Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Τσουνάμι.

Την είχα ξαναδεί αυτή την εικόνα. Μάρτυς μου ο θεός, κάπου την είχα ξαναδεί, στον ύπνο μου, στον ξύπνιο μου, στο σινεμά, δεν ξέρω.
Αλλά ήταν εκεί, στην αποθήκη της μνήμης μου. Μια κοπέλα στεκόταν ακουμπισμένη στο πεζούλι, ελαφρά είχε σκύψει μπροστά, χαλαρωμένη. Προφανώς ακουμπούσε το σαγόνι της στα χέρια της, οι αγκώνες ρουφούσαν τη ζεστασιά της πέτρας, η μέση είχε αφεθεί. Τα μαλλιά της, μαύρα και γυαλιστερά, κοράκια πετούσαν στον αέρα. Κοιτούσε την καλντέρα. Όπως εκατομμύρια άνθρωποι, ήταν απορροφημένη εκεί, σ’ αυτό το μπλε και σ’ εκείνα τα νησιά που μαυρολογάνε. Το κεφάλι της είχε γυρίσει λίγο προς τα δεξιά, γιατί προς τα εκεί έπεφτε ο ήλιος κι έβλεπα μια ιδέα από την κατατομή του θαύματος.
Αυτή η μύτη ήταν αξέχαστη, αυτά τα μαλλιά κι αυτή η φιγούρα. Προς στιγμήν, πάγωσα λίγο, γιατί μου πέρασε από το μυαλό πως ήταν μια κοπέλα από το παρελθόν ενός φίλου, αλλά γρήγορα γέλασα με τον εαυτό μου, διότι η κοπέλα εκείνη είχε χαθεί εδώ και αιώνες (συναισθηματικούς) στον ωκεανό που παρέσυρε τη ζωή εκείνου του φίλου μου.
Γύρισα και μπήκα στη ρεσεψιόν, χτυπούσε το τηλέφωνο, Σεπτέμβρη μήνα στην πιο διάσημη βραχονησίδα του κόσμου δεν αγνοείς το τηλέφωνο. Το σήκωσα και ετοιμάστηκα να ακούσω πάλι κάποια από τις εξωφρενικές απαιτήσεις των Ινδών της δεύτερης σουίτας, αυτοί οι άνθρωποι πραγματικά πίστευαν ή πως τους ανήκει ο κόσμος ή πως ήμουν παντοδύναμος. Δεν είχα ακόμα αποφασίσει τι από τα δύο συνέβαινε.
Ολόκληρη την υπόλοιπη μέρα την πέρασα καρφωμένος στην καρέκλα του παλιού μου αφεντικού, απαντώντας σε τηλεφωνήματα και μοιράζοντας πληροφορίες και εξυπηρετήσεις. Ξέχασα την εικόνα που είχα δει το πρωί, λίγο μόνο αναρωτήθηκα αν η κοπέλα έμενε στο ξενοδοχείο μας, αλλά δεν την ξαναείδα και, μέσα στον ορυμαγδό της μέρας, έφυγε πάλι από τη μνήμη μου.
Γενικώς, τα τελευταία 4 χρόνια, από τη στιγμή που ο κύριος Κώστας αποσύρθηκε και άφησε το ξενοδοχείο ολοκληρωτικά στα χέρια μου, σχεδόν τα πάντα φεύγουν από τη μνήμη μου, είναι τόσο απαιτητική αυτή η δουλειά, που δε σου μένει χρόνος όχι να σκεφτείς, ούτε να κοιτάξεις την καλντέρα, καμιά φορά λέω θα γυρίσω το κεφάλι μου, θα έχει ξεφυτρώσει κάνα καινούργιο νησί κι εγώ χαμπάρι δε θα έχω πάρει.
Και τώρα δηλαδή, που κάθομαι εδώ και αναπολώ όλα αυτά, καταχρώμαι την υπομονή της νύχτας, κανονικά πρέπει να πάω να πέσω, αλλά, όχι, εγώ κάθομαι ξύπνιος, πτώμα, έχω σβήσει τα φώτα, μη με δει κανένας πελάτης και του έρθει να με ρωτήσει αν θα έχει ηλιοβασίλεμα αύριο, και σκέφτομαι την εικόνα αυτή που είδα το πρωί, σκέφτομαι τη ζωή μου και τη ζωή του φίλου μου και φοβάμαι πως άλλο ένα κύμα έρχεται και που θα μας πάει.

Ξέρετε, όταν ζεις στη Σαντορίνη, σκέφτεσαι συχνά τα κύματα και τις εκρήξεις.