Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Προτιμώ το τέρας μου, αλήθεια!

Μολονότι αυτή η εβδομάδα μόνο εύκολη δεν ήταν, δεδομένου ότι πρώτον ήρθε η ώρα της μηνιαίας συνδρομής μου στην αιματοχυσία του πλανήτη, πράγμα που από μόνο του είναι μια μικρή τραγωδία, επιπλέον οι καθημερινές τραγωδίες στη δουλειά πληθαίνουν ωσάν να ήμουν στη λωρίδα της Γάζας κι ακόμα καθημερινά αντιμετωπίζω ένα μεγάλο, τριχωτό, γκρίζο, δυσκίνητο και ασήκωτο τέρας, την ελληνική γραφειοκρατία, ατάραχη και θαρραλέα διεξάγω τον ανώδυνο πόλεμο της ζωής μου. (Η λωρίδα της Γάζας τουλάχιστον είναι ανοιχτά μια εμπόλεμη ζώνη, εμείς το παίζουμε και πολιτισμένοι ντεμέκ.) Κι επίσης, πρέπει να διαχειριστώ και τη βλακεία, η οποία, το έχουμε πει, είναι σαν το σύμπαν: δεν τελειώνει ποτέ.
Παρά ταύτα, λοιπόν, εγώ είμαι ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου, σας το έχω πει, έτσι;
Ξυπνάω το πρωί, πολύ νωρίς μεν, γύρω στις 6.30, αλλά μετά, στο δρόμο για τη δουλειά, όπου ολομόναχη και κρατώντας τον καφέ περπατάω στα πέτρινα και πολύ συχνά βρεγμένα καντούνια της Κέρκυρας, βλέπω μπροστά μου κάθε μέρα την ανατολή: δεν ξέρετε πόσες διαφορετικές ανατολές υπάρχουν στον κόσμο. Κι όταν φεύγει αεροπλάνο, αφήνει τη φούξια γραμμή του πίσω, για να δείξει στον ήλιο το δρόμο, μην τυχόν κι έχει μεθύσει το προηγούμενο βράδυ και χαθεί.
Και ξέρετε κάτι, ρε παιδιά, που σκεφτόμουν σε μια από αυτές τις ανατολές; Ότι ποτέ κανείς δε με έδιωξε από το σπίτι μου και ποτέ κανείς δε με κυνήγησε κι ήμουν πάντα ελεύθερη να κάνω τη ζωή μου, εντάξει, δεν έχω πολλά λεφτά για να την κάνω, αλλά έχω λίγα και μερικές φορές έχω κι ένα παγωτό στο χέρι και κάθομαι στην πλατεία και κουτσομπολεύω με την Ελένη.
Κι εκεί, μένω με το παγωτό στο χέρι κι αναλογίζομαι όλους της γης τους κολασμένους, όλους εκείνους που τρέχουν για πάντα, που δε μου μοιάζουν καθόλου κι όμως είναι σαν εμένα. Που απλά έτυχε να γεννηθούν σε μια άλλη χώρα ή σε μια άλλη πόλη ή σε μια άλλη γειτονιά.
Οι τυχεροί άνθρωποι κι οι ευτυχισμένοι είμαστε αλαζόνες, έχουμε αυτό που η Δώρα ονόμαζε η αλαζονεία της ευτυχίας: νομίζουμε πως όλοι οι υπόλοιποι μας οφείλουν να είναι ευτυχισμένοι, πρέπει να είναι ευτυχισμένοι όπως εμείς, γιατί, πιστεύουμε, η ευτυχία είναι θέμα επιλογής και προσωπικής δράσης και μας τη σπάνε οι δυστυχισμένοι, δε θέλουμε να τους ξέρουμε.
Πλανόμαστε πλάνην οικτράν.
Η ευτυχία, αγαπητοί μου, είναι θέμα τύχης. Και πρέπει να είμαστε ταπεινοί διά να μην καταβαραθρωθούμε.
Ταπεινός σημαίνει να θυμάμαι πως σε τίποτε δε διαφέρω από τον βασανισμένο, από το μετανάστη, το ναρκομανή, τον αλκοολικό, το φτωχό, τον άνεργο, το μόνο. Απλά ήμουν πιο τυχερός. Απλά, απλούστατα. Απλά έτυχε, ξέρετε, να γεννηθώ σε μια ψιλοελεύθερη χώρα και μια ανεκτική εποχή, απλά έτυχε να μη με σπρώξει και να μη μου σπρώξει ποτέ κανείς, απλά έτυχε.
Επίσης, ταπεινός σημαίνει να στέκομαι καμιά φορά και να αναλογίζομαι τι έχω, τι δεν έχω, τι μου λείπει.
Σημαίνει να μην ξεχνώ σε πόσο προστατευμένο περιβάλλον ζω και πόσα είναι αυτά που δεν καταλαβαίνω και που δεν ξέρω.
Ξέρουμε άραγε τι θα πει μετανάστης; Ή λαθρομετανάστης; Ξέρουμε πως είναι να μην έχεις πουθενά, πουθενά όμως, να πας; Δε νομίζω πως ξέρουμε, εγώ πάντως δεν έχω ιδέα, γιατί πάντα είχα σπίτι και χώρα και ταυτότητα.
Και μετά μιλάμε για τείχη και τύχη. Νομίζω πως αν κάποιος είναι απελπισμένος, δεν θα τον σταματήσει κανένα τείχος, θα πάει εκεί που είναι να πάει κι ας μη μιλήσω για την βλακεία των Ελλήνων, που νομίζουν πως ζουν στη χώρα της επαγγελίας και πως όλοι οι άλλοι λαοί θέλουν να έρθουν εδώ και να τους πάρουν τις περιουσίες τους (άμα ξανακούσω τη λέξη περιουσία, there will be blood).
Η ανάγκη, φίλοι μου, η πείνα, η πίκρα, η αδικία, η θέληση για ζωή και για αγάπη, δεν έχουν εθνικότητα, είναι παντού τα ίδια κι όλοι τα νιώθουμε το ίδιο κι όλοι θα παλεύαμε για τα παιδιά μας και για τον αδερφό μας το ίδιο, σε όποια γλώσσα κι αν το κάναμε. Κι αν αναγκαζόμασταν ποτέ να γίνουμε λαθρομετανάστες (διότι όλοι αναγκάστηκαν, δε νομίζω να γούσταρε κανείς να περνάει τέτοια βάσανα), τα ίδια που κατηγοράμε θα κάναμε, να είστε σίγουροι, και χειρότερα: πάντα υπάρχουν χειρότερα.
Δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει για να μη μπουν άλλοι μετανάστες στη χώρα, σίγουρα όμως το περίφημο τείχος δε βλέπω να βοηθάει και πολύ, παρά ως πεδίο δράσης και καμβάς για πρωτοποριακούς και τολμηρούς καλλιτέχνες, ζωγράφους, φωτογράφους και ηθοποιούς. Αυτό που ξέρω, όμως, είναι πως τους (λαθρο)μετανάστες πρέπει να τους βλέπουμε με λίγο πιο συμπονετικό βλέμμα και με ένα απλωμένο χέρι καμιά φορά. Και για να αποβάλλουμε την αλαζονεία της ευτυχίας που λέγαμε πιο πάνω και γιατί δεν είναι μόνο Πακιστανοί, Κούρδοι, Αφγανοί, Σομαλοί, Ρώσοι, Αλβανοί, είναι ανθρώπινα όντα κι ακόμα κι αν δε μας μοιάζουν, είναι εντελώς σαν εμάς, αλήθεια.
Σκέψου, λέει, μια μέρα να ξυπνούσες κι ο ήλιος να μην ήταν στη θέση του και να μη μπορούσες να πάρεις τον καφέ σου και να πας στη δουλειά, παρά να έπρεπε να μπεις σε ένα φορτηγό μόνο με τα ρούχα που φοράς και να πας σε μια χώρα που κανείς δε μιλάει τη γλώσσα σου κι όλοι σε βλέπουν σαν βδελυρό και κατάπτυστο εγκληματία κι ας μη σ’ έχουν ξαναδεί ποτέ.
Αλήθεια, δεν ξέρω τι άλλο να γράψω. Έχω διαβάσει κι έχω ακούσει πολλές ιστορίες μεταναστών, αλλά δεν μπορώ να βρω τη λύση στη μεταναστευτική πολιτική της χώρας. Το μόνο που μπορώ είναι να συμπονώ τους ανθρώπους που βρίσκονται στο δρόμο μου, να μην τους κλωτσάω κι από πάνω και να προσπαθώ να αλαφρύνω τη δυστυχία τους. Έστω με ένα βλέμμα.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Η μηλόπιτα κι η επικαιρότητα

Αγαπημένοι μου αναγνώστες, πρώτον δε βλέπω καμία άνοδο στον αριθμό, πράγμα που είναι κακό φενγκ σούι καταρχήν, καθώς είμαστε σε μονό αριθμό, και δεύτερον παρατήρησα σήμερα έναν ανάμεσά σας, ο οποίος με έχει τα μάλα προβληματίσει. Δεν θα τον επισημάνω, διότι αρκετά ρεζίλι έχω γίνει, αλλά αν τον βρείτε είμαι σίγουρη πως θα συμμεριστείτε τον προβληματισμό μου.
Κυριακή βράδυ, αντίθετα με τις συνήθειές μου, καθώς συνήθως γράφω μέσα στα άγρια χαράματα, αλλά σήμερα ήμουν πολύ απησχολημένη το πρωί και μετά προέκυψαν κάτι καφέδες, μια μηλόπιτα και 3 τηλέφωνα, οπότε με τούτα και με κείνα έφτασε η ώρα 9 να κάτσω να γράψω.
Παρεμπιπτόντως, η μηλόπιτα καλή βγήκε, αλλά λίγο νιανιά στην όψη, καθώς η βιαστική εγώ θέλησα να αναποδογυρίσω το ταψί στην πιατέλα πριν κρυώσει: η μηλόπιτα μοιάζει με να μη σας πω τι, αλλά είναι γευστικότατη, αλήθεια.
Λοιπόν, αυτό το Σαββατοκύριακο (γενικά, τα Σαββατοκύριακα είναι άσχημες μέρες, διότι έχεις άπλετο χρόνο, αλλά τόσα πολλά να κάνεις, που πελαγώνεις και τελικά δεν κάνεις τίποτα, παρά περνάει η ώρα προγραμματίζοντας τι θα κάνεις πρώτο) πέρασα μια κρίση ταυτότητας και συνείδησης και απογοητεύτηκα από τον εαυτό μου, διότι, φίλοι μου, είμαι ένα ανήξερο ζούδι. Ενώ το παίζω και καλά ενημερωμένο και ψαγμένο άτομο, στην ουσία είμαι μια άχρηστη και ασυνείδητη, που πετάει κατευθείαν τις κίτρινες σελίδες της εφημερίδας, μαζί με τα διαφημιστικά, ενώ μελετά ενδελεχώς το πρόγραμμα της τηλεόρασης.
Μετά, μου είπε ο Γιάννης ότι πρέπει να σχολιάζω περισσότερο την επικαιρότητα και αγχώθηκα: δεν την πολυξέρω την επικαιρότητα, αφήστε που τη θεωρώ και λίγο ανάξια σχολιασμού. Επίσης, περνοδιαβαίνοντας στο διαδίκτυο, που γενικά είναι βλαβερή συνήθεια (θα την κόψω σιγά σιγά, θα επισκέπτομαι μόνο ιστοσελίδες με κατασκευές και χειροποίητα κοσμήματα), βρίσκω διάφορα φοβερά άρθρα και λόγια, τα οποία με εντυπωσιάζουν και μετά από αυτά πώς να μιλήσω εγώ και τι να πω, η ανίδεη;
Στη συνέχεια, αφού ασχολήθηκα για αρκετές ψυχοθεραπευτικές ώρες με το ράψιμο μιας τσάντας, ακούγοντας εξαιρετικά κλαψιάρικα τραγούδια, από αυτά που αποενοχοποιημένα πια μου αρέσουν, μου πέρασε η κρίση ταυτότητας και αποφάσισα να μην κατηγορώ τον εαυτό μου και τις επιλογές μου και να συνεχίσω να είμαι η (εκ πεποιθήσεως) ελαφρόμυαλη και χαζοχαρούμενη που όλοι αγαπήσαμε. Θα αφήσω την επικαιρότητα, τη σοβαρότητα, την αντιπαλότητα, μη σας πω και τη μηλόπιτα (άσχετο, αλλά κάνει ωραία ομοιοκαταληξία κι άλλωστε μια μηλόπιτα χρειάζεται πάντα) στους άλλους.
Προς Θεού, όμως, και προς Βούδα, δεν θέλω να με παρεξηγήσετε. Έχω κι εγώ τις πεποιθήσεις μου, που λέει κι ο Παπακωνσταντίνου (ο Βασίλης, όχι ο Θανάσης, που είχε και μια συναυλία χτες στο όμορφο νησί μας κι εγώ φυσικά, γεννημένος γκαντέμης, δεν πήγα), τις απόψεις μου, τα πιστεύω μου, βρε αδερφέ. Απλά εγώ έφτιαξα αυτό το ιστολόγιο (σας είπα πως θα χρησιμοποιώ μόνο ελληνικές λέξεις; σε λίγο θα ψηφίσω και Καρατζαφέρη) για να γελάμε λίγο, ρε παιδιά, εδώ, άμα διαβάσεις εφημερίδα θέλεις να δέσεις μια πέτρα και να πέσεις από το φρούριο στη θάλασσα, όχι να σχολιάσεις αυτά που διάβασες.
Τώρα θα μου πείτε και θα έχετε δίκιο, ως συνήθως, και είναι αυτή η ενδεδειγμένη στάση υπεύθυνου και ώριμου ατόμου; Ο στρουθοκαμηλισμός; Να χώνεις τα σκουπίδια κάτω από το χαλί;(Μπορώ να συνεχίσω την επίδειξη γνώσεων πάνω στις μεταφορές, αλλά δεν θα το κάνω.)
Όχι, δεν είναι, ανερυθρίαστα θα απαντήσω.
Αλλά πρώτον πότε ισχυρίστηκα εγώ πως είμαι υπεύθυνο και ώριμο άτομο και δεύτερον είναι η στάση μπουχτισμένου και αισιόδοξου ατόμου. Λοιπόν, εγώ δε θα παρασυρθώ από την περιρρέουσα και υπερχειλιζόμενη (με αγαπώ, που λέει κι η Μαριλένα) μαυρίλα και θα συνεχίσω να χαζολογάω ασύστολα, τρελαίνομαι να χαζολογάω, σα χαλαρώνει, σε αναζωογονεί, σε κάνει άλλον άνθρωπο το χαζολόγημα, δοκιμάστε το.
Μετά από ακόμα ένα παραλήρημα, λοιπόν, και αφού σας μετέδωσα αφειδώς και δίχως ανταλλάγματα την αστείρευτη γνώση μου και τη βαθιά μου πείρα από τη ζωή, πάω να φάω λίγη μηλόπιτα και να κάνω επιτέλους μπάνιο, πράγμα το οποίο παλεύω από το πρωί, αλλά τι να κάνεις, με έχουν φάει οι συναναστροφές.

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Που να υποσχεθώ, που δεν έχω ιερό και όσιο;

Αγαπημένοι μου αναγνώστες, που με πολλή χαρά διαπίστωσα ότι αυξάνεστε και πληθύνεστε (εγίνατε ήδη 31, όσο μεγαλώνει ο αριθμός, μεγαλώνει και η ευθύνη μου, πως θα μπορέσω να ανταποκριθώ στις προσδοκίες τόσων ανθρώπων;), είναι Κυριακή πρωί προς μεσημέρι κι εγώ είμαι ξανά στο νησί, όπου εσπευσμένα αναγκάστηκα να επιστρέψω, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων. Κι εκεί που έλεγα να καθυστερήσω καμιά βδομάδα ακόμα την επιστροφή μου, διότι έχω και μια σχέση να κρατήσω, μόνο στον ύπνο του με βλέπει αυτός ο έρμος, ένα ομολογουμένως ευχάριστο γεγονός οδήγησε τα βήματά μου πίσω στην Κέρκυρα.
Καταρχήν, έχω να σας πω ότι πια είμαι ξεναγός, εκτός από όλα τ’ άλλα που είμαι, καθότι πολυπράγμων και ανήσυχος άνθρωπος. Επίσης, έχω να σας πω ότι αυτό εδώ το άρθρο, όπως είπε κι ο Γιάννης και πολύ γέλασα, είναι το άρθρο μου για να προλογίσω την καινούργια χρονιά. Με αίσθημα ευθύνης, λοιπόν, θα προλογίσω την καινούργια χρονιά.
Προλογίζω και λέω: ως συνήθως, πρέπει να διαβάσω και βαριέμαι (μήπως έχω διαλέξει τελικά λάθος επάγγελμα, που θέλει τόσο διάβασμα;). Ως συνήθως, όταν βαριέμαι να διαβάσω, γράφω. Κι επειδή τις πρώτες μέρες του χρόνου είθισται να βάζουμε στόχους και να κάνουμε προγραμματισμούς για το νέο έτος κι εγώ, ως γνωστόν, είμαι ένας καθ’ όλα συνηθισμένος άνθρωπος και λατρεύω τις πεπατημένες κάθε είδους, διότι, φίλοι μου, πολύ έχουν παρεξηγηθεί οι πεπατημένες κι εγώ είμαι εδώ για να διαλύω παρεξηγήσεις, για όλα αυτά, λοιπόν, θα θέσω κι εγώ τους στόχους μου για τη νέα χρονιά.
Καταρχήν, υπόσχομαι τη νέα χρονιά να κάνω ακόμα περισσότερη πλάκα από την παλιά και να μη σοβαρέψω καθόλου, καθώς προμηνύονται άσχημα τα πράγματα κι άμα δε γελάσεις και λίγο, δε βγαίνεις πέρα.
Επίσης, υπόσχομαι να κόψω το κάπνισμα (στόχοι νέας χρονιάς δίχως υπόσχεση διακοπής του καπνίσματος, δε νοούνται.)
Θα προσπαθήσω, αλήθεια το λέω, να φοράω λιγότερο παρδαλά ρούχα και σε ένα κρεσέντο αυτοκριτικής, μπορεί να αγοράσω κι ένα μαύρο φόρεμα. (Τραγικό, τώρα που το ξανασκέφτομαι: αναιρώ την υπόσχεση.)
Θα φτιάξω ένα καινούργιο blog, όπου θα εκθέσω 50 ζευγάρια σκουλαρίκια που θα φτιάξω μόνη μου με τα 100 κρεμαστράκια που αγόρασα από τη Θεσσαλονίκη. Ο απώτερος και ποταπός σκοπός μου θα είναι να πουλήσω και κανένα από δαύτα, ακούτε;
Δεν θα ξαναγκρινιάξω για το βρωμονήσι και θα γυρνάω στους δρόμους του τραγουδώντας I’m singing in the rain.
Θα κάνω την πρώτη μου ξενάγηση (παρεμπιπτόντως, έπρεπε να με βλέπατε, με τι θράσος έμπαινα στα τουριστικά γραφεία της Θεσσαλονίκης κι έλεγα ότι είμαι ξεναγός, τρομάρα να μου ’ρθει, άφηνα και την κάρτα μου, κυρία, ούτε η Ναθαναήλ στο Εκείνο το καλοκαίρι να ήμουν).
Δεν θα ξανακάνω τον ξερόλα όταν ακούω ή διαβάζω συντακτικά ή γραμματικά λάθη (εκτός κι αν βγάζουν μάτι, ε, εντάξει, δεν είμαι και αγία).
Θα πίνω μια μπίρα έξω τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα και δε θα μουχλιάσω σαν το στόρι μου από μπαμπού και θα τις παρασέρνω όλες για έξω, και την Ελένη και τη Σοφία και τη Νατάσα, έστω και σηκωτές από το σπίτι τους.
Θα διαβάζω όλη την εφημερίδα κι όχι μόνο το Έψιλον.
Θα βρίσκω χρόνο κάθε Σαββατοκύριακο για τις χειροτεχνίες μου (αυτό ίσως συνεπάγεται ότι θα σταματήσω να σιδερώνω τα σεντόνια, πράγμα που ήταν ο στόχος μου για τη χρονιά που πέρασε, αλλά, είπαμε, νέα χρονιά, νέοι στόχοι).
Θα προσπαθήσω ειλικρινά να μη λέω πολλές βλακείες, αλλά θέλω επιείκεια.
Αλήθεια, θα γράψω και κάνα σοβαρό άρθρο, για να μη λέτε ότι είμαι επιφανειακή και αμόρφωτη.
Αυτά για τη νέα χρονιά, αγαπημένοι μου αναγνώστες, ελπίζω να μην είναι σαν την παλιά και καταντήσει παλιοχρονιά.