Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Έτσι, να ξεμπλοκάρουμε.

Μη με ρωτήσετε, δεν ξέρω γιατί δε γράφω. Έχω πάθει συγγραφικό μπλοκ. Ένα μπλοκ από δω ως την Ανάφη.
Το καλοκαίρι έφυγε, επισήμως, και δεν το πήρε η βροχή. Ήταν ένα περίεργο καλοκαίρι, με πολλή ταραχή, πολλή δουλειά, πολλή κούραση, ξενύχτια και μπαρ. Εγώ προσωπικά ζορίστηκα πολύ φέτος το καλοκαίρι. Δεν είχα καμία ψυχική ηρεμία και καμία συναισθηματική ψυχραιμία. Γι’ αυτό μάλλον σταμάτησα να γράφω. Τώρα λέω πάλι εδώ τον πόνο μου, αλλά δεν ξεχνώ πρώτον τη Βόρεια Ήπειρο και δεύτερον ότι γι’ αυτό το έκανα το ιστολόγιο, για να λέω τον πόνο μου. Ήταν ένα καλοκαίρι ταραχής. Αυτό. Η καλύτερη λέξη είναι η ταραχή. Δεν ήμουν ακριβώς λυπημένη ούτε ακριβώς χαρούμενη, σίγουρα δεν ήμουν ήρεμη. Ήμουν εξαιρετικά ταραγμένη, δεν είχα λεπτό ησυχίας, που να κοιτάω μέσα μου και γύρω μου, ακόμα κι όταν τρέχω, που, όπως λέει κι ο Χαρούκι, είναι η μόνη ώρα της ημέρας που δε χρειάζεται να μιλάω ή να ακούω κάποιον, ακόμα και τότε, εμένα το μυαλό μου στριφογύριζε σαν την Ούρσουλα που προσπαθεί να απαλλαγεί από το κουδούνι που της κρέμασα.
Ίσως η γιατρειά να είναι ν’ αρχίσω πάλι να γράφω και να σας λέω τις περιπέτειές μου, που δεν είναι και λίγες, εδώ που τα λέμε. Ίσως πάλι όχι. Λέτε να πληρώνω τώρα το κόστος του ηφαιστειακού μύδρου που εξαπέλυσε ο κατάπτυστος πριν από έναν χρόνο; Να μου πήρε ένα χρόνο να το χωνέψω; Πολύ μου αρέσει αυτή η ψυχοθεραπεία. Δεν ξέρω.
Εσείς έχετε χωρίσει ποτέ; Κι αν ναι, πως την παλέψατε; Αν όχι, πάλι, πως την παλέψατε; Τώρα που πέρασε ο καιρός, θα μου πεις σιγά τον καιρό που πέρασε, λέω πως σωστά μιλούν για τραύματα. Διότι έτσι το νιώθω κι εγώ στην ψυχή μου, σαν τραύμα, μια πληγή που βγάζει αίμα ακόμα αν τεντώσω το δέρμα εκεί κοντά. Συγγνώμη για τις αηδιαστικές περιγραφές, αλλά αν δε μιλήσεις με ακρίβεια, μη μιλάς καθόλου καλύτερα. Αν δεν το πειράξω ή δεν το ξύσω, το ξεχνάω. Είναι εκεί όμως, και μου δημιουργεί την ταραχή μου, μια μικρή φαγουρίτσα. Δεν έχει,φυσικά, καμία σχέση με το κύμα της θλίψης που σε τυλίγει στην αρχή, αλλά είναι, είναι κάτι, σε τρωει, υπάρχει, δεν πέθανε, σηκώνεις το χέρι να χτενιστείς και σε τραβάει.
Χτενίζεσαι, όμως. Διότι πρέπει να πας στη δουλειά και να μιλήσεις αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, σουαχίλι και βραζιλιάνικα. Και να χαζολογήσεις με τους οδηγούς και να νταντέψεις τα πελατάκια σου. Καμιά φορά θυμάμαι τη Βίκυ, μια συνάδελφο, που έλεγε ένα πρωί στο λιμάνι (εγώ δεν κατεβαίνω ποτέ στο λιμάνι, πως βρέθηκα τη μέρα εκείνη εκεί, ακόμα αναρωτιέμαι) ότι όταν πραγματώνεσαι μέσα από τη δουλειά σου, δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτή και άρα δε σταματάς ποτέ να δουλεύεις, και ανατριχιάζω. Ελπίζω ειλικρινά να μην το πάθω αυτό και αν το πάθω, αγαπημένοι μου, ευχή και κατάρα σας αφήνω, να με σκουντήξετε!
Με τα πολλά, χτενιζόμουν κάθε μέρα και πέρασε το καλοκαίρι. Ήρθε κόσμος, μετά φύγανε, ήρθαν άλλοι, γενικώς υπήρχε μια κινητικότητα, καλό είναι αυτό, ξέρετε, δε βαριέσαι. Είχα την Ευγενία με τα γαλαζοπράσινα μάτια της και την Ιταλία της, είχα την Τάνια με φουστάνια της και την Οία της, είχα κάθε μέρα τη λίστα με το μάζεμα των πελατών για την επόμενη μέρα, χτυπούσε το Viber κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μου, είχα το τρέξιμό μου και τα βιβλία μου, είχα την Ούρσουλα, ντάξει, κάτι έγινε, πέρασε.
Τώρα, κοιτώ τα σύννεφα, μετρώ τις μέρες, μυρίζω τη βροχή, πληρώνω λογαριασμούς, διαβάζω τα βράχια, λέω τις τελευταίες μου ιστορίες στις εκρού πέτρες του Ακρωτηρίου και περιμένω. Να σας ξαναδώ όλους και να φιλήσω τα ιερά χώματα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Κι ελπίζω να συνεχίσω να γράφω.

Σας αγαπώ όλους και μου λείπετε, κι εσείς και τα μωρά σας.