν δεν τα ζήσεις) και που μας έδωσε τη λύση: πήγαμε στη μεταφορική, στο Ρέντη, φορτώσαμε τα πάντα εκτός από τη ραπτομηχανή (για άλλη μια φορά η σιδερώστρα μου κινδύνεψε να μείνει εκτός) σε 4 παλέτες και τα απαρατήσαμε εκεί, για να φύγουν την επόμενη μέρα. Μετά, διώξαμε το φορτηγό και το μπαμπά του Γιάννη και καταλύσαμε, πτώματα, νηστικοί, άυπνοι, βρωμεροί, ελεεινοί και τρισάθλιοι, στη Βίβιαν και το Στέφανο.
Τελικά, φύγαμε την επόμενη μέρα, μαζί με τις παλέτες μας και τους απαραίτητους Κινέζους, και φτάσαμε στη Σαντορίνη, με τις ελπίδες μας αναπτερωμένες και ζήσαμε την ιστορική στιγμή της Κοκκινοσκουφίτσας (το δύστυχο αυτοκινητάκι μας) να ανηφορίζει αγκομαχώντας τον Αθηνιό (τον κάθετο δρόμο του λιμανιού της Σαντορίνης). Φυσικά, επειδή τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα, οι παλέτες άρα και οι βαλίτσες ξεφορτώθηκαν 2 μέρες μετά, με αποτέλεσμα να μας τελειώσουν τα βρακιά (που να φανταστώ ότι θα ξεμέναμε 2 μέρες στην Αθήνα κι άλλες τόσες στη Σαντορίνη;) κι επειδή ήταν και 25η Μαρτίου και κλειστά τα πάντα, τα έπλυνα, στο Θεό σας, με σαμπουάν.
Μέχρι να έρθουν οι παλέτες, ο κύλινδρος και τα άλλα παιδιά, εμείς πήγαμε στο εργαστήριο που δεν έχουμε νοικιάσει ακόμα, αλλά που θα μας πάει, για να δούμε σε τι κατάσταση είναι. Αλλά δεν είδαμε, για τον απλό λόγο ότι δεν έχει ρεύμα, ρολόι, παροχή γενικώς. Ο προηγούμενος είχε λάμπα πετρελαίου, το μέρος είχε να νοικιαστεί από πριν την ανακάλυψη του ηλεκτρικού ρεύματος. Με τα πολλά βρίσκουμε μια μπαλαντέζα, την κοτσέρνουμε κι αρχίζουμε να αδειάζουμε τη σαβούρα και να βάφουμε, να τρίβουμε και να καθαρίζουμε. Για άλλη μια φορά βρώμικοι, ελεεινοί και τρισάθλιοι, ενώ στον από πάνω δρόμο περνούσε η παρέλαση. Η μόνη μας παρηγοριά ήταν πως δεν ήμασταν οι μόνοι: οργασμός δραστηριότητας, σου λέει, στη Σαντορίνη, παντού χτίζουν, ανακαινίζουν, βάφουν, παντού βλέπεις εργάτες (έχω ένα πολιτικοκοινωνικό σχόλιο επ’ αυτού, αλλά δεν είναι της παρούσης), καλώδια, σωλήνες, μπάζα, χαμός. Η εβδομάδα των βαφών, σας λέω.
Τώρα, εγώ είμαι πανευτυχής αφού έχω τη σιδερώστρα μου και τη ραπτομηχανή μου, ο Γιάννης είναι εξίσου πανευτυχής αφού έχει τον κύλινδρό του, η Τάνια είναι (σχεδόν) πανευτυχής που ήρθαμε και γενικά όλα είναι έτοιμα στο μικρό γαλατικό χωριό.
Καλή σεζό είπαμε;

3 σχόλια:

Unknown είπε...

Καλή αρχή παιδιά, πολλα φιλάκια!

saraH είπε...

wow, what an adventure! Glad you have your iron board and a sewing machine! :)

http://www.ourlifeisbeautiful.com/

Κατερίνα είπε...

Μαριαλένα, δε χρειάζεται να πω ότι σας περιμένουμε όλους για τρελό καλοκαίρι στο νησί!

Sarah, I simply wonder how on earth you managed to read my post. Google translator would make no sense! Greek friend? I am really curious.
Anyway, thanks! Yes, I am very glad too!