Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Οι εντιμότατοι φίλοι μου

Ως πλήρως καλωδιωμένη και μονίμως συνδεδεμένη στο Ίντερνετ, κάτι το οποίο ομολογουμένως προκαλεί τη μέγιστη των εκπλήξεων σε όσους με ξέρουν από παλιά -διότι πρέπει να ξέρετε ότι μέχρι πριν από 2 χρόνια περίπου νόμιζα ότι το copy-paste είναι βρισιά και ότι το Play station είναι κάτι ογκώδες, κάτι σαν τα μηχανήματα με τα φρουτάκια, αν με εννοείτε, αλλά αυτά ήταν παλιά, εντάξει;- ως τέτοια, λοιπόν, βρήκα περνοδιαβαίνοντας μια επιστημονική, σου λέει, έρευνα, ξέρετε, από αυτές που γίνονται σ’ ένα πανεπιστήμιο στα βάθη της αμερικανικής ή της ασιατικής ηπείρου και είναι φοβερά εμπεριστατωμένες και τεκμηριωμένες και σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν όντως έχεις κάνει κάποιο λάθος και ασχολείσαι με επικαιροποιήσεις τεχνικών δελτίων (;) αντί να σε απασχολεί ( και να σε πληρώνει, έτσι;) το ακανθώδες ζήτημα της επιρροής που έχει η αναπαραγωγή της πράσινης κάμπιας του αγρού στην εξάπλωση της παιδικής παχυσαρκίας…
Σ’ αυτή, που λέτε, την έρευνα που βρήκα αναλύεται η ευεργετική επίδραση που έχουν οι φίλοι στην υγεία και τη μακροζωία. Βέβαια, τώρα εγώ δεν ξέρω πόσο ευεργετική επίδραση στην υγεία σου ή στην ψυχική σου ηρεμία έχει το να πρέπει κάθε πρωί να μετακινείς ένα καλοριφέρ μπροστά από την πόρτα, το οποίο έβαλε εκεί η φίλη σου για να ακούσει τον κλέφτη, προκειμένου να βγεις από το σπίτι. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, αν έχεις πολλούς και καλούς φίλους αυξάνεται πολύ το προσδόκιμο ζωής σου και επίσης η έλλειψη φίλων ή η ύπαρξη λίγων ισοδυναμεί με το να καπνίζεις 15 τσιγάρα τη μέρα, όσον αφορά την υγεία σου. Όταν νοιάζεσαι, λέει, για τους φίλους σου, εκτίθεσαι σε λιγότερους κινδύνους και προστατεύεις περισσότερο τον εαυτό σου. Επίσης, στο σύγχρονο κόσμο, τα κοινωνικά δίκτυα μικραίνουν ή εξαφανίζονται διότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται περισσότερο για την καριέρα ή την οικογένεια.
Εμένα οι φίλοι μου, εκτός από μαύρα πουλιά, είναι και τρελοί, οι περισσότεροι. Τώρα θα μου πείτε, είχαν να μοιάσουν. Απλώς, διαβάζοντας για αυτή την έρευνα, αναρωτήθηκα πόσο καλοί μπορεί να είναι για την υγεία μου: η μία ( ή μάλλον όχι μόνο μία, θυμήθηκα και τη μάσκαρα της Μαρίνας) αργεί μονίμως, με αποτέλεσμα να στέκομαι ορθή ή πεινασμένη ή νυσταγμένη ή όλα μαζί μπροστά στην Εθνική. Η άλλη, για να ξεκουνήσει από το σπίτι της και να βγούμε έξω πρέπει να γίνει σεισμός κι εμείς να είμαστε επί ποδός, ντυμένες και βαμμένες, για να αρπάξουμε την ευκαιρία να πιούμε ένα ποτό. Επίσης, καταφέρνει να κλέβει το σεντόνι μου την ώρα που κοιμόμαστε μακαρίως και οι 2, με αποτέλεσμα να ξεπαγιάζω. Η τρίτη, την ώρα που θα έπρεπε να διαβάζει για κάτι εξετάσεις που είχαμε, έφτιαχνε στιχάκια για έναν εργολάβο, ότι να’ ναι, σας λέω. Έχω δε στη Θεσσαλονίκη μια φίλη, η οποία νομίζει ότι όλοι έχουν γίνει αναρχοαυτόνομοι κι ότι την καταδιώκουν-αλήθεια. Βέβαια, αυτή τα έδειχνε τα σημάδια: όταν ήμασταν φοιτήτριες και τρώγαμε στη λέσχη, ψιλόκοβε τις φλούδες από τα πορτοκάλια, γιατί την έκανε, έλεγε, να νιώθει ότι καθαρίζει φασολάκια, κάτι το οποίο δεν έμαθε ΠΟΤΕ να κάνει και το είχε απωθημένο.
Η παιδική μου φίλη, όταν ξεκαλοκαιριάζαμε παρέα στο εξοχικό, κουβαλούσε απαραιτήτως μία τερατώδη κούτα με μπισκότα, κρουασάν, πατατάκια και άλλα χρήσιμα για την υγεία πράγματα, την οποία επιμελώς έκρυβε κάτω από το κρεβάτι για να μην τα κλέβουν τα ξαδέρφια μου. Η άλλη παιδική φίλη, ως μαθήτρια, ήταν μονίμως άρρωστη και μας κολλούσε όλους πάντα και μετά της άρεσαν τα πιο λάθος αγόρια και μας έβαζε σε μπελάδες με κάτι τύπους που άνοιγαν τις πόρτες από τα υπνοδωμάτια και καταλαβαίνετε.
Έχω κι έναν φίλο που πριν κοιμηθεί βουτάει τα πόδια του σε μια λεκανίτσα με νερό και χλωρίνη (τρομακτικό;) κι έναν άλλο που υποστηρίζει ότι η μελιτζάνα κάνει τη γλώσσα του «γεωγραφική», που δεν έχω ακόμα καταλάβει τι σημαίνει, αν καταλάβετε εσείς, να μου το πείτε. Μη σας πω για τον πιο καλό μου φίλο, που τρώει φρυγανιές με μουστάρδα και γιαούρτι και μια φορά είχε φτιάξει σάλτσα για τα μακαρόνια απλά ανακατεύοντας όλα τα υλικά (ωμά) στο μπλέντερ και μετά περιέχυσε τα μακαρόνια και τα φάγαμε.
Μετά από όλα αυτά, αντιλαμβάνεστε, πιστεύω, τον προβληματισμό μου. Ωστόσο, κάνω εδώ μια κατάθεση ψυχής και λέω ότι, πράγματι, χωρίς τους φίλους μου, τρελούς και λογικούς (γιατί έχω και τέτοιους, μη νομίζετε), κοντινούς και μακρινούς, μεγάλους και μικρούς, θα ήμουν δυστυχής, μισή και σίγουρα δεν θα είχα ζήσει τόσο πολύ ( μην πιστεύετε το προφίλ, η πραγματική μου ηλικία είναι ανυπολόγιστη-οι πολλοί φίλοι, βλέπετε).

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Overdose

Εσείς το έχετε παρατηρήσει; Το καλοκαίρι, στις παραλίες και όχι μόνο- εγώ το έχω δει και σε άλλα μέρη, όπου ωστόσο παραμένει το ίδιο τρομακτικό- εμφανίζεται ένα νέο είδος ανθρώπων, αυτό των γυαλιστερών. Υπάρχουν και γυναίκες γυαλιστερές, αλλά οι περισσότεροι εκπρόσωποι του νέου είδους είναι άντρες, μυώδεις σε εξωγήινο βαθμό και γυαλίζουν εκτυφλωτικά. Οι φίλοι μου λένε ότι γυαλίζουν από το λάδι για το μαύρισμα που απλώνουν πάνω τους, το επονομαζόμενο και τηγανόλαδο. Προσωπικά, θεωρώ ότι δεν γίνεται να γυαλίζεις τόσο πολύ μόνο από το λάδι, μάλλον εκκρίνουν κάποιο είδος υγρού που τους προστατεύει από κάτι, δεν ξέρω από τι μπορεί να κινδυνεύει ένα τέτοιο νέο είδος, σίγουρα πάντως όχι από τους κοινούς κινδύνους για κοινούς θνητούς.
Αυτοί οι γυαλιστεροί, λοιπόν, κατατάσσονται σε διάφορες χρωματικές ομάδες, ανάλογα και με την παραλία στην οποία συχνάζουν (διότι ως γνωστόν στο Μπαρμπάτι δε μαυρίζεις, ενώ στη Γλυφάδα γίνεσαι κατίμαυρος) και επίσης διακρίνονται από τα εξής χαρακτηριστικά: δυσκολία στην κίνηση(τα χέρια δεν κατεβαίνουν λόγω της μυώδους κατασκευής κι είναι σαν το ανθρωπάκι της Michelin), εκτεταμένη αλωπεκίαση (επάνω τους δεν υπάρχει ίχνος τρίχας – μόνο φρύδια έχουν κι αυτά πιστεύω είναι ψεύτικα και κολλημένα για να μη φαίνονται αφύσικοι) και εξαιρετικά μεγάλη αντοχή στη ζέστη ( εγώ πάντως τόση ώρα στον ήλιο και δίχως να κουνήσω από την ξαπλώστρα θα είχα πάθει θερμοπληξία ή θα είχα πεθάνει, εσείς;).
Επίσης, προφανώς πρόκειται για κοινωνικό είδος, διότι, λειτουργούν σε ομάδες : όπου είναι ένας απ’ αυτούς σύντομα θα έρθουν κι άλλοι ή είναι ήδη εκεί κι απλά δεν τους έχετε δει γιατί γυαλίζουν τόσο που δεν μπορείτε να κοιτάξετε προς το μέρος τους. Ως κοινωνικό είδος, λοιπόν, αναπαράγονται και πολλαπλασιάζονται, κάθε χρόνο είναι όλο και περισσότεροι με αποτέλεσμα ο δύσμοιρος λουόμενος όπου κι αν κοιτάξει, να βλέπει τεράστια μπράτσα και στέρνα και υπερφυσικές πλάτες να του επιτίθενται!
Σκιάζομαι και αναζητώ λίγη οπτική ησυχία. Αλλά και πάλι, στρέφω το βλέμμα μου και αντικρίζω, σε απίθανες ποσότητες, και σε όλες τις ποιότητες, υφές και χρωματικές γκάμες, γυναικεία οπίσθια. Αλήθεια, δεν αντέχω άλλο. Αυτά τα μαγιό, που τα φοράνε ΟΛΕΣ και είναι περίπου στο μέγεθος του νυχιού μου και καλύπτουν ανάλογη επιφάνεια δέρματος τα χαρίζουνε κάπου; Διότι δεν εξηγείται αλλιώς ότι φοράνε όλες το ίδιο, σε όλα τα χρώματα της ίριδας.
Να σας πω, μάλλον είμαι οπισθοδρομική, συντηρητική και λίγο ζηλιάρα, αλλά βρε κορίτσια, κρύφτε και κάτι. Άμα βλέπει κι ο άλλος κάτι συνέχεια, μετά δεν έχει και καμιά περιέργεια να το ξαναδεί, οπότε το προσπερνάει και βλέπει τηλεόραση. Είναι λίγο σαν τη μερέντα και τα γυναικεία κάλλη : δεν είναι καλύτερα να τρως μια κουταλίτσα τη μέρα, παρά να μπουκώσεις με τη μία όλο το βαζάκι και μετά να λιγώσεις και να σιχαθείς; Ε; Τι λέτε;
Λοιπόν, μετά από όλα αυτά εγώ προσωπικά θα πάω στο Βίδο, όπου το μόνο που μπορεί να συναντήσεις είναι κανά κουνέλι, άντε και καμιά πέρδικα να έρθει να σου φάει το φαγητό σου. Μπορεί την τέλεια παραλία να μην την έχει, αλλά δεν έχει ούτε γυαλιστερούς και μερικές φορές αυτό είναι πιο σημαντικό.

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Είναι όμως κι ένα αγόρι...

Λοιπόν, συγγνώμη, αλλά θα το πω. Τα αγόρια είναι λίγο χαζά, ή τουλάχιστον αυτά τα αγόρια που ξέρω εγώ. Αλλά και τα αγόρια που ξέρουν οι φίλες μου, οι αδερφές μου, οι θείες μου, κλπ, κι αυτά, χαζά είναι. Μπορεί να τα αγαπάμε, ναι, ειδικά τα πιο μεγάλα αγόρια, τα αγαπάμε σίγουρα, αλλά αντικειμενικά και αυταπόδεικτα, τα περισσότερα από αυτά είναι λίγο χαζά.
Καταρχήν, αδυνατούν πλήρως να σκεφτούν σε βάθος χρόνου και να οργανώσουν αναλόγως το χρόνο τους, τα ρούχα τους, τα λεφτά τους και άλλα απαραίτητα. Πως γίνεται να φεύγεις για ταξίδι 2 εβδομάδων και να παίρνεις μαζί σου 3 βρακιά, 4 ζευγάρια κάλτσες, 3 μπλούζες και το παντελόνι που φοράς; Πως γίνεται και σε τι χρησιμεύει; Επίσης, γιατί για 2 μέρες να κουβαλήσεις 3 ζευγάρια παπούτσια, 2 βερμούδες και 5 πουκάμισα; Όλα αυτά που σας περιγράφω έχουν συμβεί κι έχω και μάρτυρες, δεν τα σοφίζομαι τώρα. Δηλαδή, όπως λέει κι η Βίβιαν, δεν μπορούν, ρε παιδί μου, να δουν πέρα από ένα συγκεκριμένο χρονικό όριο, απόψε το βράδυ, ας πούμε, δεν υπάρχει τίποτε παραπέρα, ότι θα ξυπνήσουμε αύριο το πρωί, πχ, και θα χρειαστούμε καφέ ή μεσημεριανό φαγητό ή μαγιό, διότι είναι Ιούλιος μήνας και θα πάμε για μπάνιο. Όχι. Εγώ οργανώθηκα για σήμερα το βράδυ, μετά έχει ο Θεός. Ξυπνάς μετά κι έχεις λυσσάξει από την πείνα και ξοδεύεις κι ένα σκασμό λεφτά για να αγοράσεις μαγιό.
Αυτή η αδυναμία οργάνωσης και η έλλειψη διορατικότητας, βέβαια, επεκτείνεται και σε άλλους τομείς της ζωής. Και γιατί, παρακαλώ, να σκεφτώ τι δουλειά θα κάνω σε 5 χρόνια; Αφού και part time διορθωτής κειμένων για το Playboy που είμαι, μια χαρά είναι, άσε που έχει κι ωραίο περιβάλλον εργασίας. Καλά, δεν θα υπεισέλθω στο θέμα σχέση, εκεί που για κάποιον ανεξήγητο λόγο θεωρούν ότι είναι καλύτερα και μάλιστα κατά πολύ να περιμένει κανείς να φτάσει ο κόμπος στο χτένι και να μη μπορεί να κάνει ούτε πίσω ούτε μπρος και να είναι εγκλωβισμένος σε μια τεράστια αγάπη ή συνήθεια και να πνίγεται, παρά να πάρει μια απόφαση ή έστω να κάνει μια σκέψη. Όχι και πάλι. Θα κάτσω εδώ, να πελαγώνω και να πληγώνω και να πληγώνομαι, διότι δεν θέλω δεσμεύσεις. Βέβαια, απόλυτα λογικό και κατανοητό.
Επίσης, μιλάμε για τα άτομα που είναι ικανά να μπερδέψουν την πτήση αναχώρησης με την πτήση άφιξης. Ε, όχι, δεν αντέχω, θα το πω. Εντάξει, ξέρω, κι ένα κορίτσι θα μπορούσε να το κάνει αυτό, αλλά στην περίπτωσή μας το έκανε αγόρι και μάλιστα αφού είχε κοιτάξει περί τις 84 φορές το εισιτήριο. Ειλικρινά, σκεφτείτε και πείτε μου, από όσους ξέρετε, αγόρι ή κορίτσι είναι πιθανό να το κάνει αυτό; Γενικά, πιστεύω, έχουν θέμα με την ώρα, τα ωράρια, τα δρομολόγια, τα ραντεβού, τις αναχωρήσεις, κλπ. Είναι ικανά να χρονοτριβούν 45 λεπτά αγοράζοντας μηλόπιτες, τις οποίες μάλιστα πέρασαν και για κρουασάν σοκολάτα(;), ή κάνοντας ποδήλατο στη βεράντα. Και δε μιλάμε για πεντάχρονα αγόρια, έτσι, φαντάζομαι το καταλάβατε αυτό.
Και βέβαια, έχουμε το ζήτημα του σουτιέν. Αλήθεια, από όταν θυμάστε τον εαυτό σας, σε πάρτι ή σε κατασκηνώσεις ή στην πενταήμερη, βρήκατε ποτέ κανένα αγόρι να μπορεί να ξεκουμπώσει το σουτιέν με την πρώτη; Αλλά κι αργότερα, στο αυτοκίνητο ή και στο σπίτι, όπου υπάρχει η άνεση του χώρου και του χρόνου και είναι και πιο μεγάλα και δεν έχουν την ταραχή και το άγχος, και πάλι το σουτιέν δεν μπορούν να το ξεκουμπώσουν, αδυνατούν. Άσε που παραξενεύονται πολύ όταν εσύ το βάζεις και το βγάζεις χωρίς να βλέπεις και με τα χέρια πίσω από την πλάτη.
Τέλος, δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση ένα αγόρι να κάνει άνω των 2 πραγμάτων ταυτόχρονα. Για βάλτε ένα αγόρι να ανακατεύει τη σάλτσα, να μιλάει στο τηλέφωνο, να στεγνώνει μαλλιά και να βλέπει Grey’s Anatomy την ίδια στιγμή. Πολύ γέλιο, έτσι; Το πιθανότερο είναι ότι θα βουτήξει το τηλέφωνο στην κατσαρόλα και θα προσπαθεί να αλλάξει κανάλι για να δει Champion’s League με το πιστολάκι.
Μετά από όλα αυτά, είναι, πιστεύω, πλέον θεμελιώδες το αξίωμα. Τα αγόρια είναι χαζά. Αλλά και πώς να γίνει, για; Δεν μπορούμε δίχως αυτά.

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Κι εσύ, τέκνον Βρούτε;

Με απογοήτευση αναφώνησε η Βιβή (ορκισμένη εχθρά του νησιού) όταν με τη γνωστή μου ευπροσηγορία παραδέχτηκα πως όχι μόνο μου έλειψε η Κέρκυρα αλλά και χαίρομαι που θα γυρίσω. Ορίστε, το ξεστόμισα, τι καταλάβατε; Λυσσάξατε τόσο καιρό, θα την αγαπήσεις και θα την αγαπήσεις, και τώρα που όντως το αγάπησα αυτό το νησί, τι έγινε; Πλησιάζει για άλλη μια φορά η ώρα που θα πρέπει να φύγω και να αφήσω πάλι πίσω μέρη και ανθρώπους. Ενώ, αν με είχατε αφήσει στην ησυχία μου να μισώ την Κέρκυρα, θα έφευγα χαλαρή και άνετη δίχως δύσκολους αποχαιρετισμούς και αναμνήσεις κι απλά θα ήταν ένα διάλειμμα στη θεσσαλονικιώτικη ζωή μου. Αλλά όχι. Εκεί, σκουλήκι, να λιώσεις στη στενοχώρια και στους αποχωρισμούς.
Τέλοσπαντων, επειδή η Δώρα θα με λέει πάλι γκρινιάρα, εμένα, τον πιο βολικό άνθρωπο του κόσμου και φωτιά θα πέσει να την κάψει, ας προχωρήσω στο πραγματικό άρθρο που το είχα υποσχεθεί από την προηγούμενη φορά.
Τα καλά της Κέρκυρας. Μμμ.
Η αλήθεια είναι ότι μια μικρή έρευνα αγοράς που έκανα πριν αρχίσω να γράφω μου αποκάλυψε ότι δεν είμαι η πρώτη που τα ψάχνει, ακόμα κι ο Πάκης, βέρος Κερκυραίος, ακόμα δεν έχει απαντήσει. Τυχαίο; Δε νομίζω.
Βέβαια, τι άλλο είναι ένας τόπος παρά αυτά που σου συμβαίνουν όσο ζεις σ’ αυτόν; Κι επειδή εμένα αυτά που μου συνέβησαν εδώ, εντάξει, έλα, θα πω την αλήθεια, δεν ήταν και πολύ άσχημα, ας πούμε ότι και το νησί τελικά δεν είναι και τόσο άσχημο. Καταρχήν, έχει ένα θαυμάσιο, μοναδικό, πρωτότυπο μουσείο, το οποίο επιμόνως αγνοούν οι περισσότεροι ντόπιοι και το οποίο στεγάζεται σε ένα πανέμορφο κτίριο, στολίδι στ’ αλήθεια της πόλης (τρελαίνομαι να γράφω τέτοια κλισεδάκια) αν κανείς υποκριθεί ότι δεν βλέπει τα 15ετή ζεύγη που συζητάνε στο περιστύλιό του. Αν είστε τυχεροί και δεν έχει καταρρεύσει από τη γνωστή σαπίλα όταν έρθετε, να πάτε να το δείτε ασυζητητί.
Επίσης, εγώ προσωπικά αγαπώ πολύ τη βόλτα στη Γαρίτσα, απ’ όπου έχεις απεριόριστη θέα σε ιστιοφόρα και άλλα κότερα που μοιάζουν ζωγραφιστά ή βγαλμένα από ελληνική ταινία και απ’ όπου φτάνεις σε έναν παλιό ανεμόμυλο, τοποθεσία ιδανική για να κλάψεις τη μοίρα σου ή να αναλογιστείς το μέλλον σου, καθώς σμήνη κουνουπιών προσπαθούν να αποσπάσουν την προσοχή σου, αλλά δεν το καταφέρνουν.
Η ξαφνική θέα από τα στενά σκαλάκια δίπλα στα Μουράγια, όπως κατεβαίνεις για να βρεις το αυτοκίνητο της Βίβιαν, το έρημο Λιστόν στις 7.30 το πρωί, όπου νιώθεις σαν τη Μαίρη Πόπινς και περιμένεις να σε σηκώσει ο ανατολικός άνεμος, τα νεοκλασικά της λεωφόρου Αλεξάνδρας, τα οποία χαζεύοντας μία φορά κοπάνησα σε ένα δέντρο, ο πύργος της Αννουντσιάτας, που βλέπω από το παράθυρό μου κι είναι η πιο έντονη εικόνα που έχω από την Κέρκυρα, μερικά μόνο από τα πράγματα που αγαπώ είναι αυτά.
Το ρυζόγαλο του Αλέξη, το παγωτό του Παπαγιώργη, το καπουτσίνο λάτε, που πρώτη φορά και χάρη στην Ελένη ήπια στην Κέρκυρα, τα κριτσίνια του Artissimo αναπληρώνουν λίγο το κενό που αφήνουν οι κρέπες της Ναβαρίνου.
Οι πυγολαμπίδες στο δρόμο για το σπίτι της Ελένης, που πρώτη φορά έβλεπα έτσι μαζεμένες και που φώτιζαν για μια στιγμή το σκοτάδι της ξενιτιάς μου, η αίσθηση του οικείου που έχει αποκτήσει το Σαρόκο και όλες οι εποχές που περνάνε από τα δέντρα του, η πάνω πλατεία με καλαμπόκια, παγωτά, σιντριβάνια και μνημεία.
Η πόλη φάντασμα της παλιάς Περίθειας που κατοικείται από περίεργα όντα που τρέφονται αποκλειστικά με παϊδάκια κι ο Κοντογυαλός που μου θυμίζει το μέρος που πέρασα τα παιδικά μου καλοκαίρια (και ξέρετε πόσο στοιχειωμένα είναι τα μέρη που περνιούνται τα παιδικά καλοκαίρια) και όχι μόνο αυτό.
Πριν σταματήσω όμως, διότι τελικά θα βγει μεγαλύτερο αυτό το άρθρο από το άλλο, το υβριστικό, κι όχι τίποτε άλλο, θα γίνω ρεζίλι, θα πω ότι ένας τόπος είναι και οι άνθρωποι που γνωρίζεις σ’ αυτόν. Πολύ θα ήθελα να τους αναφέρω έναν έναν, αλλά θα μαλώσουνε μεταξύ τους για τη σειρά, αφήστε που έχουν όλοι και τα ίδια ονόματα, κι επίσης θα συγκινηθούμε και δεν είναι ώρα, θα αρκεστώ να πω ότι από αυτή την άποψη, η Κέρκυρα για μένα είναι όντως ευλογημένος τόπος, διότι μπορεί να είναι αδικημένη στο εντόπιο στοιχείο, είναι όμως πολύ τυχερή στο εισαγόμενο…