Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Ο Γιάννης ο φονιάς.

Χτες τεμπέλιασα μέχρι θανάτου.
Θυμάστε που λέγαμε την άλλη φορά για τα ρεζολούσιον του νέου χρόνου; Ένα από αυτά ήταν πως θα ήθελα κάπως έτσι να διαμορφώσω τις μέρες μου: κάθε μέρα να κάνω κάτι χρήσιμο για τη δουλειά μου, κάτι καλό για το σώμα μου, κάτι δημιουργικό και κάτι που να ανατάσσει το πνεύμα μου. Μουαχαχαχαχα.
Ε, χτες, ήταν το ακριβώς αντίθετο. Δεν πειράζει, λέω στον εαυτό μου, εκείνο τον ξινό, λέτε να έχω μια τάση, έτσι, διπλού εαυτού, σχιζοφρένειας, διπολισμού σε ελαφρά μορφή, κάτι τέτοιο; Συχνά, μιλώ με τον εαυτό μου, τον αντιπαθώ και τον κατηγορώ, και ταυτόχρονα τον συμπονώ, τον αγαπώ και τον παρηγορώ. Τρελή; Καθόλου ορθή πολιτικά λέξη, αυτή έχω όμως, και αυτό είναι κι ένα άλλο θέμα, δηλαδή φτάνει πια μ’ αυτή τη δικτατορία των πολιτικά ορθών λέξεων, το ένα είναι προσβλητικό, το άλλο είναι αντικοινωνικό, το τρίτο είναι παρωχημένο, έλεος πια, ο Αριστοφάνης θαρρείτε δεν έβριζε στα έργα του, δεν έλεγε χοντρός, άσχημος, βάρβαρος, τσούλα, δεν ξέρω γω τι; Έλεγε, όλα τα έλεγε, κι άμα άκουγε περί πολιτικά ορθού, στα μούτρα μας θα γελούσε, το θέμα δεν είναι η λέξη που χρησιμοποιείς, όχι πάντα τουλάχιστον, είναι και το συμφραζόμενο, το ύφος σου, αυτό που κρύβεις πίσω από τη λέξη, η μενταλιτέ σου, που λέμε οι γαλλοτραφείς, η νοοτροπία σου, που όσο κι αν την κρύψεις πίσω από στρογγυλεμένους όρους και πολιτικά ορθές λέξεις, θα τη βγάλει τη λαδίλα και τη βρώμα της, σαν τη ζύμη από τα μελομακάρονα που αν βάλεις περισσότερο λάδι, θα ξεχυθεί στο ταψί.
Παναγία μου, πως έφτασα στα μελομακάρονα; Δεν ξέρω.
Εν πάση περιπτώσει, έλεγα το λοιπό ότι χτες τεμπέλιασα μέχρι αηδίας, οπότε σήμερα ήθελα να αναπληρώσω κι εκτός του ότι έχω βάλει μπρος και ανανεώνω κάτι παπούτσια, που κάθονταν άχρηστα, είπα να γράψω και κάτι να ξαλεγράρουμε, άκουγα λοιπόν αυτό το τραγούδι στο ραδιόφωνο, Ο Γιάννης ο φονιάς, το ξέρετε; Του Χατζιδάκι δεν είναι; Και οι στίχοι του Γκάτσου, καλά τα λέω; Δεν είμαι σίγουρη. Τέλος πάντων, το άκουγα, ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη, και όπως κάθε φορά που το ακούω, αναρωτήθηκα αν κρύβεται κάποια ιστορία πίσω από αυτό το τραγούδι και ποια είναι αυτή.
Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη.
Μάνι μάνι, έχουμε εδώ το Γιάννη, που εξαρχής και δίχως καμία πολιτική ορθότητα, μας συστήνεται ως δολοφόνος, μαθαίνουμε και την καταγωγή του, που να μένει άραγε ο Γιάννης, στην Πάτρα; Ή σε κάνα χωριό εκεί κοντά στο Μεσολόγγι; Δεν τον αντιπαθούμε, όμως, καθόλου, μολονότι είναι φονιάς, έτσι δεν είναι;
Προχτές την Κυριακή, μετά τη φυλακή, επέρασ’ απ΄το σπίτι.
Δε θα μιλήσω για το στίχο, την ομηρική οικονομία και την άψογη ρίμα, ας παρακολουθούσατε στα Κείμενα στο σχολείο, αλλά για δες, ρε παιδί μου, την Κυριακή, μετά τη φυλακή, πως λέμε μετά την εκκλησία, τελείως φυσιολογικό, έτσι, μήπως η φυλακή δεν ήταν μόνο για τους κακούς και τους εγκληματίες αλλά καμιά φορά και για τους λεβέντες; Κι ο Γιάννης, με τι θάρρος και τι μούτρα πήγε στο σπίτι αυτό μόλις βγήκε από τη φυλακή; Μπας και ήταν φιλικό, γνωστό σπίτι, που είχε την οικειότητα.
Του βγάλαμε γλυκό, του βγάλαμε και μέντα, μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα.
Αυτός που διηγείται είναι μέλος της οικογένειας, μιλάει στο πρώτο πληθυντικό. Τι ωραία και κανονική εικόνα, γλυκό και λικεράκι, σχεδόν το βλέπεις μπροστά σου το τυπικό ελληνικό σαλόνι, το μεγάλο τραπέζι, γύρω γύρω καθισμένοι όλοι, σίγουρα με τα καλά τους, κι επάνω στο τραπέζι το γλυκό και το λικέρ. Αλλά για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, κουβέντα! Κι αυτή η λέξη. Φονικό. Καταπληκτική λέξη, δυνατή. Εξίσου τυπική ελληνική αντίδραση. Κάνουμε ότι δε συμβαίνει τίποτα. Τρώμε το γλυκό μας και γι’ αυτό που μας καίει όλους, για κάποιο λόγο που ο ποιητής δε μας λέει ή ίσως μας λέει, κουβέντα.
Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα, του φίλησε βουβά τα χέρια τα’ ακριβά και βγήκε από τη σάλα.
Όπα, εδώ ξεκινάει η δράση. Το ταμπλό βιβάν του σαλονιού ζωντάνεψε. Καλά, περιττό να σας πω ότι μέχρι να καταλάβω ότι λέει το Φροσί, είχα ακούσει διάφορα άσχετα, το δροσί (βρέχει, έλεγα), το κρασί(;;;;), διάφορα. Προφανώς, το Φροσί είναι μια κοπέλα, με γαλάζια μάτια, κλαμένη. Πως σε μια φράση ξέρουμε τόσα γι’ αυτή την κοπέλα, αυτή είναι η λογοτεχνία, αγαπημένοι μου. Είναι νέα, γι’ αυτό το όνομά της είναι ουδέτερο ακόμα, κορίτσι, το Φροσί, έχει γαλάζια μάτια, πιθανώς όμορφα, σίγουρα μεγάλα. Και κλαίει, όχι όμως δυνατά, με λυγμούς, κλαίει συγκρατημένα, σα να έχει πάρει την απόφασή της, ένα δάκρυ έχει στα μάτια, δε χτυπιέται, δεν οδύρεται. Γιατί κλαίει; Κάτι θα έχει να κάνει με το Γιάννη το φονιά. Τον αγαπά; Τον μισεί; Μπα. Τον αγαπά μάλλον, αφού του φίλησε τα χέρια, που είναι και ακριβά, πολύτιμα.
Μετά, έφυγε από τη σκηνή. Αποχωρεί. Κι αφήνει τους υπόλοιπους να αναρωτιούνται και να υποφέρουν.
Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει κι ούτε ένας συγγενής να πει δε βρήκε λέξη.
Κι άλλα στοιχεία για την ιστορία. Είναι πολλοί εκεί μαζεμένοι, διάφοροι συγγενείς, κι όλοι ξέρουν την ιστορία εκτός από εμάς. Πως ο ποιητής φτιάχνει ένα σύμπαν, ξεχωριστό, συμπαγές, κι εμείς το βλέπουμε μεν, αλλά δε μπορούμε να μπούμε, μόνο αντιλαμβανόμαστε τα συναισθήματα. Τόσο μεγάλος πόνος που δεν αντέχεται και κανείς δε μιλάει, τι να πούνε άλλωστε, στις μεγάλες τραγωδίες δε μπορείς να μιλήσεις.
Κι ο Γιάννης ο φονιάς, στην άκρη της γωνιάς, με του καημού τ’ αγκάθι, θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη.
Και ξαναγυρίζουμε στον άλλο ήρωα της ιστορίας, το φονιά, που είναι τελείως απομονωμένος, όχι απλά στη γωνία, αλλά στην άκρη της γωνιάς, τέλεια απομόνωση, προφανώς ψυχική. Κι έχει κι ένα αγκάθι στην ψυχή, τι είναι αυτό το αγκάθι; Την αγαπά κι αυτός τη Φρόσω; Ε, μάλλον. Κι είχανε και κάτι όνειρα μαζί, που χάθηκαν, κοιτούσαν κάποτε το φεγγάρι μαζί. Ίσως τα είχε ξεχάσει κάποτε όλα αυτά ο Γιάννης, αλλά να που τώρα τα θυμήθηκε ξανά.
Ρε παιδιά, ταινία ολόκληρη φτιάχνεις απ’ αυτό το τραγούδι. Εγώ σκεφτόμουν πως αυτός σκότωσε κάποιον που της είχε κάνει κακό, σ’ αυτήν ή στην οικογένειά της. Τον σκότωσε γιατί την αγαπούσε, ίσως ήταν ήδη αρραβωνιασμένοι; Γι’ αυτό είναι ακριβά τα χέρια του. Μετά όμως μπήκε στη φυλακή, και όλα τέλειωσαν. Αυτή ίσως παντρεύτηκε κάποιον άλλον, πάντως μαζί δεν μπορούν να είναι, ακόμα και για κοινωνικούς λόγους. Του βγάλαμε γλυκό και μέντα του φονιά, δε θα τον κάνουμε και γαμπρό! Τον ευγνωμονούμε μεν που μας απάλλαξε από το σκοτωμένο, αλλά ως εκεί.
Αυτά σκεφτόμουν, κι έλεγα μα πως τα χώρεσε όλα σε δεκαπέντε γραμμές, εδώ εγώ έχω γράψει τρεις σελίδες. Είναι σα να βλέπεις θέατρο, αυτά τα βαριά, λιτά θεατρικά, που με μια καρέκλα κι ένα τραπέζι ξεδιπλώνουν ζωές. Κι η αυλαία πέφτει, με το φονιά σκυφτό στη γωνιά, να αναλογίζεται τα περασμένα, ίσως να αναρωτιέται, μήπως απλά έπρεπε να πάρει το Φροσί και να φύγουν.
Μετά από όλα αυτά, έψαξα λίγο στο ιντερνέτ και βρήκα ότι υπάρχουν διάφορες εκδοχές σχετικά με την ταυτότητα του φονιά. Η επικρατούσα, ή τουλάχιστον αυτή που βρήκα εγώ, αν εσείς ξέρετε κάτι άλλο, πείτε το, λέει πως ο Γιάννης πήρε πάνω του τη δολοφονία που έκανε ο αδερφός του. Το φονικό έγινε για λόγους τιμής, αλλά ο αδερφός είχε 4 παιδιά και ο Γιάννης πήρε την ευθύνη για να μη μείνουν ορφανά τα παιδιά. Μπήκε το λοιπό στη φυλακή, αλλά μετά δε μπορούσε απλά να συνεχίσει τη ζωή του, μολονότι προφανώς το Φροσί δεν θα είχε κανένα πρόβλημα, αλλά εξίσου προφανώς η κοινωνία της εποχής θα είχε πολλά προβλήματα και δεν τα έβαζες έτσι εύκολα με την κοινωνία εκείνης της εποχής.
Λοιπόν αυτά, με το Γιάννη το φονιά. Ξαλεγράραμε, έτσι; Με συμπαθάτε, αλλά θα έσκαγα αν δεν τα έλεγα, εντάξει, αυτό μου συμβαίνει συνήθως. Πάω να αποτελειώσω εκείνα τα παπούτσια.

Σας αγαπώ και μου λείπετε όλοι, κι εσείς και τα μωρά σας.

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Ρεζολούσιον.

Τέταρτη μέρα του καινούργιου χρόνου και τουλάχιστον έχω κρατήσει ένα ρεζολούσιον για το νέο έτος: πήγα για τρέξιμο. Τι καταναγκασμός κι αυτά τα ρεζολούσιον και οι στόχοι, δε με παρατάτε, βαριέμαι να έχω στόχους, γίνεται να ζω απλώς; Δε γίνεται, στο λέω εγώ, απαντά ο άλλος μου εαυτός, ψυχαναγκαστικός, καταναγκαστικός, ξινός και τυπολάτρης, και με σκουντάει το πρωί στις έξι, ξύπνα, μαρή, να πας να τρέξεις, έχεις δυο βδομάδες να τρέξεις, μου θες και μαραθώνιο, έφαγες τη μισή βασιλόπιτα μόνη σου και θα την ξανάτρωγες άνετα, ξύπνα, λέμε, πέρασε η ώρα! Και ξυπνάω η έρμη, έρμαιο του άλλου μου εαυτού και πάω και τρέχω γύρω γύρω στο γήπεδο, σαν το χαμστεράκι, φυσάω συννεφάκια από την ανάσα μου στον κρύο αέρα, νιώθω όλους τους μυς να κουνιούνται, να τεντώνονται, νιώθω το αίμα να κυλάει, τον ιδρώτα να τρέχει στην πλάτη και νιώθω ζωντανή και καταλαβαίνω γιατί σηκώνομαι αχάραγα να πάω να τρέξω. Γιατί έτσι νιώθω ζωντανή. Γιατί άμα δε βρεις έναν τρόπο να νιώθεις ζωντανός, τι νόημα έχει;
Λαϊκή απαίτηση με ξανάφερε εδώ, αγαπημένοι μου, να αντιμετωπίσω τη λευκή σελίδα και να αποδείξω πως δε λειτουργούν μόνο των ποδιών μου οι μυς, αλλά και των δαχτύλων. Ελπίζω το νέο έτος να σας έχει βρει καλά και οι ζωές σας να κυλούν αν μη τι άλλο, ανεκτά. Ε, που φτάσαμε, Παναγιά μου, να είναι ευχή το ανεκτά, ε, όχι, το λοιπό, ελπίζω οι ζωές σας να κυλούν εκστατικά ευτυχισμένες, που έλεγε κι εκείνη η άλλη, φίλοι μου.
Η δική μου ζωή κυλάει ως συνήθως: εντελώς ανώμαλα. Δε βαριέσαι. Πέτρα που κυλά ποτέ δε χορταριάζει. Προς το παρόν, περπατάω στην Αθήνα, μπαινοβγαίνω ορμητικά στο μετρό, μετράω τα χιλιόμετρά μου, μαλώνω με την Ούρσουλα και συνηθίζω το καινούργιο σπίτι.
Θα σας γράψω σήμερα για τα βιβλία που διάβασα τον περασμένο χρόνο, θα έλεγε κανείς ότι τα βιβλία είναι το μόνο που μας έχει απομείνει, αλλά όχι, έχουμε ακόμα πολλά να υπερασπιστούμε. Με περηφάνια μου βλέπω ότι διάβασα 41 βιβλία το χρόνο που μας πέρασε, καλά, μην τρελαίνεστε, είχα και 2 οχτάωρα στο καράβι και κάτι τρένα κλπ, άρα βγαίνει άνετα, μη νομίζετε. Δεν ξέρω ποιο να διαλέξω, θα βγάλω τρία κορυφαία, με πόνο ψυχής, τα υπόλοιπα θα κλαίνε.
Ε, λοιπόν, το καλύτερο βιβλίο που διάβασα φέτος νομίζω πως ήταν η Υποταγή, του Μισέλ Ουελμπέκ. Το βιβλίο μιλάει για ένα μέλλον ευρωπαϊκό, όπου η Γαλλία αποκτά νομίμως εκλεγμένο μουσουλμάνο πρόεδρο και ενώ όλα μένουν ίδια, όλα αλλάζουν, υπογείως, μαλακά, αβίαστα, ανύποπτα, αμείλικτα. Ο κεντρικός ήρωας, καθηγητής πανεπιστημίου, περιφέρεται ασκόπως στο Παρίσι, εν τω μέσω της γαλλικής διανόησης και της πνευματικής ελίτ, η οποία ωστόσο χάνει κάθε μάχη, πιεζόμενη από τη μουσουλμανική κοινότητα, με όλους τους συγκεκριμένους κανόνες. Στο τέλος, ο καθηγητής, σας λέω το τέλος, γιατί το θέμα δεν είναι τι γίνεται στο τέλος, παρά τι γίνεται στην κοινωνία και την ψυχή του ήρωα, στο τέλος, λοιπόν, αυτός υποκύπτει, γίνεται μουσουλμάνος, δέχεται τρεις συζύγους και κρατάει την έδρα του. Δε θέλω να με παρεξηγήσετε. Το βιβλίο, και αυτό είναι η τέχνη του συγγραφέα, δεν παίρνει θέση. Δε λέει, ήρθαν οι μουσουλμάνοι και τα διέλυσαν όλα, ούτε λέει ήρθε το Ισλάμ και μας έσωσε από τη ματαιότητα του κόσμου. Το βιβλίο απλά περιγράφει μια πιθανότητα, με μεγάλη αληθοφάνεια και ηρεμία και προσπαθεί να προβλέψει την αντίδραση της κοινωνίας. Εξαιρετικά ενδιαφέρον και τώρα ακόμα περισσότερο. Οπωσδήποτε να το διαβάσετε.
Ένα άλλο βιβλίο που διάβασα και με συγκλόνισε ήταν η Πατρική κληρονομιά, του Φίλιπ Ροθ. Αυτοβιογραφικό, μιλάει για την περίοδο της ασθένειας του πατέρα του συγγραφέα και τελικά για το θάνατό του. Συγγραφικά, το φοβερό είναι πως καταφέρνει να απομονώσει το γεγονός. Η αρρώστια κράτησε κοντά δυο χρόνια και φυσικά, μέσα σε αυτό το διάστημα πολλά άλλα συνέβησαν στη ζωή του Ροθ, αυτός όμως περιγράφει αποκλειστικά και μόνο την ασθένεια του μπαμπά του και τα συναισθήματα που του γεννούσε και τις αλλαγές που επέφερε. Αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο, πόσες φορές μια απλή ιστορία διηγούμαστε και απεραντολογούμε, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για ένα βιβλίο. Συναισθηματικά, εντάξει, ο τύπος μιλάει για το θάνατο του πατέρα του, υπάρχει καμία περίπτωση να μην ταυτιστείς, έστω κι αν δεν είσαι άντρας, Αμερικάνος, Εβραίος; Όχι. Δεν υπάρχει. Βιβλίο διαμάντι, υπόδειγμα συγγραφικής τέχνης, γλώσσα πραγματικά άψογη, κι έτσι αντιλαμβάνεσαι γιατί κάποιοι συγγραφείς θεωρούνται κορυφαίοι.
Και το τρίτο βιβλίο της χρονιάς, ω της έκπληξης, δεν είναι Χαρούκι. Είναι ένας Αφρικάνος, ο Τσιγκόζιε Ομπιόμα και Οι ψαράδες του. Μια αφρικανική οικογένεια υποφέρει μέχρι θανάτου, στην κυριολεξία, λόγω μιας ανόητης προφητείας που ξεστομίζει ο τρελός του χωριού. Τα αδέρφια σφάζονται αναμετάξυ τους και η οικογένεια, από την ευμάρεια, την όμορφη καθημερινότητα και την αγάπη, κυλιέται στη φτώχεια, την κοινωνική απαξίωση και το ανεξήγητο μίσος. Δεν ξέρω ποιο είναι ακριβώς το θέμα αυτού του βιβλίου, η δεισιδαιμονία, η αμορφωσιά, η ευπιστία της κλειστής χωριάτικης κοινωνίας, τόσο όμοιας με την ελληνική; Το πόσο εύθραυστες και απροστάτευτες είναι τελικά οι σχέσεις των ανθρώπων; Το τυχαίο που κυριαρχεί στις ζωές μας; Η ευκολία με την οποία αφηνόμαστε στο κακό; Ότι κι αν είναι, περιγράφεται πολύ ωραία, μέσα στη σκόνη και τη ζέστη του μικρού αφρικάνικου χωριού.
Για άλλη μια φορά, τα βιβλία με οδήγησαν εδώ. Ελπίζω φέτος να διαβάσω άλλα τόσα και να βρω πολλές ωραίες σελίδες να με συντροφέψουν στα τρεξίματά μου γύρω από το στάδιο. Ελπίζω κι εσείς, αγαπημένοι μου, να μη με έχετε ξεχάσει τελείως και να βρείτε κι εσείς ωραίες σελίδες στο βιβλίο σας.

Σας αγαπώ και μου λείπετε όλοι, κι εσείς και τα μωρά σας.