Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Σε δείχνει η τηλεόραση;


Θα σας διηγηθώ πως πέρασα το Σαββατοκύριακο, όπου ήρθανε το αδέλφι κι η Δώρα από τη Θεσσαλονίκη για τρελό weekend στου Γιάννη. Η φίλη μου η Δώρα, με την οποία γνωριστήκαμε την πρώτη μέρα στο Πανεπιστήμιο επειδή της άρεσαν τα κόκκινα παπούτσια μου, είναι τρελή. Μιλάμε για το άτομο που, τον καιρό που τρώγαμε στη λέσχη του Πανεπιστημίου (αχ, αξέχαστες εποχές και αξέχαστος μπακαλιάρος), αφού είχαμε αποφάει, έπαιρνε τις φλούδες από τα πορτοκάλια και τις ψιλόκοβε, διότι, έλεγε, δεν είχε ποτέ στη ζωή της καθαρίσει φασολάκια κι αυτή η κίνηση της έμοιαζε με το να καθαρίζει φασολάκια κι έτσι βαυκαλιζόταν ότι καθαρίζει όντως φασολάκια και δεν είναι εντελώς και αδιόρθωτα ανεπρόκοπη (που είναι). Αντιλαμβάνεστε. 
Η αδελφή μου είναι επίσης τρελή: έχει στο σπίτι της 3 σφουγγαρίστρες, μία για το μπαλκόνι, μία για το μπάνιο και μία για το υπόλοιπο σπίτι-υποπτεύομαι πως έχει και μία τέταρτη, για το διάδρομο της πολυκατοικίας, και μας το κρύβει. 
Εγώ, όπως ξέρετε, είμαι τρελή. 
Ο Γιάννης ήταν το τραγικό πρόσωπο.
Έρχονται, λοιπόν, οι κοπέλες το Σάββατο το μεσημέρι, οπότε εγώ είχα συγχυστεί αρκούντως από κάτι που διάβασα στο facebook, για το οποίο θα σας μιλήσω μια μέρα, φορτώνουμε και τον απαραίτητο Παύλο στο αυτοκίνητο και πάμε για μπάνιο σε μια παραλία που δε μπορούσες ούτε να κλάσεις, όπως είπε η Δώρα, από τον κόσμο. Γενικά, βέβαια, δεν είναι ευγενικό να κλάνεις όταν υπάρχει κόσμος, αλλά εκεί υπήρχε τόσος κόσμος που ούτε να κουνιέσαι ήταν ευγενικό: χούφτωνες τον διπλανό σου (αυτό δεν το θεωρούν όλοι αγένεια, αλλά ξεφεύγουμε). Εκεί, αφού μείναμε μέσα στο νερό ώσπου γίναμε σαν τη Σάντακο στο Ring, βγήκαμε να λιαστούμε και να παίξουμε ένα παιχνίδι που η Δώρα λέει ότι το λένε «μάντεψε ποιος» κι όπου όλοι βάζουν με το μυαλό τους έναν διάσημο (ο καθένας τον δικό του, έτσι;) και  προσπαθούμε να μαντέψουμε ο ένας τον διάσημο του άλλου με ερωτήσεις που μπορούν να απαντηθούν με ναι ή όχι. Η βλακεία είναι σαν το σύμπαν: δεν τελειώνει ποτέ.
Ρωτούσαμε, λοιπόν, ο ένας τον άλλον «ζεις;», «είσαι ευρωπαίος;», «σε δείχνει η τηλεόραση;» κι άλλα τέτοια ευτράπελα. Νομίζω πως μια παρέα δίπλα πίστεψε πως ήμασταν τρόφιμοι που μας έβγαλαν για βόλτα και απομακρύνθηκαν διακριτικά-ουδέν κακό αμιγές καλού (όταν ήμουν μικρή, νόμιζα πως σ’ αυτή την έκφραση η λέξη αμιγές ήταν πληθυντικός, ότι δηλαδή κανένα κακό δεν έχει αμιγές του καλού, μη ρωτάτε). Το θέμα είναι ότι οι ερωτήσεις αυτές έμειναν ως το σλόγκαν του σαββατοκύριακου κι αντί για καλημέρα λέγαμε ο ένας στον άλλον «είσαι ευρωπαίος;». Το παιχνίδι συνεχίστηκε και στην επιστροφή, όπου η Βάσια έβαλε ως διάσημη τη Σαλώμη (στο θεό σας) και μέχρι να το βρούμε μας είπε ότι έζησε πριν το Μεσαίωνα, κάπου στην Ινδία ή γύρω εκεί και η Δώρα, επειδή είχε αγανακτήσει που δεν έβρισκε τη διάσημη της Βάσιας, τη ρώτησε «σε βίαζαν οι Μογγόλοι όταν ήσουν μικρή;» για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο. Ο Γιάννης παραλίγο να τρακάρει.
Την επόμενη μέρα κι αφού φάγαμε κάτι πίτσες, που τις είχαμε ακουμπήσει στην καρέκλα κι εγώ κάθισα πάνω τους, πράγμα που θα περίμενε κανείς να κάνει η Δώρα και όχι εγώ, φτιάξαμε ένα κολιέ από μολύβια και ξαναπήγαμε για μπάνιο σε μια πιο ερημική παραλία, που τελικά δεν ήταν και τόσο ερημική, αφού στη διάρκεια της παραμονής μας εκεί εμφανίστηκαν οι εξής: μία κοπέλα πάνω σε ένα άλογο, αρχικά καβαλικεύουσα και μετά στεκόμενη όρθια και κάνουσα ακροβατικά πάνω στο άλογο, ο εκπαιδευτής αλόγου και ακροβάτισσας, ένας αλεξιπτωτιστής με παραπέντε που μας χαιρετούσε ενθουσιασμένος, ένα μικρό σκυλί που σηκώθηκε στα δύο πόδια για να φιλήσει το άλογο κι ένα δεύτερο σκυλί που ατάραχο μπήκε στη θάλασσα κι έκατσε μέσα κάνα τέταρτο. Φαινόταν να το ευχαριστιέται.
Ωστόσο, δε μας πτόησε τίποτα, πήραμε το λουτρό μας και καταβροχθίσαμε το κοτόπουλο με ρύζι και μετά λιώσαμε. Εγώ λαγοκοιμόμουν, ο Γιάννης κοιμόταν κανονικά κι η Δώρα με τη Βάσια αποφασίζανε ποιος ηθοποιός θα μας έπαιζε αν η ζωή μας γινόταν ταινία. Για μένα είπανε τη Τζούλια Ρόμπερτς, αλλά εγώ τους είπα πως είναι λίγο κοντή για μένα. Αφού τελείωσε το τσίρκο με άλογα, ακροβάτες, κλπ, τα μαζέψαμε κι εμείς και μέχρι να φτάσουμε στο ΚΤΕΛ για να φύγουν τα κορίτσια λέγαμε τι ωραία που είναι να φοράς το μαγιό σου κι ότι είναι σα να μη φοράς τίποτα. Η Δώρα, όμως, μας είπε πως ένιωθε σα να φοράει «την πανοπλία του Άραγκορν από μίθριλ τσιγκελάκι, που του είχε πλέξει η κόρη του Στιβ Τάιλερ» και ξεραθήκαμε στα γέλια κι εκεί αποφάσισα εγώ να σας περιγράψω αυτό τι σαββατοκύριακο και σημείωνα τις ατάκες στο διαφημιστικό Scrap.Paiteris-ανακύκλωση σιδήρων και μετάλλων.
Μετά από αυτό, σας αφήνω, να κάνω και μπάνιο, γιατί έχουμε ξεκινήσει την έκτη σεζόν του Ντέξτερ κι έχω αγωνία.

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Πάνω απ' όλα, οι ξεναγοί είναι εξωστρεφείς.


Αποφάσισα να γίνω ξεναγός όταν ήμουν στη Δευτέρα Λυκείου και μας είχαν πάει εκδρομή στη Βεργίνα, η οποία, τω καιρώ εκείνω, δεν ήταν ακόμα τόσο τρέντι όσο είναι σήμερα και όπου μας ξενάγησε μια κυρία, ξεναγός, φαντάζομαι, η οποία ήτο ελαφρώς άτυχη, διότι η μόνη ανάμνηση που μας έχει μείνει από αυτή είναι που κάποια στιγμή έχασε τον ειρμό των λόγων της και δε μπορούσε να θυμηθεί τη λέξη δόρυ και τραύλιζε «το… το…», ώσπου η Μαρίνα πετάχτηκε σαν την τσουτσού και θριαμβευτικά αναφώνησε «Δόρυ!». Δυστυχώς, δε θυμάμαι και πολλά από την υπόλοιπη ξενάγηση, αλλά υποθέτω πως θα ήταν καλή, αφού εγώ πήρα την απόφαση να γίνω ξεναγός μετά από αυτό-ή μπορεί να ήταν και άθλια και γι’ αυτό ακριβώς να πήρα κι εγώ την προαναφερθείσα απόφαση. Είναι κάτι που δεν θα το μάθουμε ποτέ, εκτός κι αν, ανάμεσα στα εκατομμύρια των αναγνωστών μου (λατρεύω να με παινεύω), υπάρχει κι εκείνη η κυρία ξεναγός που είναι υπεύθυνη για την εξέλιξη της ζωής μου και μας διαφωτίσει. Όπως και να ‘χει, εγώ έβγαλα και φωτογραφία μπροστά στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας, για να θυμάμαι και να υπηρετήσω την απόφασή μου.
Την οποία απόφαση, μετά από διάφορες περιπέτειες, αποτυχίες και ειλικρινείς προσπάθειες του σύμπαντος να με αποπροσανατολίσει και να με απομακρύνει από το στόχο μου πράγματι κατάφερα να την υλοποιήσω και να με που έγινα ξεναγός, κάτι που ήταν όνειρο ζωής για μένα (αυτό, όταν το έλεγα στη σχολή, με κορόιδευαν όλοι-τώρα καταλαβαίνω γιατί: μόνο εγώ ήθελα να γίνω ξεναγός, όλοι οι άλλοι έγιναν μάλλον τυχαία, τυχαίο; Δε νομίζω). Μολονότι τον τελευταίο καιρό δεν το πολυεξασκώ το επάγγελμα, στη θεωρία, όπως έχω πλειστάκις αναφέρει, είμαι πάρα πολύ καλή, οπότε με μεγάλη χαρά και ευκολία θα σας περιγράψω τι ακριβώς κάνει ένας ξεναγός, πράγμα το οποίο πιθανώς πολλούς από εσάς να μην ενδιαφέρει, αλλά, είπαμε, το ιστολόγιο είναι δικό μου και γράφω ότι γουστάρω.
Τελευταίως, υπάρχει πολλή συζήτηση γύρω από το επάγγελμα του ξεναγού, αν είναι κλειστό, ανοιχτό, μισάνοιχτο, ορθάνοιχτο και άλλα τέτοια υπαινικτικά. Υπάρχει, βέβαια, και η πιθανότητα να μην υπάρχει αυτή η συζήτηση, απλά εμείς να την έχουμε επινοήσει, καθότι οι ξεναγοί είναι σαν τους φαντάρους: αν βρεθούν πολλοί μαζί, μιλάνε μόνο για το στρατό. Διότι, φίλοι, μη νομίζετε, κι ο ξεναγός ένας φαντάρος είναι. Βαράμε σκοπιές, όπως είναι η δόκιμη ορολογία, περιμένοντας τους τουρίστες-πελάτες-φίλους-ξεναγούμενα υποκείμενα (υπάρχει πολυγνωμία σχετικά με την πολιτικώς ορθή ονομασία των ανθρώπων που απολαμβάνουν τις υπηρεσίες σου, οπότε εγώ καταθέτω τα πάντα και διαλέξτε ότι σας αρέσει), σε προκυμαίες, έξω από πούλμαν (δεν ξέρω γιατί έχει επικρατήσει αυτή η τουλάχιστον άκομψη ορολογία, αλλά όλοι λένε πούλμαν, κανείς δε λέει λεωφορείο), μέσα σε αυτά, σε ρεσεψιόν ξενοδοχείου, έξω από αρχαιολογικούς χώρους και όπου αλλού μπορείτε να φανταστείτε. Δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση μια ξενάγηση να ξεκινήσει στην ώρα που έχεις υπολογίσει-εάν συμβεί αυτό, κάτι είχες εσύ υπολογίσει λάθος. Επίσης, αναφέρουμε σχετικά και κανονικά, ακριβώς όπως οι φαντάροι, αριθμό αδείας, σχολή αποφοίτησης και βαθμό πτυχίου σε οποιονδήποτε του τη βαρέσει ότι δεν έχουμε δικαίωμα να ξεναγήσουμε. Γενικά, πιστεύω, το δικαίωμα να ξεναγείς μόνο στη Χάρτα των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων υπολείπεται να συμπεριληφθεί-τόση συζήτηση έχει γίνει επ’ αυτού.
Για να αποκτήσουμε, λοιπόν, όλοι εμείς οι περιλάλητοι ξεναγοί αυτό το δικαίωμα να ξεναγούμε, έπρεπε να αποφοιτήσουμε από μία από τις Σχολές Ξεναγών που υπάρχουν σε διάφορες πόλεις της όμορφης χώρας μας, αφού πρώτα δώσαμε εξετάσεις που για άλλους ήταν γελοίες, για άλλους εξουθενωτικές και για άλλους μια απομύζηση. Για μένα ήταν απλά οι 38ες εξετάσεις που έδινα στη ζωή μου, οπότε έκανα τη δουλειά μου. A man’s got to do what a man’s got to do. Η Σχολή Ξεναγών είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητας ενός ξεναγού και παράλληλα η μεγαλύτερη τύχη που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Βέβαια, επειδή οι μίζεροι άνθρωποι είναι σαν τα αγριόχορτα, φυτρώνουν παντού και δεν έχεις σωτηρία, δε θα συμφωνήσουν όλοι οι ξεναγοί μ’ αυτό για την τύχη. Στη σχολή, πάντως, όπως σε όλες τις σχολές, μαθαίνεις αρκετά ώστε να τα μπερδέψεις μεταξύ τους και τελικά αυτό που σου μένει είναι οι κοινές εμπειρίες με τους συμφοιτητές σου.
Αφού, λοιπόν, εκάναμε αρκούντως αχταρμά τα σπίτια με τους διαδρόμους της προϊστορικής αρχαιολογίας με τις θόλους των Δελφών και της Επιδαύρου και μαλώσαμε περισσότερες από μία φορές για το αν η κεραμική της Κορίνθου είναι ανώτερη της αθηναϊκής, αφού μάθαμε όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της βυζαντινής  αυτοκρατορικής μηχανής κι αφού περπατήσαμε κάθε σκονισμένο δρομάκι της ελληνικής υπαίθρου και αποτίσαμε φόρο τιμής σε κάθε ανύποπτο (και σε ορισμένα ύποπτα) μνημείο μάχης που στέκεται περήφανο στην ελληνική γη, ονοματιστήκαμε με συνοπτικές διαδικασίες ξεναγοί και κληθήκαμε να κάνουμε τους αξιότιμους επισκέπτες μας μετόχους του ελληνικού πολιτισμού και τοπίου.
Ο ξεναγός (τουλάχιστον ο σωστός) πρέπει να έχει τη σωστή αναλογία γνώσης, μουρλαμάρας και αλαζονείας για να μπορέσει να πει δυο ακριβή πράγματα για την έρμη και πολύπαθη ελληνική ιστορία χωρίς να του πεθάνουν από τη βαρεμάρα οι τουρίστες και παράλληλα να μπορέσει να διατηρήσει την ψυχική του ηρεμία και ακεραιότητα. Διότι, δε μπορείς να βάλεις τον τουρίστα να μετράει τις ραβδώσεις του κίονα ούτε όμως και να αγνοείς τον κίονα-είναι εκεί και σε κοιτάει, δεν είναι «just columns, move on!». Επίσης, ο τουρίστας περιμένει από τον ξεναγό να είναι τα εξής: ο διοργανωτής της εκδρομής (κάτι που δε συμβαίνει επ’ ουδενί, ο ξεναγός απλά εκτελεί το πρόγραμμα που συνήθως του έχει δοθεί τελευταία στιγμή), ο φωτεινός παντογνώστης σχετικά με τη χλωρίδα, την πανίδα, την ταβερνίδα και την τουαλετίδα της εκάστοτε περιοχής (εγώ αυτό το πρόβλημα το έχω λύσει παίρνοντας το ύφος «εννοείται ότι ξέρω που πάμε και θα σας πω που είναι η τουαλέτα, απλά το κρατάω για έκπληξη» κι ας μην έχω την παραμικρή ιδέα), ο διαιτολόγος του, ο εξομολογητής του, η μαμά του, ο μπαμπάς του, ο γιατρός του και ο προσωπικός του διασκεδαστής. (Εντάξει, ίσως και να οφείλει να είναι όλα αυτά, αλλά άντε να το κάνεις για 43 άτομα.)
Το να είσαι ξεναγός δεν είναι δύσκολη δουλειά, ειδικά αν έχεις πολλούς γνωστούς και πολλά χρόνια υπηρεσίας, στα οποία να συμπεριλαμβάνεται η χρυσή δεκαετία του 80. Το να είσαι καλός ξεναγός εδώ και τώρα είναι δύσκολη δουλειά, γιατί πρέπει να ξέρεις και να θυμάσαι πολλά και διαφορετικά πράγματα, να είσαι ευχάριστος στην όψη και στην ψυχή, να έχεις ανεξάντλητο χιούμορ, ευστροφία και ψυχραιμία, να δρας αστραπιαία και αποφασιστικά, να έχεις μεταδοτικότητα, ζωηρότητα και πνεύμα. Να μην ξεχνάς ότι εσένα θα θυμούνται ως επί το πλείστον αυτοί οι άνθρωποι όταν πάνε πίσω στα σπίτια τους. Να μην εκνευρίζεσαι όταν αργούν να κατέβουν από τα δωμάτιά τους κι όταν χαζολογάνε με τις ώρες στα τουριστικά μαγαζιά. Να μην κουράζεσαι να επαναλαμβάνεις τουλάχιστον 4 φορές την ώρα συνάντησης και να είσαι έτοιμος να δώσεις την ίδια απάντηση σε τουλάχιστον ακόμα 3 άτομα που θα σε ρωτήσουν κατ’ ιδίαν «τι ώρα θα συναντηθούμε». Πρέπει να ξέρεις ότι την ώρα που μιλάς οι μισοί θα βγάζουν φωτογραφίες κι από τους υπόλοιπους οι μισοί θα πίνουν καφέ στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου κι οι άλλοι μισοί θα σε ακούνε, αν είσαι τυχερός.
Οι πρώτοι ξεναγοί στην Ελλάδα ήταν τα πονηρά και ξυπόλητα παιδιά των χωριών που οδηγούσαν τους τρελαμένους περιηγητές και τα μουλάρια τους στα χνάρια των ερειπίων που άσπριζαν ανάμεσα στις ελιές και πάνω στα υψώματα. Οι δεύτεροι ήταν η Έλενα Ναθαναήλ που τραγουδούσε «in this land of dreams». Εμείς είμαστε ξεναγοί τρίτης γενιάς, εξελιγμένοι, με ενσωματωμένο gps και ειδική κόλλα στα δάχτυλα, για να μην αφήνουν το μικρόφωνο ποτέ. Ποτέ, όμως. Η κρυφή μου ελπίδα είναι πως θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε, σε πείσμα των μηχανακίων με τις ηχογραφημένες και κάπως στεγνές ξεναγήσεις και πως θα αναβαθμίσουμε τις προσφερόμενες υπηρεσίες, σε πείσμα των καιρών και των δυσφημίσεων που υφίσταται ο κλάδος-ξέρετε πόσο τρελαίνομαι για κλισέ.
Τέλοσπαντων, αν, παρ’ ελπίδα και προς τιμήν σας, έχετε διαβάσει ως εδώ, σας αφήνω ευχή και κατάρα: την επόμενη φορά που θα βρεθείτε σε γκρουπ με ξεναγό, ακούστε τον και συμπονέστε τον. Σας φιλώ και πάω να διαβάσω για τους Φιλίππους (μια μέρα θα σας πω για τα περίεργα μέρη που επισκέπτονται οι άνθρωποι στην Ελλάδα).

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Μου 'χει καταστρέψει το κεφάλι αυτή η ζέστη.


Η ζέστη δε με αφήνει να συγκεντρωθώ σε ένα θέμα. Σκέφτομαι ταυτόχρονα πάρα πολλά πράγματα. Σας συμβαίνει κι εσάς αυτό; Για παράδειγμα, ανοίγω το καινούργιο έγγραφο κι αναρωτιέμαι να βάλω 11 ή 12 στο μέγεθος των γραμμάτων; Μετά, προσπαθώ να αποφασίσω αν θα πάω για τρέξιμο με την τρελή ζεστάρα και τη μηνιαία συνδρομή μου στην αιματοχυσία του πλανήτη να καταβάλλεται σε μία δόση. Πάραυτα, αγχώνομαι για τη δουλειά (ναι, ρε, την ανύπαρκτη, υπάρχει κάνα πρόβλημα;) και πιάνω να διαβάσω για τα νεοκλασικά της Θεσσαλονίκης, δε φαντάζεστε πόσα είναι, δηλαδή, αν δεν είχαν κατεδαφίσει και τα υπόλοιπα χάριν της αντιπαροχής εμείς θα διαβάζαμε ως την άλλη ζωή, έτσι; Κατά τη διάρκεια αυτής της ενασχόλησης, πετυχαίνω σε ένα φόρουμ τρελαμένων αρχιτεκτόνων έναν τύπο που μιλάει για το λεγόμενο Κόκκινο Σπίτι, που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, στην Αγία Σοφία απέναντι και είναι πανέμορφο και αρκούντως εγκαταλελειμμένο κι ο οποίος ισχυρίζεται πως είναι στοιχειωμένο και πως έχει, λέει, κάτι φωτογραφίες που δείχνουν «κάτι πάρα, μα πάρα πολύ περίεργο σε ένα παράθυρο του πυργίσκου του». Μου εξάπτει την περιέργεια και ψάχνω για όλες τις στοιχειωμένες βίλες της Θεσσαλονίκης και όλες τις γωνιές της Άνω Πόλης που υποτίθεται πως είναι μαύρες τρύπες και είσοδοι σε άλλη διάσταση και λέω, μωρέ, δεν πάω να μπω σε καμιά από αυτές τις εισόδους, σε όποια διάσταση κι αν με στείλει καλύτερη θα είναι από αυτή εδώ που ζούμε.
Πάνω που είμαι έτοιμη να συναντήσω τη Σκάλι και το Μόλντερ, ο Γιάννης αποφασίζει να καθαρίσουμε, διότι νόμιζε πως τόση ώρα εγώ διάβαζα και ανησύχησε ότι θα κουραστώ και ότι πρέπει να κάνω κάτι χειρωνακτικό (εννοείται πως εγώ, όταν δεν έψαχνα μαύρες τρύπες και κόκκινα σπίτια, έπαιζα Zuma) και πως «με τόσο τάνγκο, ρε παιδί μου, έχουμε ξεχάσει να ροκάρουμε» και βάζει ο Kid Rock μια λίστα να παίζει, όπου ακούμε το Money for nothing 2 φορές και μετά πέφτει τάνγκο. Και μαζί του πέφτω κι εγώ ανάσκελα και γελάω. Παράλληλα, καθαρίζουμε κι εγώ, πιστή στην ασυνάρτητη σκέψη μου, προσπαθώ να θυμηθώ αν ξέρω πότε οι άνθρωποι ξεκίνησαν να τρώνε αυγά-διότι, γενικά, πρέπει να ξέρετε, αυτό είναι ένα θέμα που με ενδιαφέρει πολύ, πότε μπήκαν στο διαιτολόγιο του ανθρώπου οι διάφορες τροφές και ποιος πρώτος αποφάσισε να τηγανίσει τις πατάτες ή να λιάσει τις ντομάτες και πως, δηλαδή μια μέρα ξύπνησε ένας και είπε, για να δοκιμάσω να ανακατώσω το αλεύρι με τα αυγά, να δω τι θα γίνει. Πραγματικά, δεν είναι φοβερό; Δηλαδή, ποιος σκέφτηκε να φτιάξει τις ελιές κι ως τότε τις τρώγανε έτσι, από το δέντρο; Πολλές τέτοιες απορίες έχω. Τις μελιτζάνες πως τις μαγειρέψανε ή ακόμα ακόμα πως αποφάσισαν ότι τρώγονται; Είδανε κάνα ζώο να τρώει μελιτζάνες; Τρώνε τα ζώα μελιτζάνες; Και μετά, μου ‘ρχονται κι άλλες σκέψεις, φαντάσου, λέει, ο πρώτος που δοκίμασε καρπούζι, πχ, τι έκπληξη θα ένιωσε! Και θα τον πίστευαν οι άλλοι ότι είναι ωραίο ή θα τον κορόιδευαν, άντε, ρε μαλάκα, σιγά τη βλακεία, ούτε οι κατσίκες δεν το τρώνε.
Και με τούτα και με κείνα περνάει η μέρα κι εγώ δεν έχω κάνει τίποτα χρήσιμο. Ας πάω να κάνω τώρα κάτι.

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Πολύ χοντρό αυτό που είπες.


Επειδή δεν υπάρχει κανένας συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο δεν έγραφα τόσες μέρες, δε θα γράψω καμία (ηλίθια) δικαιολογία γι’ αυτό ούτε θα κάνω κάνα πρόλογο κι, εν πάση περιπτώσει, δε σας αφορά κιόλας, προσωπικά ζητήματα, συζήτηση κομμένη, που έλεγε κι ο Σάκης ο υδραυλικός (τι σου είναι, όμως, κι η μνήμη του ανθρώπου, άκου τώρα, εγώ θυμάμαι το Σάκη τον υδραυλικό κι άμα με ρωτήσεις ποιος έσκαβε στο Ακρωτήρι, πρέπει να ανοίξω 4 βιβλία για να το βρω, θεέ μου, τι αποτυχημένη).
Τώρα, ωστόσο, επέστρεψα δημήτριος, που έλεγε κι ένας φίλος μου από το φροντιστήριο, για πλάκα το ‘λεγε, εντάξει, δεν το εννοούσε, επίσης έλεγε συνέχεια τη λέξη εμπεριστατωμένος, του άρεσε πολύ και γελούσαμε ατελείωτα, ρε τον Βίκτωρα, τι να κάνει άραγε τώρα, πολύ θα ήθελα να ξέρω, παραληρώ πάλι, τι ανακούφιση: νόμιζα πως είχα πάθει κάτι. Τώρα θυμήθηκα και κάτι άλλο που έλεγε ο φίλος μου ο Βίκτωρας κι είχαμε ρίξει το γέλιο της αρκούδας. Ο δάσκαλός μας εκεί στο φροντιστήριο, γενικά, ήταν πολύ ανεκτικός και ταυτόχρονα σοβαρός και εξαιρετικός δάσκαλος κι εμείς του τα αναγνωρίζαμε όλα αυτά, μόνο που, του λέγαμε, κύριε Στάθη μας, πολύ βαρετό είναι αυτό το φροντιστήριο, θέλει μια αλλαγή, ένα interior design, μια αισθητική αναβάθμιση, κάτι. Είπαμε να βάλουμε μια κουρτίνα δαντελωτή στο παράθυρο, να βάψουμε τα θρανία σε διάφορα χρώματα, αλλά την καλύτερη ιδέα την είχε ο Βίκτωρας: να βάλουμε στην τουαλέτα χαρτί υγείας με τυπωμένα επάνω αρχαία κείμενα άγνωστα, έτσι ώστε να δώσουμε και μια πινελιά χωρίς να στερηθούμε την εκπαιδευτική διαδικασία. Κατουρηθήκαμε από τα γέλια. Τέλοσπαντων, τώρα εσάς μπορεί να μη σας φαίνεται πολύ αστείο αυτό, αλλά τότε ήταν κι αν κανείς ξέρει τι έχει απογίνει ο Βίκτωρας, να μου το πει.
(Ξανά)γράφω, λοιπόν, διότι προχτές που ήμασταν με το Γιάννη στο λεωφορείο του έκανα μια διάλεξη περί χοντρών κι είχα συγχυστεί πάρα πολύ και ούρλιαζα μάλλον, διότι μια κυρία άρχισε να με χειροκροτάει. Αφορμή για τη διάλεξη στάθηκε η παρατήρηση ενός κατά τα άλλα καλού φίλου, ο οποίος είπε ότι «εντάξει, είσαι πολύ καλή, Κατερίνα, δεν έχεις κανένα ελάττωμα, αλλά θέλεις δίαιτα». Εγώ, τώρα, κατά κανόνα, δεν αντιδρώ και ιδιαίτερα σε αυτά, αλλά αυτή τη φορά, μου γύρισε το μάτι. Θες γιατί έχω 2 μήνες που λιμοκτονώ και τρέχω κάθε μέρα σα να με κυνηγάει ο Ντέξτερ ο ίδιος, θες γιατί έχει παραγίνει αυτή η κουβέντα, θες γιατί έχω μια ευαισθησία, βρε αδερφέ, μου γύρισε το μάτι και την πλήρωσε το λεωφορείο. Διότι, συγχύστηκα.
Γιατί, δηλαδή, θεωρείται ελάττωμα το να είσαι χοντρός; Από πότε; Κι επίσης, φτάνει πια. Ξέρετε πόσες φορές το έχω ακούσει αυτό; Το ότι είσαι καλή, αλλά να αδυνατίσεις λίγο; Δηλαδή, είσαι πανέμορφη, πανέξυπνη, μορφωμένη, ευχάριστη, προκομμένη, εύστροφη, με χιούμορ, ευγενική, έχεις τις χάρες όλες, αλλά είσαι χοντρή. Όχι μόνο για μένα, για διάφορους ανθρώπους. Δεν άκουσα όμως ποτέ κανέναν να λέει ότι κάποιος είναι αδύνατος, αλλά κακός, άτιμος, μονόχνωτος, αγενής, αμόρφωτος. Ίσα ίσα. Είναι κακός, άτιμος, κλπ, αλλά τουλάχιστον είναι αδύνατος, λένε όλοι. Και μην ακούσω κιχ. ΟΛΟΙ.
Συνέχεια, σε διάφορους χώρους και εκφάνσεις της ζωής, ακούω και συνειδητοποιώ πως το να είσαι χοντρός, ή μάλλον το να μην είσαι αδύνατος θεωρείται ελάττωμα-όχι σωματικό, του χαρακτήρα. Και μάλιστα ασυγχώρητο. Ενώ όλα τα υπόλοιπα ελαττώματα, τα οποία είναι, βρε αδερφέ, και κάπως πιο επιζήμια για τη συνεργασία και τη συνύπαρξη με άλλους ανθρώπους, συγχωρούνται ευκολότερα αν είσαι αδύνατος. Θέλει κάποιος να μου εξηγήσει γιατί; Μου είναι εξαιρετικά δυσάρεστο και οπωσδήποτε άδικο να κρίνομαι ως χαρακτήρας, ως άνθρωπος, ως φίλος, ως συνεργάτης, ως επαγγελματίας από το πόσα κιλά είμαι, εκτός κι αν η δουλειά μου είναι μοντέλο ή πιλότος αεροπλάνου ή δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο που σίγουρα θα υπάρχει, αλλά καταλαβαίνετε.
Και μου έχει συμβεί όχι λίγες φορές. Δεν αντιλέγω πως η εξωτερική εμφάνιση παίζει ρόλο και έχει κάποιο ποσοστό στο πως θα σε κρίνουν οι άλλοι, όχι όμως να παίζει και το μοναδικό ρόλο ή να ακυρώνει όλα τα υπόλοιπα. Συμφωνώ πως είναι πάρα πολύ σημαντικό να είμαστε υγιείς και να φροντίζουμε τον εαυτό μας και να είμαστε ευχάριστοι στην όψη, αλλά αυτό το πράμα πια έχει καταντήσει αηδία. Δεν είναι η ουσία αυτή, παιδιά, η ουσία είναι να είσαι καλός άνθρωπος και να σκέφτεσαι. Πολύ περιληπτικά, τέλοσπαντων, αλλά πάλι καταλαβαίνετε. Τώρα θα μου πείτε, έχεις θέμα κι είσαι ευαίσθητη και δεν κρίνεις αντικειμενικά κι αν ήσουν αδύνατη, δε θα το έβλεπες έτσι, έχεις ένα σχετικό σύμπλεγμα και μπορεί να έχετε δίκιο.
Απλά, θέλω να πω δύο πράγματα: πρώτον, είναι πολύ άδικο το ότι είσαι χοντρός να επισκιάζει τα καλά σου στοιχεία ενώ το ότι είσαι αδύνατος να επισκιάζει τα κακά σου στοιχεία και δεύτερον, είναι λίγο αγενές να επισημαίνεις στον άλλον ότι είναι χοντρός. Το ξέρει, πιστέψτε με. Και μπορεί να προσπαθεί να κάνει κάτι γι’ αυτό ή μπορεί να έχει κάποιο πρόβλημα ή μπορεί να μη θέλει να αδυνατίσει, ρε παιδί μου, να γουστάρει που έχει παραπάνω κιλά, μπα! Επίσης, αν δεν υπήρχαμε εμείς οι χοντροί, πως θα φαίνοσασταν αδύνατοι εσείς οι αδύνατοι; Για σας δουλεύουμε! Πάντως, είναι αγένεια, τουλάχιστον, έλλειψη τακτ, αγωγής και διακριτικότητας, ειδικά αν δεν είσαι κοντά στον άλλον (ή και να είσαι, γιατί έχει επικρατήσει ότι μπορούμε να είμαστε αγενείς με τους κοντινούς μας;) οπότε καλύτερα να το αποφεύγετε. 
Αυτά είχα να πω, τα είπα και ξέσπασα, έκανα και δυναμικό comeback και τώρα πάω να τρέξω για να ξεσπάσω κι άλλο.