Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Τρέχοντας στη Γαρίτσα

Γαρίτσα λέμε στην Κέρκυρα την παραλιακή λεωφόρο, που σε αντίθεση με τις άλλες πόλεις ( διότι πρέπει να ξέρετε ότι στην Κέρκυρα όλα γίνονται σε αντίθεση με τις άλλες πόλεις) δεν έχει καφετέριες και περαντζάδα, παρά ένα πλατύ πεζοδρόμιο δίπλα στη θάλασσα, στο οποίο τρέχουν διάφοροι δρομείς, μαμάδες, καροτσάκια, παππούδες και η γράφουσα. Έτρεχα, λοιπόν, σαν κυνηγημένη, χτες το απόγευμα και σκεφτόμουν τι να γράψω. Κι έτσι όπως αγνάντευα το φρούριο και τη θάλασσα, αποφάσισα να γράψω για την Κέρκυρα. Χεχε. Ήρθε η ώρα (της ή μου).
Εξηγούμαι από την αρχή, διότι θα με λιντσάρουν : θα είμαι ειλικρινής, άτεγκτη και αμερόληπτη σαν το Δικαστή Ντρεντ, δε θέλω ν’ ακούσω γκρίνιες κι όποιος νομίζει πως όσα λέω δεν είναι αλήθεια, μπορεί να με αντικρούσει. Η πείρα μου, βέβαια, έχει δείξει ότι αυτό (το να με αντικρούσεις, ντε!) είναι δύσκολο…
Καταρχήν, έρχεται ο έρμος άνθρωπος στην Κέρκυρα( κι άντε να είναι τυχερός και να έρθει καλοκαίρι, βάλε να έρθει χειμώνα) και με τίποτα δεν υποψιάζεται την απίστευτη βροχή. Μιλάμε για καντάρια βροχή, έτσι; Σε λίγο θα πηγαίνουμε με βατραχοπέδιλα στο σπίτι μας. Και, ναι, ξέρω τι ωραία είναι η βροχή όταν είσαι σπίτι σου και χαζεύεις από τη τζαμαρία ή διαβάζεις μπροστά στο τζάκι. Όταν όμως έχεις να πας σε τρία μαθήματα και από το Σαρόκο στην Κρεμαστή με τα πόδια και το νερό σου φτάνει στο γόνυ, ε, εκεί πια λίγο θα βλαστημήσεις, δε γίνεται. Άσε που η Κέρκυρα είναι το μόνο μέρος που η βροχή πέφτει οριζόντια, αλήθεια σας λέω, μην κοροϊδεύετε, οριζόντια, καταπάνω σου. Βρέχει και σε άλλα μέρη, αλλά στην Κέρκυρα δεν παλεύεται, διότι ταυτόχρονα φυσάει κιόλας. Σκεφτείτε, είσαι φορτωμένη με μια ομπρέλα, μια εξάδα νερά (διότι στην Κέρκυρα το νερό δεν πίνεται, στο θεό σας, και πρέπει κάθε 2 μέρες να κουβαλάς νερά), δυο τσάντες και 4 βιβλία και ταυτόχρονα φυσάει, βρέχει του σκοτωμού, η ομπρέλα γυρίζει, οι μπότες λασπώνονται, τα νερά πέφτουν στα νερά και σου ’ρχεται να τα παρατήσεις όλα και να κάτσεις εκεί μες στις λάσπες και να κλαις.
Αφήστε, το ξέρω το επιχείρημα ότι χάρη σ’ αυτή τη βροχή είναι τόσο πράσινο το νησί. Και συμφωνώ. Πράγματι είναι πράσινο το νησί. Μόνο που εκτός από το νησί, είναι πράσινα και όλα τα υπόλοιπα πάνω στο νησί. Από τη μούχλα και την υγρασία. Θα ξεχάσω που γύρισα από διακοπές Χριστουγέννων και βρήκα το στόρι μου από μπαμπού να έχει φυτρώσει κανονικά; Είχε βγάλει μαλλάκια πράσινα γύρω γύρω, σε λίγο θα ζωντάνευε. Το τοπικό χρώμα, σου λέει.
Εν πάση περιπτώσει, ας υποθέσουμε ότι γλιτώνεις τον πνιγμό και δεν παρασύρεσαι από χείμαρρους, ας υποθέσουμε ακόμα κι ότι δε σιχαίνεσαι τις μπότες και τις γαλότσες για το υπόλοιπο της ζωής σου κι ας υποθέσουμε τέλος ότι σου έχουνε μείνει λίγα λεφτά και δεν τα έχεις φάει ΟΛΑ στις ομπρέλες. Και πας στο σουπερμάρκετ. Ο θεός να σε φυλάει. Μήπως μπορεί κάποιος με γνώσεις οικονομικών και δημοσιονομικών να μου εξηγήσει γιατί είναι όλα τόσο πιο ακριβά από την υπόλοιπη χώρα; Έχει εδώ στο νησί μια τοπική αλυσίδα σουπερμάρκετ, η οποία στο χαρτί που τυλίγουν τα τυριά γράφει «ψωνίζω κερκυραϊκά και το ευρώ μου μένει στον τόπο μου». Αμ δε που μένει στον τόπο σου, στον τόπο σκέτο μένει το ευρώ, παραδίδει πνεύμα, πόσο ν’ αντέξει το έρμο νόμισμα;
Κανονικά, θα σου πει ο ντόπιος, η Κέρκυρα έπρεπε να έχει δικό της νόμισμα, δικό της σύνταγμα, να είναι γενικώς μια άλλη χώρα, διαφορετική από την Ελλάδα. Αφού οι Κερκυραίοι την 21η Μαΐου ( επέτειο της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα) τη θεωρούν αποφράδα ημέρα, κάτι σαν την άλωση της Πόλης, κι αυτές οι παράτες κι οι γιορτές που κάνουν, μην τα πιστεύετε, για τα μάτια του κόσμου είναι. Κατά βάθος, όλοι θεωρούν μεγάλη ατυχία για τον τόπο το ότι τελικά ανήκει στην τριτοκοσμική Ελλαδίτσα, Μονακό, σου λένε, θα ήμασταν τώρα αν είχαμε ανεξαρτητοποιηθεί. Διότι, καλύτερος και πιο ευλογημένος τόπος δεν υπάρχει. Μετά το νησί, κόβεται ο κόσμος και πέφτεις στα Τάρταρα και άλλωστε γιατί να φύγεις, να δεις κι άλλα μέρη; Αφού καλύτερα δεν θα βρεις. Παράλογο; Δεν απαντά. Άρα, λογικό.
Έλα, εντάξει, θα σταματήσω, αλήθεια. Δυο πραγματάκια θα πω μόνο ακόμα. Πρώτον, πως στον κόρακα γίνεται και μια φτυσιά τόπος, όπως η πόλη της Κέρκυρας, έχει περί τις 14 διαφορετικές συνοικίες, δεν το καταλαβαίνω. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο έχει κι άλλο όνομα, άντε να βγάλεις άκρη. Ίσως γι’ αυτό οι ντόπιοι παίρνουν το αυτοκίνητο ακόμα και στο περίπτερο να πάνε, σου λέει, άλλο όνομα, άλλο μέρος, κάτσε να το πάρω εγώ το αυτοκίνητο, να ‘ μαι σίγουρος, μην τυχόν κι είναι μακριά η Κοφινέτα από το Οκαζιόν κι αναγκαστώ να περπατήσω 200 μέτρα. Και δωσ’ του με κάτι τζιπ σα μαούνες μέσα στην παλιά πόλη, που δε χρειάζεται να σας πω πόσο στενά είναι τα δρομάκια. Μη σου τύχει, πρέπει να γίνεις ένα με τον τοίχο, διότι αλλιώς δεν χωράς και θα σε συνθλίψει το ποταμόπλοιο που έχει μεταμφιεστεί σε αυτοκίνητο. Αλλά και μέσα στο αυτοκίνητο να είσαι πάλι δε γλιτώνεις, θα πας από λακκούβα. Μα καλά, τι προϊστορικά τέρατα περπατούν τη νύχτα στους δρόμους και γίνονται έτσι; Λίτρα από καφέ έχουν χυθεί πάνω σε παντελόνια και καθίσματα σε ανύποπτες στιγμές επειδή παραμόνευε η γιγαντιαία λακκούβα. Και το δεύτερο πραγματάκι που ήθελε να πω τώρα το έχω ξεχάσει και καλύτερα ίσως, να γλιτώσω και καμιά μήνυση από αυτές που θα έρθουν σωρηδόν μετά την ανάρτηση.
Και για να διασκεδάσω τις εντυπώσεις, υπόσχομαι ότι η επόμενη ανάρτηση θα αναφέρεται ΜΟΝΟ στα καλά της Κέρκυρας (πωπω, απ’ τα μαλλιά θα το τραβήξω για να βγάλω άρθρο…).

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Τη Δευτέρα το βράδυ δε βγαίνω

Α, όχι, Δευτέρα βράδυ αδύνατον, δε βγαίνω. Και δε φταίει κάποια προκατάληψη από αυτές που είναι ευρέως διαδεδομένες, όπως η αγαπημένη της Βίβιαν: Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις και Κυριακή να μη λουστείς αν θέλεις να προκόψεις. Όχι, τίποτα τέτοιο. Απλώς, βλέπω Παπακαλιάτη. Ε, ναι, λοιπόν, ευθαρσώς λέγω και δημοσίως και δίχως να κοκκινίζω, βλέπω Παπακαλιάτη και ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω. Διότι μη μου πείτε ότι έστω και μία φορά, ίσως επειδή έτυχε να είναι ανοιχτή στο Mega η τηλεόραση, δεν παρασυρθήκατε να δείτε κι εσείς Παπακαλιάτη. Δεν θα το πιστέψω. Διότι είναι λίγο σαν αισθησιακή ταινία ο Παπακαλιάτης ( βλέπετε το επίπεδο που κρατάω στις αναρτήσεις, έτσι; Αισθησιακή ταινία έγραψα.). Όλοι δηλαδή έχουμε δει κάποτε αλλά ντρεπόμαστε να το ομολογήσουμε, μερικοί δε από εμάς κατεβάζουν κρυφά τα επεισόδια από το ιντερνέτ και το φχαριστιούνται κιόλας…
Και τι να κάνεις, που από καταβολής τηλεόρασης, ο Παπακαλιάτης τα έβαζε πάντα Δευτέρα τα σίριαλ; Μελετημένη κίνηση, πιστεύω, διότι τη Δευτέρα να βγεις δεν πρόκειται με τη γκρίνια που έχεις για την πρώτη μέρα της βδομάδας, ποδόσφαιρο επίσης δεν έχει, οπότε γλιτώνεις τον καβγά, και το Star έχει συνήθως κάτι ανόητες πολιτικές εκπομπές. Το μόνο που δεν πρόβλεψε ο Χριστόφορος και θα τον μαλώσω είναι ότι τις Δευτέρες πολλοί κινηματογράφοι στη Θεσσαλονίκη έχουν μειωμένο εισιτήριο, γεγονός που όταν ζούσα εκεί μεγάλο δίλημμα μου προκαλούσε.( Δε χρειάζεται να σας πω τελικά τι έκανα. )Τώρα που ζω εδώ, κανένα δίλημμα δεν έχω : έτσι κι αλλιώς, σπάνια έχει ταινία της προκοπής ( ακούω τις ιαχές των διαμαρτυρόμενων, εντόπιων και μη!).
Όπως κι αν έχει, η γράφουσα, και σαββατόβραδο με πυρετό να ήταν ο Παπακαλιάτης θα τον έβλεπε. Και μη βιαστείτε να κρίνετε. Έχω πολλά επιχειρήματα υπέρ του Παπακαλιάτη.
Καταρχήν, διαλέγει ο άτιμος πολύ ωραία μουσική και σοφά την τοποθετεί στις σκηνές. Εντάξει, είναι χάριν εντυπωσιασμού, το δέχομαι, αλλά είναι ωραία να ακούς και κάνα πιο σπάνιο τραγουδάκι, ε;
Επίσης, έχει ατάκες που σκοτώνουν. Και αναρωτιέσαι εσύ, μισοπεθαμένη στον καναπέ, μιλάει άραγε κανείς έτσι; Κι αν ναι, σε ποια χώρα; Διότι, δεν ξέρω για σας, εγώ, και στις πιο μελοδραματικές στιγμές μου, και στους πιο άγριους καβγάδες ή στις μεγαλύτερες συμφορές, τέτοιες κοτσάνες αν ξεστομίσω, πάει η δραματικότητα της στιγμής, θα ξεραθούμε όλοι στα γέλια. Τέλοσπαντων, στον Χριστόφορο συγχωρούμε πολλά.
Και το σενάριο, ε; Αχ, το σενάριο! Τι να πρωτοπεί κανείς; Για τα μύρια όσα απίθανα που συμβαίνουν, που ούτε ο Στίβεν Κινγκ δεν έχει τόσο αρρωστημένη φαντασία; Για τη διαδοχή των γεγονότων, καταιγιστική και συντριπτική, που στη διακοπή ούτε να κατουρήσεις δεν τολμάς; Ποιος θα σου πει μετά τι έγινε; Εγώ πάντως τους βρίζω αν με πάρουν να με ρωτήσουν τι είπε τώρα και ποιος είναι αυτός. (Γιατί μη νομίζετε ότι είμαι μόνη μου σ’ αυτόν το βούρκο της υποκουλτούρας, όχι, ξέρω πολλούς που βλέπουν Παπακαλιάτη κι αν με πληρώσετε θα σας δώσω ονόματα και διευθύνσεις…)
Δεν σκοπεύω να σας περιγράψω κανένα από τα 8 περίπου σίριαλ του Παπακαλιάτη που έχω δει, αφενός γιατί θα βαρεθείτε κι αφετέρου γιατί δεν το περιγράφεις, λέμε, απλά το ζεις! Σκοπεύω μόνο να σας πω ότι αν θέλεις να διατηρήσεις την πνευματική σου διαύγεια και να ξεχωρίζεις το καλό από το κακό, την ήρα από το σιτάρι, τους αμνούς από τα ερίφια, κλπ, πρέπει να ανακατώνεσαι, ρε παιδί μου, και με τα δύο! Διότι, εντάξει, δε λέω, άριστη η ποιότητα, θαύμα ο πολιτισμός, αλλά αν δε δεις κι έναν Παπακαλιάτη, δεν εκτιμάς τίποτε, νομίζεις ότι όλοι είναι έτσι, καλλιεργημένοι σαν φάρμες στο facebook και συνειδητοποιημένοι σαν Γάλλοι χωρικοί το 1789! Αμ δε.
Οπότε, δεν είναι δα και τόσο καταστροφικό να βλέπεις Παπακαλιάτη, έτσι; Είναι λίγο σαν ομοιοπαθητική. Άσε που ρίχνεις και απίστευτο γέλιο. Γενικώς, όπως δεν θα κουραστώ ποτέ να επαναλαμβάνω, όλα πρέπει να τα κάνει κανείς στη ζωή. Αλλά μην τρέξετε τώρα να ανοίξετε την τηλεόραση, τέλειωσε για φέτος, του χρόνου πάλι!

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Σου έχω πει χίλιες φορές να μη λες υπερβολές.

Δεν μπορώ, ρε παιδιά, στενοχωριέμαι πολύ που θα γκρινιάξω, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Σε γενικές γραμμές, η ζωή είναι ωραία, αλλά όταν τα φτιάχνει μ’ άλλον πρέπει λίγο να γκρινιάξεις.
Θα σας πω λοιπόν πώς είναι η ζωή για έναν άνθρωπο 30 χρονών τη σήμερον ημέρα. Για τον μέσο τριαντάρη. Και μην ακούσω βλακείες για στελέχη επιχειρήσεων και γόνους πλούσιων οικογενειών, διότι θα τσιρίξω. Μιλάω για ανθρώπους των οποίων οι γονείς δυστυχώς ή ευτυχώς δεν έχουν τοίχους από τους οποίους να κόβουν λεφτά ούτε τρία σπίτια και 85 στρέμματα ελιές. Για ανθρώπους οι οποίοι έχουν ένα έως τρία πτυχία που τα απέκτησαν με κόπο και δουλεύοντας ωσάν τα σκυλιά. Για ανθρώπους οι οποίοι τώρα ΔΕΝ δουλεύουν όχι επειδή είναι τεμπέληδες, αλλά επειδή δεν βρίσκουν δουλειά. Κι αν τη βρουν, δεν παίζει να πληρωθούν όσο ή όποτε θα έπρεπε, παρά θα πάρουν, εντάξει, όχι λίγα λεφτά, απλώς όχι αρκετά, και μόνο όταν ανθίσει το θαλασσινό τριφύλλι, δηλαδή σε χίλια χρόνια.
Η ζωή, λοιπόν, αυτών των ανθρώπων είναι τουλάχιστον δύσκολη. Έχουν πολλά προσόντα και πολλές ικανότητες. Έχουν όρεξη και ιδέες. Δεν θέλουν να πλουτίσουν χωρίς δουλειά. Έχουν λίγα ιδανικά και λίγες αξίες. Αλλά δεν έχουν τίποτε άλλο. Δεν έχουν δουλειά, δεν έχουν λεφτά, δεν έχουν ευκαιρίες. Δε θέλουν να φύγουν από τη χώρα τους, την αγαπάνε και προσπαθούν να τη σώσουν από το βούλιαγμα. Δουλεύουν τζάμπα και πολλοί κάνουν δουλειές που όχι μόνο δεν είναι αντάξιες των σπουδών τους, αλλά τους υποβιβάζουν κιόλας. Δεν τρώνε από τα έτοιμα, όχι γιατί δεν θέλουν, πολύ θα τους άρεσε, αλλά γιατί δεν υπάρχουν. Πάνε για κάνα ποτό πότε πότε, αλλά, ξέρετε, μια μπίρα στα 3 κλπ. Για σινεμά δεν το συζητάμε, είναι απλησίαστο. Όσο για φαγητό έξω… είχα πάει την άλλη φορά με τη Νατάσα και τη Βίβιαν και τους είχα θέσει βέτο: δεν θα ξεπεράσουμε τα 10 ευρώ το άτομο και η Βίβιαν υπολόγιζε με το κομπιουτεράκι του κινητού πόσο έκαναν αυτά που παραγγείλαμε.
Και καλείσαι τώρα εσύ να κάνεις όνειρα. Προγραμματισμό. Οικογένεια. Πλάκα μου κάνετε, έτσι; Μου λέει η μαμά μου, είσαι νέα κι έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Καλύτερα να την είχα πίσω μου, αν είναι έτσι η ζωή. Όταν δεν μπορείς ούτε δίπλωμα αυτοκινήτου να βγάλεις διότι έχεις μεν 700 ευρώ, αλλά δεν ξέρεις πότε θα ξαναέχεις. Όταν τα σχέδια που κάνεις εκτείνονται σε χρονική απόσταση μίας εβδομάδας, διότι την άλλη βδομάδα δεν ξέρεις αν θα έχεις λεφτά να βγεις από το σπίτι, δεν ξέρεις αν θα έχεις σπίτι. Όταν όχι παιδιά, ούτε καν ένα πάρτι δεν μπορείς να κάνεις.
Παλιά, έφτανε να είχες όρεξη για δουλειά κι όλα τα άλλα ερχόντουσαν. Ενίοτε ερχόντουσαν και χωρίς όρεξη για δουλειά. Τώρα, δεν έρχονται ούτε με προσευχές. Και απογοητεύεσαι. Δε γίνεται αλλιώς. Απογοητεύεσαι. Παραιτείσαι. Απλώς επιβιώνεις, πρακτικά, συναισθηματικά και με όποιον άλλο τρόπο γίνεται. Συνεχίζεις να δουλεύεις, διότι αλλιώς θα τρελαθείς, ίσως και να ελπίζεις κάπου βαθιά μέσα σου ότι κάποτε θα ζήσεις αλλιώτικα. Και ξέρετε, το θέμα δεν είναι τα λεφτά. Όχι. Κι άλλες φορές έτυχε να μην υπάρχουν λεφτά στον κόσμο. Αλλά νομίζω, και το λέω με πόνο ψυχής, ότι τώρα δεν υπάρχει ελπίδα.
Πολλή γκρίνια, έτσι; Θα με μαλώσει η Ρενάτα. Δεν πειράζει, θα μου περάσει.

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Εσύ σε πόσες εκδηλώσεις μπορείς να πας;

Πρόσεξε τι θα απαντήσεις, διότι εγώ μπορώ να σου βρω τουλάχιστον μία εκδήλωση την ημέρα. Ακόμα και στην Κέρκυρα, την οποία, εντάξει, είπαμε την αγάπησα, αλλά δεν μπορείς να την πεις και κέντρο του πολιτισμένου κόσμου. Μολαταύτα, κάτι γίνεται. Κι εμείς είμαστε πάντα εκεί, όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη. Παρουσιάσεις βιβλίων, προβολές κινηματογραφικές, εκθέσεις, ημερίδες, διημερίδες, αφιερώματα, εκδηλώσεις, τελετές, τίποτε δε μας ξεφεύγει. Κι αν, παρ’ελπίδα, δεν μπορούμε να πάμε όλες, πάντα στέλνουμε αντιπροσώπους. Να μη δώσουμε το παρόν; Δε γίνεται!
Όχι ότι δεν έχω τίποτε να κάνω, μη με περάσετε για άεργη, μόνο για άνεργη. Αντιθέτως, συνήθως πνίγομαι. Ωστόσο, θέλω τουλάχιστον μια εκδήλωση τη βδομάδα να ‘ρθω στα ίσα μου. Εάν δε, μπορείς να πάρεις και βεβαίωση παρακολούθησης ή αναμνηστικό δωράκι ή κάτι τέτοιο, ακόμα καλύτερα. Λες και δε μου έφτανε η χαρτούρα που έχω μαζέψει, έχω κι ένα πάκο αξιοσέβαστου μεγέθους με βεβαιώσεις από συνέδρια, φυλλάδια εκθέσεων, σημειώσεις ημερίδων και άλλα συναφή. Όσο άσχετο κι αν είναι το θέμα.
Η αλήθεια είναι ότι τα συνέδρια και τις παρουσιάσεις βιβλίων λίγο τα βαριέμαι, διότι μιλάνε όλοι και πολύ κι αν δεν είμαι με τη Μαριλένα που κάνει ότι πυροβολεί αυτούς που δεν χωνεύει, δεν έχει πλάκα. Τα αγαπημένα μου είναι οι εκθέσεις. Πρώτον, διότι συνήθως έχουν μπουφέ και δεύτερον διότι συνήθως έχουν πολύ γέλιο. Όλοι είναι πολύ σοβαροί και προσπαθούν να γεφυρώσουν τις διαφορές αναρχοαυτόνομων και νεοφιλελεύθερων – για κάποιον περίεργο λόγο μόνο τέτοιοι πάνε στις εκθέσεις. Κι εγώ, φυσικά.
Και καλά, εγώ είμαι και ημίτρελη, πάω. Τι να κάνεις που σέρνω και τη Ρενάτα συνήθως μαζί μου, η οποία πιστεύω ότι όπου να’ ναι θα αυτομολήσει. Ήδη απέφυγε τεχνηέντως το αφιέρωμα στον Ακίρα Κουροσάβα, που ακόμα μου το χρωστάει βέβαια και θα ’ρθει το πλήρωμα του χρόνου. Διότι που πας αν δεν έχεις δει έναν Κουροσάβα τουλάχιστον; Σε αφιέρωμα, όμως, αν τον δεις στο σπίτι δεν πιάνεται.
Ακόμα κι εκδηλώσεις να μη βρω, όλο και κάνα μάθημα θα πετύχω. Από νοηματική μέχρι αστρονομία έχω παρακολουθήσει, για κάποιο λόγο που κανείς δεν ξέρει. Βέβαια, τώρα με την οικονομική κρίση, μάθε τέχνη κι άστηνε, διότι άμα πεινάσεις μια χαρά κάνεις το διερμηνέα στις ειδήσεις. Άσε που, σύμφωνα με το δάσκαλό μου της αστρονομίας, πουλάς και μούρη τα βράδια στις παραλίες, αν ξέρεις ποιο είναι το τάδε αστέρι και το δείνα νεφέλωμα, έτσι;
Πάντως, όσο και να κοροϊδεύω, η αλήθεια είναι ότι κάτι μου μένει από όλα αυτά. Εντάξει, χρειάζεται ένα φίλτρο, ή και δύο. Σίγουρα όμως, εκτός από το πάκο των βεβαιώσεων, έχω και απόθεμα γενικών γνώσεων, που πολύ χρήσιμες μου έχουν φανεί- και για να πουλήσω μούρη, ενίοτε!