Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Walking babies.



Εδώ είμαι. Έβαλα αυτό το πράμα που έφτιαξα στο φούρνο με τη φλούδα ελπίδα να γίνει έτσι, άφησα την κουζίνα σαν την πλατεία Ταχρίρ, πήρα μια φέτα με τη μαρμελάδα βερίκοκο της θείας της Βίβιαν κι ήρθα. Σαν τον Αι Βασίλη. Μετά από μία αιωνιότητα και 23 μέρες.Να, σας έβαλα και το στολισμένο τοίχο μας, να σας εξευμενίσω. Δέντρο δε στολίσαμε, τι χίπστερς θα ήμασταν αν στολίζαμε δέντρο. Στολίσαμε τοίχο.
Τα Χριστούγεννα πέρασαν και δεν ακούμπησαν, παρά μόνο τις κοιλιές μας. Ζήσαμε σουρεαλιστικές στιγμές. Ο Γιάννης, μακάριος ως οι πτωχοί τω πνεύματι, έπαιζε μια πολεμόχαρη ανοησία στον υπολογιστή ή κοιμόταν ή έτρωγε, ενώ οι υπόλοιποι κυνηγούσαμε την Εμμανουέλα να μη βουτήξει μπηχτοκέφαλη στη λεκάνη της τουαλέτας (το μωρό Trainspotting, που είπε κι η Δώρα) και τον Τριαντάφυλλο να μη χωθεί στο φούρνο-λέτε το παιδί να έχει οράματα κι εμείς να το εμποδίζουμε από την κλίση του και το δρόμο προς την αθανασία; Πάντως, αυτά δεν είμαι σίγουρη πως είναι παιδιά: σε ακολουθούν όπου πας, σα μικρά ζόμπι, σέρνοντας την πετσέτα της κουζίνας ή το τηλεκοντρόλ. Αρχικά, έρχεται μόνο το ένα, αλλά ξέρεις πως μετά από λίγα λεπτά θα εμφανιστεί αθόρυβο και παραπαίον και το άλλο. Αν έχεις αμφιβολίες για το ότι είναι μικρά ζόμπι, σου διαλύονται όταν  τολμήσεις να βάλεις κάτι στο στόμα σου. Παρατάνε ότι κάνουνε και σε τριγυρίζουν απειλητικά, μιρλίζοντας και βγάζοντας σάλια μέχρι να τους δώσεις αυτό που τρως. Η Εμμανουέλα τρέχει με τη γλώσσα έξω κι ο Τριαντάφυλλος σε κοιτάει στην κυριολεξία στο στόμα. Αν δεν τους δώσεις, τα βλέπεις στον ύπνο σου το βράδυ.
(Καλά, αυτή η μαρμελάδα είναι καταπληκτική.  Μήπως να πάω το βάζο το βράδυ, γιατί αυτό το πράμα στο φούρνο δεν το βλέπω;)
Οι χριστουγεννιάτικες περιπέτειες συνεχίστηκαν στην τράπεζα. Πήγα δύο μέρες σερί για να πληρώσω την τελευταία δόση της εφορίας. Όχι, δεν έχω e-banking, ναι, ζω πίσω από τον ήλιο, μη με πρήξετε όλοι οι hackers στη ζωή μου. Την πρώτη μέρα είχα το νούμερο 578 κι ήταν στο 194. Διάβασα την Πάπισσα Ιωάννα ολόκληρη (στην καθαρεύουσα), έκανα πέντε άλλες δουλειές και μετά παραιτήθηκα. Τη δεύτερη μέρα, πήγα αποφασισμένη. Είχα το νούμερο 464. Η ουρά έφτανε όχι μέχρι απέναντι, μέχρι τους πρόποδες του Ολύμπου έφτανε. Μέσα στην τράπεζα, πανηγύρι. Άλλος έτρωγε, άλλος φλυαρούσε στο κινητό, ένας έλυνε σταυρόλεξα, νομίζω πήρε το μάτι μου κι έναν που έβλεπε ταινία στον υπολογιστή. Απ’ έξω, κάπνιζαν και κατά καιρούς χειρονομούσαν ακατάληπτα ώστε οι από μέσα να τους πούνε σε ποιο νούμερο έχει φτάσει. Πήγα σπίτι, έβαλα σκούπα, έπλυνα τα πιάτα, τίποτα. Είχα ακόμα 150 νούμερα μπροστά. Βγαίνοντας (πάτα το κουμπί, περίμενε, άνοιξε την πόρτα, κλείσε, πάτα το άλλο κουμπί, ξαναπερίμενε, βγες) ένας μπάρμπας μου έδωσε συνομωτικά το νούμερο 550 και μου έκλεισε το μάτι. Σιγά το 550, πήγα να του πω. Ξαναμπαίνω (πάτα κουμπί κλπ, έτσι;) και σκέφτομαι να σταθώ στη μέση και να φωνάξω «έχω ένα 550 10 ευρώ, ποιος το θέλει;» αλλά δεν το έκανα, το πάσαρα κρυφά σε ένα συμπαθητικό νεαρό. Με τούτα και με κείνα κόντευε το 464, οπότε στάθηκα πάνω από μία κυρία που έπλεκε, να της μετράω τους πόντους, πλήρωσα τη δόση μου κι έφυγα ξαλαφρωμένη. Δε θέλω να ξεκινήσει με χρέη το 2013, καταλαβαίνετε.
Το βράδυ είδαμε την απόλυτη χριστουγεννιάτικη ταινία, το Χόμπιτ. Πολύ ωραίο, μου είχανε λείψει τα πράσινα λιβάδια, οι δράκοι, τα μαγικά σπαθιά κι ο Γκάνταλφ. Ο Γιάννης έφαγε 2 κιλά νάτσος και μετά τον έπιασε η κοιλιά του, ο Παύλος έφαγε 2 κιλά ποπκορν, γιατί κάνουν καλό στο συνάχι κι εγώ γελούσα μόνη μου, γιατί θυμόμουν που έλεγα Ορκ μία που δε χώνευα στο νησί. Στις μάχες κοιμήθηκα, εννοείται. Ένα περίεργο πράμα, όμως, πως νιώθω ότι τελείωσε η μάχη και ξυπνάω κι έτσι δε χάνω τη συνέχεια, δε θα το καταλάβω ποτέ.Πετυχημένο, πάντως. Και κοιμάσαι, ξεκουράζεσαι και φρέσκος συνεχίζεις και δε χάνεις και την ιστορία.
Μου άρεσαν το φετινά Χριστούγεννα κι ας κυνηγούσα τα μικρά ζόμπι. Θα μου άρεσαν περισσότερο, αν δεν υπήρχε στο μαγαζί κάτω από το μπαλκόνι μας ένας Αι Βασίλης που παίζει το σαξόφωνό του όλη μέρα, το ίδιο τραγούδι, και μου ‘ρχεται να τον κλωτσήσω, μου έχει σπάσει τα νεύρα. Ο Γιάννης λέει πως θέλει να κατουρήσει μέσα στο σαξόφωνο, αλλά εγώ του λέω ας είμαστε υπομονετικοί, χρονιάρες μέρες.
Λοιπόν, ελπίζω να σας άρεσαν κι εσάς τα φετινά Χριστούγεννα. Για την Πρωτοχρονιά, η μόνη συμβουλή που έχω να σας δώσω είναι να φορέσετε κόκκινο βρακί. Πάω να δω το κατασκεύασμα στο φούρνο.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Επηρεάστηκα.



Χθες το πρωί σκοτώθηκε μια παλιά φίλη και συνεργάτιδα του Γιάννη, στη Θεσσαλονίκη. Μπορεί και να το ακούσατε, εκείνη η δασκάλα στην Τούμπα, που ανέβηκε στη στέγη να στολίσει το σχολείο της κι έπεσε από ύψος 10 μέτρων. Εγώ την είχα συναντήσει μία ή δύο φορές, δεν τη θυμάμαι πολύ καλά, αλλά ο Γιάννης την εκτιμούσε και την αγαπούσε, είχαν συνεργαστεί για πολύ καιρό. Μιλούσε πάντα γι’ αυτήν με θαυμασμό, έλεγε πως είναι πολύ δημιουργική και φτιάχνει εξαιρετικά πράγματα.
Στο εργαστήριό του έχει μια φωτογραφία της, που μου έκανε πάντα μεγάλη εντύπωση, από την πρώτη στιγμή που την είδα. Δείχνει την ίδια, σε νεαρή ηλικία, να κρατάει στην αγκαλιά της ένα χαριτωμένο μωράκι και να τη λούζει ένα φως από το παράθυρο. Έχει μακριά κατσαρά μαλλιά και κοιτάει το ξανθό μωράκι όλο προσμονή. Φαντάζεται κανείς πως είναι το παιδάκι της ή το βαφτιστήρι της ή κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα, είναι η ίδια. Η φωτογραφία είναι μοντάζ (πολύ πετυχημένο, πραγματικά), η κοπέλα κρατάει στην αγκαλιά της το μωρό που ήταν κάποτε η ίδια.
Πόσα θα μπορούσε κανείς να πει για μια τέτοια φωτογραφία; Το παρόν που κρατάει το παρελθόν. Ο εαυτός που περιμένει από τον εαυτό να μεγαλώσει, να φτάσει, να γίνει. Τα σχέδια που συναντώνται. Πως είμαστε όλοι αυτό που ήμασταν κι αυτό που θα είμαστε, ταυτόχρονα. Η τρυφερότητα που πρέπει να έχουμε για εκείνο το μωρό που ήμασταν. Ακόμα και το φως στη φωτογραφία είναι συμβολικό-ή έτσι μου φαινόταν εμένα πάντα. Μια φορά, ρώτησα το Γιάννη γιατί έχει αυτή τη φωτογραφία στο εργαστήριο και μου είπε, έτσι, μου αρέσει πολύ.
Και τώρα, αναπόδραστα σκέφτομαι πως δεν υπάρχει πια το μωράκι ούτε η κοπέλα που το κρατούσε. Δεν ξέρω πως διαχειρίζεσαι κάτι τέτοιο, δόξα στο σύμπαν, στο θεό, στο βούδα, σε όποιον θέλετε, δεν έχω ανοίξει αυτή την πόρτα. Ξέρω, ωστόσο, πως όταν κοιτάς από μακριά, ακόμα κι έτσι, σε επηρεάζει. Βάζεις εκεί τον εαυτό σου, αναλογίζεσαι τους δικούς σου αγαπημένους και τη δική σου μοίρα. Αυτό που λένε «δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει»; Ε, αυτό.
Κι όταν όλες αυτές οι σκέψεις περνάνε από το μυαλό σου, τι κάνεις; Δεν ξέρω, προετοιμάζεσαι-αν είναι δυνατόν. Ζεις-όσο και όπως μπορείς. Αγκαλιάζεις και ευγνωμονείς, ίσως. Σίγουρα αγαπάς κι ελπίζεις. Μες στον ορυμαγδό του κόσμου, είναι δύσκολο να θυμάσαι να ζεις και να ευγνωμονείς και ν’ αγαπάς-ήρεμα, σταθερά και αναλλοίωτα, σα να μην υπάρχει αύριο: πάντα υπάρχει το αύριο, αμείλικτο και απειλητικό σε καταδιώκει.
Μερικές φορές, όμως, έχω μια αίσθηση, έτσι, έρχεται και ξαναφεύγει αμέσως, πως μόνο αυτό έχει σημασία και στέκομαι για μισό δευτερόλεπτο περίπου και κάνω το σταυρό μου (ότι κι αν σημαίνει αυτή η έκφραση, κοιτάω πάνω, κάτω, μέσα μου ή δεν κοιτάω) και μετά την ξεχνάω πάλι αυτή την αίσθηση και δε ζω ούτε ευγνωμονώ ούτε αγαπώ. Ώσπου συμβαίνει κάτι σαν αυτό το θάνατο και μου ξανάρχεται η αίσθηση. Κι έτσι, με ανύποπτες στιγμές συνειδητοποίησης, περνάνε όλες οι άλλες.