Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Πως να προωθήσετε τη δουλειά σας.



Έβαψα τα νύχια μου πράσινα, έκανα μια σπονδή στο μάταιο, όπως είπε κι ο Παύλος, ο οποίος παραπονέθηκε πως δεν τον εκθειάζω αρκετά, ωστόσο, εγώ πιστεύω πως με όλα αυτά που λέει, δε χρειάζεται να τον εκθειάσω εγώ, εκθειάζεται από μόνος του. Εδώ σήμερα μας είπε πως ο πρώτος ξεναγός στην ιστορία ήταν το φίδι στον Παράδεισο, διότι, έδειξε, λέει, το μήλο στην Εύα κι είχε το Σατανά να του ψιθυρίζει στο αυτί «δείξε τους το καλό κι από μένα έχεις 2 ευρώ το κεφάλι», υπονοώντας ανηθίκως και αδίκως πως οι ξεναγοί χρηματίζονται από τους διάφορους μαγαζάτορες και λοιπούς σατανάδες-κατηγορία ανυπόστατη και κακοήθης τουλάχιστον (δεν εκστασιάζεστε με το λεξιλογικό μου πλούτο;). Ο δε Γιάννης απάντησε (σ’ αυτό με τη σπονδή, έτσι;) πως έκανα μια σπονδή στο μάτι και καταλαβαίνετε πως μετά ξέφυγε η κουβέντα. Ξέφυγα κι εγώ από τους τρελούς (όπου και να πάω, με κυνηγάνε οι τρελοί: στη Σχολή Ξεναγών, πάντα στο διπλανό μου δωμάτιο μένανε δύο τρελοί που ξενυχτούσανε χαρτοπαίζοντας και ουρλιάζοντας) και πήγα να φάω το κέικ μου, με τη ροζ καρδούλα στη μέση. Διότι, αυτά κάνω εγώ όλη μέρα και μετά δε διαβάζω ρώσικα. Έφτιαξα ένα άσπρο κέικ που το έβαψα ροζ με χρώμα ζαχαροπλαστικής και μετά το έκοψα φέτες και κάθε φέτα την έκοψα σε σχήμα καρδούλας. Τις καρδούλες από ροζ κέικ τις αράδιασα σε μια φόρμα κι από πάνω έριξα ένα μείγμα για σοκολατένιο κέικ. Όλο αυτό ψήθηκε και τώρα κόβεις κομμάτι κι έχει μέσα μια ροζ καρδούλα! Τέλειο; Την άλλη φορά θα σας δείξω φωτογραφίες. Σκέφτηκα να το κάνω και με αστεράκι κι ο Παύλος είπε να του κάνω κι ένα με το σφυροδρέπανο (ε, τώρα, εγώ φταίω;) κι ο Γιάννης είπε να κάνουμε ένα με μη-σας-πω-τι. Αίσχος.
Πριν από όλα αυτά, πήγαμε το πρωί στο υγρό (και πρόθυμο) Δίον, για να κάνουμε μια δωρεάν ξενάγηση στα πλαίσια του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρα Ξεναγού (εννοείται πως έχει παγκόσμια ημέρα ο ξεναγός, σε λίγο θα έχει και το αυτί μου παγκόσμια ημέρα), για να προωθήσουμε τη δουλειά μας. Εγώ την προώθησα πάρα πολύ. Σε 6 φίλους μου. Μιλάμε για γαμώ τις προωθήσεις, έτσι; Αφού τόσο ευχαριστήθηκαν τα παιδιά που μετά με κεράσανε κάτι κοκορέτσια σε μια ταβέρνα εκεί δίπλα, αυθεντική ρωμαϊκή. Γενικά, όλοι περάσαμε πολύ ωραία κι είπαμε να το κάνουμε κάθε Κυριακή, να συστήσουμε ένα σύλλογο αρχαιόφιλων της Κατερίνης και να πηγαίνουμε σε διάφορους αρχαιολογικούς χώρους και μετά να τρώμε στις παρακείμενες ψησταριές, ώσπου να εξαντλήσουμε τις ψησταριές της Πιερίας (και τις τσέπες μας). Εμένα, ειδικά αν με κερνάνε κάθε Κυριακή, με βολεύει, θα ζω από τα κυριακάτικα κοκορέτσια. Έτσι, ο σύλλογος αρχαιόφιλων θα γίνει σύλλογος ταβερνόφιλων και θα είμαστε όλοι ευχαριστημένοι και κυρίως οι ταβερνιάρηδες. Παράλληλα, θα προωθήσουμε τον πολιτισμό στην Κατερίνη, ο οποίος έχει αρχίσει να κάνει δειλά την εμφάνισή του: τα μπαρ και τα ξενύχτια έχουν γεμίσει με νέα και όμορφα παιδιά που παίζουν ωραία μουσική, σαξόφωνα, κιθάρες, τζαζ-ροκ κι ότι τραβάει η ψυχή σου. Σας λέω, δεν μπορούμε να αποφασίσουμε που θα πάμε.
Αυτά, σε γενικές γραμμές, λίγα, αλλά καλά. Όταν δεν προωθώ τη δουλειά μου, εννοείται πως διαβάζω, χτες πήγα στα γαλλικά κι άνοιξα το χρυσό μου και βγαίνανε, καλέ, από μέσα χείμαρρος, αφού λέω στη δασκάλα μου, εγώ τα είπα όλα αυτά; Κι αν ναι, πως; Α, όχι, το σωστό να λέγεται, μπορεί στα ρώσικα να είμαι ντουβάρι, αλλά στα γαλλικά πετάω. Ένα τελευταίο θα πω και θα πάω να φάω μια ροζ καρδούλα: είμαι βαθύτατα συγκινημένη που οι ακόλουθοί μου (χαχα, μα τι λέξη, ακόλουθοι, σε κάνει να νιώθεις βασίλισσα της βλακείας) έχουν αισίως φτάσει τους 106, με την προσθήκη διάφορων νεαρών κοπελούδων με απαστράπτον πνεύμα και εξίσου απαστράπτουσα πένα. Πριν από αυτό, ο εκατοστός αναγνώστης, συγγνώμη, ακόλουθος, πήρε το δώρο που παρήγγειλε, μια κουζίνα, οπότε αποφασίζω πως κάθε εκατό ακολούθους θα χαρίζω και το δώρο επιλογής του εκάστοτε ακολούθου που θα συμπληρώνει την εκατοντάδα. Μοναδική μας διαφήμιση το κατερχόμενο πλήθος. Σας χαιρετώ.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Δε μπορώ να βρω τίτλο ούτε τι μου φταίει.



Ο Γιάννης έχει πάει στη μιλόνγκα και υποσχέθηκε ότι θα έρθει στις 11.15 sharp (καλά, δε μου είπε sharp, ακριβώς μου είπε, απλά εγώ το λέω για να κάνω μόστρα) για να δούμε ταινία. Εσείς τον είδατε; Ούτε κι εγώ. Αλλά έτσι είναι, σου τρώνε τα καλύτερά σου χρόνια και μετά σε παρατάνε για μια μιλόνγκα και μερικές τανγκέρες. Τώρα, όλο και κάποιος τρελαμένος θα βρεθεί να μου πει πως είναι μόνο στο αρσενικό, tanguero. Σκοτίστηκα.
Παράλληλα, η τρύπα στον τοίχο συνεχίζει να υπάρχει, όπως και στην καρδιά μου, κι έχω βαρεθεί να πηγαίνω με το παλτό μου στην κουζίνα. Διότι ήταν να μας τα φέρουν τα παράθυρα προχτές, αλλά το προηγούμενο βράδυ μας πήρανε και μας είπανε πως λόγω της βροχής, δε θα κολλήσει η σιλικόνη (με σιλικόνη τα κολλάνε τα παράθυρα; Με αυτό το πιστόλι που έχω κι εγώ και κολλάω τα μήλα στο ρολόι της Όλγας; Να τους δώσω τη δική μου που στεγνώνει μια χαρά και με βροχή;) και θα μας τα φέρουνε όταν στεγνώσει ο καιρός. Δηλαδή το Μάιο, για τα γενέθλιά μου δώρο θα τα έχουμε τα παράθυρα. Ως τότε, βέβαια, θα έχουμε στεγνώσει κι εμείς από τους αέρηδες, σαν τους τσίρους. Επίσης, καταγγέλλω εδώ πως τζάμπα δε μας τα φέρανε την προκαθορισμένη μέρα, διότι τελικά μια χαρά λιακάδα είχε. Εγώ πιστεύω ότι μας κοροϊδεύουνε κι απλά δεν τα είχανε έτοιμα. Τελικά, πράγματι πρέπει όλα μόνος σου να τα κάνεις. Τόσες μέρες, θα είχα φτιάξει εγώ κάτι παράθυρα, να χαζεύεις.
Τώρα κάθομαι εδώ, στο ζεστό μισό του σπιτιού και χαζεύω στα craft-o-sites μου (καλό;) και για άλλη μια φορά σκέφτομαι ότι χαραμίζομαι. Χτες μου έλεγε ο Γιάννης (λίγο σας έπρηξα σήμερα με το Γιάννη; Τι να κάνω, hes my hero, έλεγα την άλλη φορά στον Παύλο ότι είναι τάβλα κι αυτός μη σας πω τι άκουσε κι εγώ προβληματίστηκα μπας και του το είπα στ’ αλήθεια αυτό που άκουσε και ξεφτιλιστήκαμε) ότι και να έλυνε το βιοποριστικό του πρόβλημα, διότι πρέπει να ξέρετε πως αυτό είναι το αγαπημένο μας θέμα: τι θα κάναμε αν είχαμε λυμένο το βιοποριστικό, έλεγε, λοιπόν, πως ακόμα και τότε θα συνέχιζε να φτιάχνει κοσμήματα. Εγώ απάντησα πως θα έραβα και θα έκανα χειροτεχνίες και θα έφτιαχνα κι ένα τέλειο, σούπερ οργανωμένο και πεντακάθαρο craft room, διότι σιγά που θα καθόμουνα να λιώνω στο διάβασμα (με αμφίβολα αποτελέσματα) αν δεν είχα ανάγκη να δουλέψω. Έτσι κι αλλιώς, το αν θα δουλέψεις τελικά ή όχι στη δουλειά μου (λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα ) είναι περισσότερο θέμα τύχης, παρά ικανότητας κι αυτό δεν είναι γκρίνια ούτε μιζέρια, είναι αντικειμενικό γεγονός. Άλλωστε, στις περισσότερες δουλειές συμβαίνει αυτό. Κι αν ήταν δείγμα απαισιοδοξίας αυτό που λέω, δε θα έκανα τίποτε από όσα κάνω γι’ αυτή τη δουλειά.
Αυτά με τη μίρλα της Κυριακής, που μου έχει μείνει κουσούρι από το σχολείο, όπου, ειδικά αν είχα πρώτη ώρα Μαθηματικά (μα ποιος σαδιστής έβαζε πρώτη ώρα Δευτέρας Μαθηματικά; Κανονικά έπρεπε να είχες το πολύ Αγγλικά), ήμουν ικανή να κοιμηθώ από τις 7 για να γλιτώσω τη μελαγχολία. Ας είναι. Ο κόσμος, στην πραγματικότητα, μας περιμένει, απλά δεν το ξέρει ακόμα. Αυτή τη βδομάδα θα ράψω όλα αυτά που θέλω κι ας πάνε στα κομμάτια και τα ρώσικα και τα γαλλικά (Χριστέ μου, στο γκουλάγκ θα με στείλει, τουλάχιστον να προλάβω να μάθω βελονάκι, να ‘χω κάτι να κάνω, να πουλάω και κάνα κασκόλ στους δεσμοφύλακες, να ‘χω καλύτερη μεταχείριση).

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Βιβλικές ιστορίες.



Αγαπώ τα βιβλία πάρα πολύ, τα αγαπώ σχεδόν όσο και τις χειροτεχνίες, μη σας πω και πιο πολύ, καθώς για να διαβάσω βιβλία βρίσκω χρόνο, για να κάνω χειροτεχνίες, δε βρίσκω, μόνο την τσέπη από το παλτό μου έραψα γιατί το χέρι έφτανε ως το στρίφωμα (μόνο το χέρι, τίποτε άλλο δε μπαίνει στη ρημάδα τσέπη). Νομίζω πως αν είχα πολλά λεφτά, θα τα ξόδευα κυρίως στα βιβλία κι ας πούνε οι haters (όπως έλεγε κι ένας φίλος μου στη Σχολή Ξεναγών) πως θα τα ξόδευα στα ρούχα. Εντάξει, θα έπαιρνα και λίγα ρούχα, αλλά νομίζω θα έπαιρνα πιο πολλά βιβλία. Όταν σκέφτομαι τι δώρο θα μπορούσα να κάνω σε κάποιον, κατευθείαν μου έρχεται το βιβλίο. Προχτές, πήγαμε να πάρουμε ένα δώρο με το Γιάννη και κολλήσαμε 3 τέταρτα στο ράφι με τα λευκώματα και μετά αναρωτιόμασταν αν μπορούμε να κάνουμε λίστα γάμου σε βιβλιοπωλείο. Θέλουμε όλα αυτά τα coffee table books, που τα λέει κι η αδερφή μου, η οποία νομίζει πως ζει στη Νέα Υόρκη τουλάχιστον, εγώ προσωπικά θέλω κι ένα δωμάτιο αρχαιολογικά και ταξιδιωτικά βιβλία και οδηγούς μουσείων και καταλόγους εκθέσεων. Παράλληλα, θέλω όλα τα πονήματα τουλάχιστον 5 συγγραφέων, που μου έρχονται έτσι πρόχειρα στο μυαλό. Άμα σκεφτώ, θα βρω κι άλλους.
Τα βιβλία είναι πολύ όμορφο πράμα, είναι σα να ταξιδεύεις χωρίς τα εισιτήρια (ο τζάμπας ζει), είναι σα να μπαίνεις σε άλλους κόσμους. «Τα μυθιστορήματα είναι ζωντανά. Ζουν στην άλλη πλευρά της ζωής μας και μας επηρεάζουν σαν καλοί φίλοι. Το έμαθα αυτό από το ίδιο μου το κορμί. Για δυο ώρες, για μια νύχτα, ζούμε σ’ αυτόν τον κόσμο. Είναι κοινοτοπία, έχει ειπωθεί ξανά και ξανά, αλλά είναι η αλήθεια.»
Ναι, καλά, πολύ θα ήθελα να το έχω γράψει εγώ αυτό, αλλά αυτοί είναι ευσεβείς πόθοι, η αλήθεια είναι πως το έγραψε μια γιαπωνέζα συγγραφέας (αυτοί οι γιαπωνέζοι είναι φοβεροί, είναι όλοι φίλοι μου και τους λατρεύω) και είναι ακριβώς αυτό που πιστεύω για τα βιβλία. Και για να μη νομίζετε πως τα θυμάμαι όλα όσα διαβάζω απέξω, έχω ένα αρχείο με τα βιβλία που έχω διαβάσει κι εκεί μέσα αντιγράφω κι ότι μου άρεσε από το κάθε βιβλίο. Το ξεκίνησα αυτό από τον Απρίλιο του 2010. Είμαι εντελώς άρρωστη, έτσι; Αυτή είμαι εγώ.
Επίσης, κάθε χρόνο κάνω τα καλλιστεία των βιβλίων που έχω διαβάσει-η ανωμαλία δεν έχει τέλος. Το 2010 κέρδισε «Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας» του Γουίλιαμ Θάκερεϊ (το γνωστό Vanity Fair-είδατε πόσα μαθαίνει κανείς από τα βιβλία; Είναι μαγικά, σας λέω) και το 2011 το «Νορβηγικό Δάσος» του Χαρούκι Μουρακάμι- αχ, ο Χαρούκις είναι ο έρωτάς μου και τώρα θα σας πω τι έχω πάθει: βγάζει ο Χαρούκις το καινούργιο του βιβλίο το «1Q84» και μου το παίρνει η Δώρα δώρο. Κατασυγκινημένη εγώ ανοίγω το θαύμα στα χέρια μου και βλέπω πως είναι ο δεύτερος τόμος και πώς να διαβάσω το δεύτερο τόμο αν δεν έχω διαβάσει τον πρώτο; Και τώρα κάθεται εκεί, στο ράφι της βιβλιοθήκης, και με κοροϊδεύει μέχρι να καταφέρω να πάρω τον πρώτο τόμο. Αφού χτες νευρίασα και το έβαλα ανάποδα, να μη το βλέπω και μπαίνω στον πειρασμό να το διαβάσω και χάσω την ομορφιά. Συνεχίζω. Το 2012, το καλύτερο που διάβασα ήταν «Η αηδονόπιτα», του Ισίδωρου Ζούργου, και το 2013 τώρα ξεκίνησε, έχουμε ακόμη μέλλον, αλλά διαβάζω τώρα το «Θεώρημα του παπαγάλου» κι έχω ενθουσιαστεί.
Τώρα θα αναρωτηθείτε (διότι παίρνω ως δεδομένο το ότι είστε ακόμα εδώ και παρακολουθείτε το παραλήρημα) που τα βρίσκω όλα αυτά τα βιβλία. Κυρίως τα κλέβω από διάφορα σπίτια στα οποία βρίσκομαι. Επίσης, τα δανείζομαι από τη δημοτική βιβλιοθήκη, το παλάτι των θησαυρών που είχα ανακαλύψει όταν ήμουν στη Δευτέρα Γυμνασίου, στη Λαμία. Εξαιρετικός θεσμός οι δημοτικές βιβλιοθήκες, ελπίζω να συνεχίσουν να υπάρχουν. Διότι, εγώ αγαπώ τα βιβλία, το χαρτί και τα τυπωμένα γράμματα, τα εξώφυλλα, τη σελιδοποίηση, τις υποσημειώσεις, τους σελιδοδείκτες, τους χρονολογικούς πίνακες στο τέλος και την αίσθηση του βιβλίου στο χέρι ή στην τσάντα μου. Δε μπορώ άμα μου λένε για ηλεκτρονικά βιβλία, τα ηλεκτρονικά βιβλία είναι το πιο απρόσωπο και ψυχρό και αντιφατικό και θλιβερό πράγμα που επινόησε ο άνθρωπος.
Λοιπόν, αυτά είχα να πω για τα βιβλία, που τα αγαπώ τόσο πολύ. Κι ενώ θα μπορούσα μέχρι μεθαύριο να σας λέω για διάφορα βιβλία που έχω διαβάσει, πείνασα, οπότε, ως υλιστής άνθρωπος που είμαι, θα πάω να πείσω το Γιάννη να φτιάξει κρέπες και θα κλείσω με κάτι που έγραψε η Μάργκαρετ Άτγουντ στην «Πηνελοπιάδα» της, δηλαδή την ιστορία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας από την πλευρά της Πηνελόπης. Τέλειο;
Λέει, λοιπόν, η Πηνελόπη, στην αρχή του βιβλίου: «Τώρα που όλοι οι άλλοι έχουν ξεθυμάνει, ήρθε η δική μου σειρά ν’ ασχοληθώ με την κατασκευή ιστοριών. Το χρωστάω στον εαυτό μου. Χρειάστηκε να δώσω μάχη με τον εαυτό μου για να τα καταφέρω: είναι πολύ ταπεινή τέχνη η αφήγηση. Αρέσει στις γριές, στους περιπλανώμενους ζητιάνους, στους τυφλούς τραγουδιστές, στις υπηρέτριες, στα παιδιά-σε ανθρώπους δηλαδή με άφθονο χρόνο στη διάθεσή τους.» και μετά τους ξεμπροστιάζει όλους.