Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Walking babies.



Εδώ είμαι. Έβαλα αυτό το πράμα που έφτιαξα στο φούρνο με τη φλούδα ελπίδα να γίνει έτσι, άφησα την κουζίνα σαν την πλατεία Ταχρίρ, πήρα μια φέτα με τη μαρμελάδα βερίκοκο της θείας της Βίβιαν κι ήρθα. Σαν τον Αι Βασίλη. Μετά από μία αιωνιότητα και 23 μέρες.Να, σας έβαλα και το στολισμένο τοίχο μας, να σας εξευμενίσω. Δέντρο δε στολίσαμε, τι χίπστερς θα ήμασταν αν στολίζαμε δέντρο. Στολίσαμε τοίχο.
Τα Χριστούγεννα πέρασαν και δεν ακούμπησαν, παρά μόνο τις κοιλιές μας. Ζήσαμε σουρεαλιστικές στιγμές. Ο Γιάννης, μακάριος ως οι πτωχοί τω πνεύματι, έπαιζε μια πολεμόχαρη ανοησία στον υπολογιστή ή κοιμόταν ή έτρωγε, ενώ οι υπόλοιποι κυνηγούσαμε την Εμμανουέλα να μη βουτήξει μπηχτοκέφαλη στη λεκάνη της τουαλέτας (το μωρό Trainspotting, που είπε κι η Δώρα) και τον Τριαντάφυλλο να μη χωθεί στο φούρνο-λέτε το παιδί να έχει οράματα κι εμείς να το εμποδίζουμε από την κλίση του και το δρόμο προς την αθανασία; Πάντως, αυτά δεν είμαι σίγουρη πως είναι παιδιά: σε ακολουθούν όπου πας, σα μικρά ζόμπι, σέρνοντας την πετσέτα της κουζίνας ή το τηλεκοντρόλ. Αρχικά, έρχεται μόνο το ένα, αλλά ξέρεις πως μετά από λίγα λεπτά θα εμφανιστεί αθόρυβο και παραπαίον και το άλλο. Αν έχεις αμφιβολίες για το ότι είναι μικρά ζόμπι, σου διαλύονται όταν  τολμήσεις να βάλεις κάτι στο στόμα σου. Παρατάνε ότι κάνουνε και σε τριγυρίζουν απειλητικά, μιρλίζοντας και βγάζοντας σάλια μέχρι να τους δώσεις αυτό που τρως. Η Εμμανουέλα τρέχει με τη γλώσσα έξω κι ο Τριαντάφυλλος σε κοιτάει στην κυριολεξία στο στόμα. Αν δεν τους δώσεις, τα βλέπεις στον ύπνο σου το βράδυ.
(Καλά, αυτή η μαρμελάδα είναι καταπληκτική.  Μήπως να πάω το βάζο το βράδυ, γιατί αυτό το πράμα στο φούρνο δεν το βλέπω;)
Οι χριστουγεννιάτικες περιπέτειες συνεχίστηκαν στην τράπεζα. Πήγα δύο μέρες σερί για να πληρώσω την τελευταία δόση της εφορίας. Όχι, δεν έχω e-banking, ναι, ζω πίσω από τον ήλιο, μη με πρήξετε όλοι οι hackers στη ζωή μου. Την πρώτη μέρα είχα το νούμερο 578 κι ήταν στο 194. Διάβασα την Πάπισσα Ιωάννα ολόκληρη (στην καθαρεύουσα), έκανα πέντε άλλες δουλειές και μετά παραιτήθηκα. Τη δεύτερη μέρα, πήγα αποφασισμένη. Είχα το νούμερο 464. Η ουρά έφτανε όχι μέχρι απέναντι, μέχρι τους πρόποδες του Ολύμπου έφτανε. Μέσα στην τράπεζα, πανηγύρι. Άλλος έτρωγε, άλλος φλυαρούσε στο κινητό, ένας έλυνε σταυρόλεξα, νομίζω πήρε το μάτι μου κι έναν που έβλεπε ταινία στον υπολογιστή. Απ’ έξω, κάπνιζαν και κατά καιρούς χειρονομούσαν ακατάληπτα ώστε οι από μέσα να τους πούνε σε ποιο νούμερο έχει φτάσει. Πήγα σπίτι, έβαλα σκούπα, έπλυνα τα πιάτα, τίποτα. Είχα ακόμα 150 νούμερα μπροστά. Βγαίνοντας (πάτα το κουμπί, περίμενε, άνοιξε την πόρτα, κλείσε, πάτα το άλλο κουμπί, ξαναπερίμενε, βγες) ένας μπάρμπας μου έδωσε συνομωτικά το νούμερο 550 και μου έκλεισε το μάτι. Σιγά το 550, πήγα να του πω. Ξαναμπαίνω (πάτα κουμπί κλπ, έτσι;) και σκέφτομαι να σταθώ στη μέση και να φωνάξω «έχω ένα 550 10 ευρώ, ποιος το θέλει;» αλλά δεν το έκανα, το πάσαρα κρυφά σε ένα συμπαθητικό νεαρό. Με τούτα και με κείνα κόντευε το 464, οπότε στάθηκα πάνω από μία κυρία που έπλεκε, να της μετράω τους πόντους, πλήρωσα τη δόση μου κι έφυγα ξαλαφρωμένη. Δε θέλω να ξεκινήσει με χρέη το 2013, καταλαβαίνετε.
Το βράδυ είδαμε την απόλυτη χριστουγεννιάτικη ταινία, το Χόμπιτ. Πολύ ωραίο, μου είχανε λείψει τα πράσινα λιβάδια, οι δράκοι, τα μαγικά σπαθιά κι ο Γκάνταλφ. Ο Γιάννης έφαγε 2 κιλά νάτσος και μετά τον έπιασε η κοιλιά του, ο Παύλος έφαγε 2 κιλά ποπκορν, γιατί κάνουν καλό στο συνάχι κι εγώ γελούσα μόνη μου, γιατί θυμόμουν που έλεγα Ορκ μία που δε χώνευα στο νησί. Στις μάχες κοιμήθηκα, εννοείται. Ένα περίεργο πράμα, όμως, πως νιώθω ότι τελείωσε η μάχη και ξυπνάω κι έτσι δε χάνω τη συνέχεια, δε θα το καταλάβω ποτέ.Πετυχημένο, πάντως. Και κοιμάσαι, ξεκουράζεσαι και φρέσκος συνεχίζεις και δε χάνεις και την ιστορία.
Μου άρεσαν το φετινά Χριστούγεννα κι ας κυνηγούσα τα μικρά ζόμπι. Θα μου άρεσαν περισσότερο, αν δεν υπήρχε στο μαγαζί κάτω από το μπαλκόνι μας ένας Αι Βασίλης που παίζει το σαξόφωνό του όλη μέρα, το ίδιο τραγούδι, και μου ‘ρχεται να τον κλωτσήσω, μου έχει σπάσει τα νεύρα. Ο Γιάννης λέει πως θέλει να κατουρήσει μέσα στο σαξόφωνο, αλλά εγώ του λέω ας είμαστε υπομονετικοί, χρονιάρες μέρες.
Λοιπόν, ελπίζω να σας άρεσαν κι εσάς τα φετινά Χριστούγεννα. Για την Πρωτοχρονιά, η μόνη συμβουλή που έχω να σας δώσω είναι να φορέσετε κόκκινο βρακί. Πάω να δω το κατασκεύασμα στο φούρνο.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Επηρεάστηκα.



Χθες το πρωί σκοτώθηκε μια παλιά φίλη και συνεργάτιδα του Γιάννη, στη Θεσσαλονίκη. Μπορεί και να το ακούσατε, εκείνη η δασκάλα στην Τούμπα, που ανέβηκε στη στέγη να στολίσει το σχολείο της κι έπεσε από ύψος 10 μέτρων. Εγώ την είχα συναντήσει μία ή δύο φορές, δεν τη θυμάμαι πολύ καλά, αλλά ο Γιάννης την εκτιμούσε και την αγαπούσε, είχαν συνεργαστεί για πολύ καιρό. Μιλούσε πάντα γι’ αυτήν με θαυμασμό, έλεγε πως είναι πολύ δημιουργική και φτιάχνει εξαιρετικά πράγματα.
Στο εργαστήριό του έχει μια φωτογραφία της, που μου έκανε πάντα μεγάλη εντύπωση, από την πρώτη στιγμή που την είδα. Δείχνει την ίδια, σε νεαρή ηλικία, να κρατάει στην αγκαλιά της ένα χαριτωμένο μωράκι και να τη λούζει ένα φως από το παράθυρο. Έχει μακριά κατσαρά μαλλιά και κοιτάει το ξανθό μωράκι όλο προσμονή. Φαντάζεται κανείς πως είναι το παιδάκι της ή το βαφτιστήρι της ή κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα, είναι η ίδια. Η φωτογραφία είναι μοντάζ (πολύ πετυχημένο, πραγματικά), η κοπέλα κρατάει στην αγκαλιά της το μωρό που ήταν κάποτε η ίδια.
Πόσα θα μπορούσε κανείς να πει για μια τέτοια φωτογραφία; Το παρόν που κρατάει το παρελθόν. Ο εαυτός που περιμένει από τον εαυτό να μεγαλώσει, να φτάσει, να γίνει. Τα σχέδια που συναντώνται. Πως είμαστε όλοι αυτό που ήμασταν κι αυτό που θα είμαστε, ταυτόχρονα. Η τρυφερότητα που πρέπει να έχουμε για εκείνο το μωρό που ήμασταν. Ακόμα και το φως στη φωτογραφία είναι συμβολικό-ή έτσι μου φαινόταν εμένα πάντα. Μια φορά, ρώτησα το Γιάννη γιατί έχει αυτή τη φωτογραφία στο εργαστήριο και μου είπε, έτσι, μου αρέσει πολύ.
Και τώρα, αναπόδραστα σκέφτομαι πως δεν υπάρχει πια το μωράκι ούτε η κοπέλα που το κρατούσε. Δεν ξέρω πως διαχειρίζεσαι κάτι τέτοιο, δόξα στο σύμπαν, στο θεό, στο βούδα, σε όποιον θέλετε, δεν έχω ανοίξει αυτή την πόρτα. Ξέρω, ωστόσο, πως όταν κοιτάς από μακριά, ακόμα κι έτσι, σε επηρεάζει. Βάζεις εκεί τον εαυτό σου, αναλογίζεσαι τους δικούς σου αγαπημένους και τη δική σου μοίρα. Αυτό που λένε «δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει»; Ε, αυτό.
Κι όταν όλες αυτές οι σκέψεις περνάνε από το μυαλό σου, τι κάνεις; Δεν ξέρω, προετοιμάζεσαι-αν είναι δυνατόν. Ζεις-όσο και όπως μπορείς. Αγκαλιάζεις και ευγνωμονείς, ίσως. Σίγουρα αγαπάς κι ελπίζεις. Μες στον ορυμαγδό του κόσμου, είναι δύσκολο να θυμάσαι να ζεις και να ευγνωμονείς και ν’ αγαπάς-ήρεμα, σταθερά και αναλλοίωτα, σα να μην υπάρχει αύριο: πάντα υπάρχει το αύριο, αμείλικτο και απειλητικό σε καταδιώκει.
Μερικές φορές, όμως, έχω μια αίσθηση, έτσι, έρχεται και ξαναφεύγει αμέσως, πως μόνο αυτό έχει σημασία και στέκομαι για μισό δευτερόλεπτο περίπου και κάνω το σταυρό μου (ότι κι αν σημαίνει αυτή η έκφραση, κοιτάω πάνω, κάτω, μέσα μου ή δεν κοιτάω) και μετά την ξεχνάω πάλι αυτή την αίσθηση και δε ζω ούτε ευγνωμονώ ούτε αγαπώ. Ώσπου συμβαίνει κάτι σαν αυτό το θάνατο και μου ξανάρχεται η αίσθηση. Κι έτσι, με ανύποπτες στιγμές συνειδητοποίησης, περνάνε όλες οι άλλες.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Καλέ, δεν έβρισκα το κουμπί για τη νέα ανάρτηση. Αίσχος.



Ε, να, εδώ είμαι κι εγώ κι ας άργησα. Ότι και να πω θα είναι λίγο, ελπίζω μόνο να μου έμειναν κάνας δυο πιστοί. Η αλήθεια είναι πως τον τελευταίο καιρό υπάρχει μια ύφεση (μια σαλάτα κι ένα τζατζίκι στο 4, που έλεγε κι ο Λένος-να, μέχρι κι ο Λένος σταμάτησε να γράφει βιβλία) στη συγγραφική μου δραστηριότητα. Και όχι μόνο στη δική μου: έχω παρατηρήσει πως μόνο οι τρελαμένες αμερικάνες crafters-stay-at-home-mamies-businesswomen γράφουν, οι υπόλοιποι έχουν αραιώσει τις εμφανίσεις. Να το αποδώσω κάπου; Στην αφραγκιά; Στην τηλεόραση; Στο χειμώνα; Στο κάρμα; Που;
Εγώ, πάντως, ζω. Μετά από σένα ζω. Και κυρίως, διαβάζω ρώσικα. Ξέρω, τα έχετε βαρεθεί πια αυτά τα ρώσικα, δε τα μαθαίνει, λέτε, επιτέλους, να ησυχάσουμε, 4 χρόνια τώρα για τα ρώσικα ακούμε. Μπα, δε μαθαίνονται, εγώ εκεί έχω καταλήξει κι αυτά που μου λένε, ότι κι οι Γιαπωνέζοι μπορούν να μάθουν ρώσικα, εγώ τ’ ακούω βερεσέ, σιγά να μη μπορεί ο μέσος Γιαπωνέζος να προφέρει «ντασταπρημετσάτελναστι» και με τον τόνο εκεί που τον έχω. Εν πάση περιπτώσει, η βασική μου δραστηριότητα είναι η μελέτη της ρωσικής γλώσσας και κουλτούρας, διότι, πρέπει να ξέρετε, στις εξετάσεις που σύντομα θα δώσω, θα εξεταστώ και στην πατριδογνωσία, δηλαδή, μεγάλες προσωπικότητες της Ρωσίας, ιστορία, μεγάλες πόλεις, λίμνες, κλπ. Κάτι λέξεις που για να τις πεις, πρέπει να το σκεφτείς κάνα δεκάλεπτο. Μετά, ακούω και τα «αουντιραβάνιε» (έλα, αυτό φαντάζεστε τι είναι) και θέλω να κλαίω, θυμάμαι και τη μετενσάρκωση του Στάλιν που με είχε εξετάσει πέρσι κι ας τα να πάνε.
Όταν δε διαβάζω, ράβω. Έχει γίνει χαμός. Έμαθα τη ραπτομηχανή κι όλη τη μέρα ονειρεύομαι πότε θα κάτσω μπροστά της να ράψω. Τι ανωμαλία υπάρχει στον κόσμο, θα μου πείτε. Εδώ έχουν γίνει αγώνες αιώνων, μάχες των δύο φύλων, διαδηλώσεις και επαναστάσεις για να μπορέσουν οι γυναίκες να σηκωθούν από τις ραπτομηχανές και να ψηφίζουν κι εσύ πάλι μια ραπτομηχανή ονειρεύεσαι; Ε, ναι, έχω κι εγώ ένα όνειρο, όπως έλεγε κι εκείνος ο άλλος, φίλε μου. Θέλω να ράβω. Άλλωστε, το ράψιμο έχει κι ένα χειροπιαστό αποτέλεσμα, σου δίνει μια ικανοποίηση, το να ψηφίζεις τι σου δίνει; Να μην πω καλύτερα. Προχτές έραψα το πρώτο μου φερμουάρ κι από τη χαρά μου μέχρι και το μπαμπά του Γιάννη φίλησα. Και άλλαξα και ποδαράκι στη μηχανή, παρακαλώ. Διότι η ραπτομηχανή έχει διάφορα εξαρτηματάκια τα οποία κάνουν διάφορες δουλειές, αλλά πρέπει να μάθεις να τα βάζεις στη σωστή θέση (αυτό βέβαια ισχύει και για διάφορα άλλα πράγματα), το οποίο είναι πιο δύσκολο απ’ ότι ακούγεται. Πιο δύσκολο κι απ’ το «ντασταπρημετσάτελναστι». Δε μας τρόμαξαν, όμως, τα δύσκολα ποτέ.
Τώρα μόνο λίγο μας τρομάζουν. Πέρασε, όμως, η ώρα κι εγώ δεν έραψα καθόλου σήμερα. Ωστόσο, έγραψα κι αυτό, νομίζω, είναι κάτι. Πάω να φάω ένα από τα σοκολατάκια του Γιάννη (τελείωσε, ο τέλειος γκόμενος, φτιάχνει και σοκολατάκια) και να ονειρευτώ τον Πούσκιν. Σπακόινι νότσι (μόνο Ρώσικα θα μιλάω).

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Έχω τ' όπλο στον ώμο και σφαίρες πολλές.



Η ζωή μου είναι ένας πόλεμος.
Ενάντια στη σκόνη και τη βρωμιά, ενάντια στη HOL, ενάντια στη μιζέρια. Παλεύω κάθε μέρα να καθαρίσω, να πληρώσω κάτι, οτιδήποτε, να πάρω γάλα και μήλα, να γελάσω. Παλεύω να διατηρήσω τις σχέσεις μου, να θυμάμαι τα γενέθλια των φίλων μου, να τους παίρνω τηλέφωνο. Δεν υπάρχει ηρεμία και ξεγνοιασιά, πάντα κάποιος είναι λυπημένος ή αποθαρρυμένος, πάντα κάτι υπάρχει να φροντίσεις. Και όλα αυτά χωρίς να δουλεύω και χωρίς να έχω παιδιά.
Παλεύω να βρω τρόπους να κάνω τα παλιά καινούργια. Παλεύω να σηκώνω το τηλέφωνο όταν χτυπάει. Παλεύω να μην ανοίξω το γραμματοκιβώτιο, γιατί ποιος ξέρει τι θα πεταχτεί από κει μέσα. Παλεύω να μάθω ρώσικα και να ολοκληρώσω τα κείμενα της Δυτικής Ελλάδας. Παλεύω να διατηρήσω το ιστολόγιό μου.
Παλεύω και με τη ζήλια, να μη ζηλεύω τα ταξίδια και τα ωραία ρούχα, τα πράσινα μποτάκια με το τακούνι. Παλεύω να μην παραπονεθώ για την πούδρα ή το κομμωτήριο. Παλεύω να κρατήσω το χαμόγελό μου και να είμαι πάντα ευδιάθετη. Παλεύω να μην αποθαρρυνθώ.
Περισσότερο απ’ όλα, ωστόσο, παλεύω με τον εαυτό μου και με αυτά που μου κρύβει και μου επιφυλάσσει.
Με λύσσα πολεμάω το παράπονο, τη θλίψη, την απογοήτευση, να μην έρθουν, μη βρουν έστω και μια μικρή χαραμάδα και μπουν μέσα, γιατί μετά σου κατσικώνονται και δε φεύγουν ποτέ. Κλείνω τις πύλες των οχυρών μου και από τις ντάπιες μου πυροβολώ ασταμάτητα τη μιζέρια. Χτυπάω δυνατά τα πλήκτρα του υπολογιστή (θα τον χαλάσεις) για να τρομάξω την κούραση και φτύνω φαρμακερές λέξεις στα μούτρα της λύπης. Βάφω τα νύχια μου κόκκινα με το αίμα από τις πληγές που καταφέρνω στις στενοχώριες. Φουντώνω τα μαλλιά μου με τη λεπτή μαύρη χτένα που έφτιαξα από τα δόντια της μαυρίλας όταν της τα ξερίζωσα να μη μου δαγκώνει πια την ψυχή μου, και μοιάζω με εκείνα τα φουσκωτά ψάρια. Με τις μοβ γόβες μου ποδοπατάω τα παράπονα που σέρνονται ύπουλα στα πεζοδρόμια και με τη γυαλιστερή μαύρη τσάντα μου από το Τόκυο κοπανάω στο κεφάλι την καθημερινότητα που θέλει να μου κλέψει τη χαρά μου. Τα δίχτυα που στήνει τριγύρω μου η αίσθηση του μάταιου τα έκανα καλσόν (και καταλήγω να μοιάζω με ρολό κοτόπουλο όταν το φοράω) για να χορεύω τάνγκο με το Γιάννη. Στήνω τα βιβλία μου στη σειρά και φτιάχνω οδοφράγματα απέναντι στο στρατό της πεζότητας και κρεμάω τις λέξεις τους πανοπλία στο λαιμό μου. Παίρνω τον καλό μου από το χέρι και άτρωτοι και άοπλοι ορμάμε με φόρα μέσα από τα περίπολα της κακίας. Τρέχω με τα γκρι σπορτέξ μου πολύ γρήγορα και οι κακές αναμνήσεις τρώνε τη σκόνη μου. Η γλυστρίδα στο περβάζι απλώνει τα ροζ λουλούδια της και καταπίνει το γκρίζο του ακάλυπτου.
Έτσι πολεμάω. Κάθε μέρα και κάθε ώρα. Αλλά τα όπλα μου είναι πολύ δυνατά και δε με έχει νικήσει κανένας ακόμα.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Η επίθεση της γιγαντιαίας πιπεριάς.



Η μάστιγα της οικογενειακής-προσωπικής αγροτικής παραγωγής, που πρόσφατα έχει πλήξει τη χώρα μας, όπου όλοι από τεχνοκράτες και τρυφερά πόδια έχουν μετατραπεί σε αγρότες και καλλιεργητές πατάτας, έχει χτυπήσει και το σπίτι μας. Το κέντρο της αγροτικής παραγωγής βρίσκεται στο χωριό, πράγμα το οποίο από μόνο του δε θα αποτελούσε πρόβλημα, αν το σπίτι μας δεν ήταν το κέντρο διανομής. Ότι παράγει το κτήμα και ο μπαξές, για τα οποία είμαστε ευγνώμονες, μη με παρεξηγήσετε, πρέπει να συλλεχθούν, να συγκεντρωθούν, να μετρηθούν, να τακτοποιηθούν σε καφάσια και να διανεμηθούν σε διάφορους γιατρούς και άλλους επαγγελματίες της πόλης. Και όλα αυτά γίνονται στο σπίτι μας.
Πια, τις εποχές δεν τις αντιλαμβανόμαστε από το ημερολόγιο ή τη θερμοκρασία, αλλά από το περιεχόμενο των καφασιών που κατακλύζουν το χωλ, την κουζίνα και το μπαλκόνι.
Τον Αύγουστο, δινόταν καθημερινά η μάχη των σύκων. Πρέπει να πέρασαν από εδώ ίσαμε 50 κιλά σύκα, προκειμένου να διανεμηθούν σε διάφορους γιατρούς της Κατερίνης. Άλλα 50 κιλά φάγαμε εμείς και πρήστηκαν οι κοιλιές μας. Μετά, άρχισε η περίοδος των κράνων. Τα ξέρετε τα κράνα; Είναι κάτι καρποί κόκκινοι και πικροί, που όμως κάνουν εξαιρετικό λικέρ, οπότε μπαίνουν στην κατηγορία των άξιων να διανεμηθούν προϊόντων. Μαζί με τα καφάσια με τα κράνα, συνωστίζονταν και τεράστια γυάλινα βάζα, όπου θα κατασκευαστεί το λικέρ. Τα βάζα αυτά έκαναν το σπίτι μας να μοιάζει με εργαστήριο παρανοϊκού επιστήμονα που ταριχεύει ανθρώπινα όργανα. Στο πάτωμα μονίμως υπήρχαν μικρές πορφυρές σταγόνες που οδηγούσαν στο πτώμα που κρυβόταν κάτω από το τραπέζι της κουζίνας (δεν είχαμε δει αρκετό Dexter τότε ακόμα για να ξέρουμε όλα τα μυστικά της δουλειάς). Μια φορά, μάλιστα, ο μπαμπάς του Γιάννη, που είναι ο πιο μολυσμένος από τη μάστιγα, ξέχασε για 5 μέρες ένα καφάσι με κράνα, τα οποία κόντεψαν να φυτρώσουν κάτω από το νεροχύτη.
Το χειρότερο, όμως, είναι οι πιπεριές. Δε μπορείτε να φανταστείτε πόσες πιπεριές. Πράσινες, κόκκινες, πορτοκαλί, μισές πράσινες μισές κόκκινες. Νομίζω ότι κάποια στιγμή με καταδίωκαν και στον ύπνο μου. Ότι ώρα και να έμπαινα στο σπίτι, υπήρχαν πιπεριές παντού, κάθε χρώματος, σχήματος και υφής, τις οποίες, μάλιστα, έπρεπε να παινεύω ασταμάτητα και να χαϊδεύω ηδονικά. Μια μέρα, έγινε ένας τρικούβερτος καυγάς, διότι ο Γιάννης την προηγούμενη μέρα δεν είχε πάει να παραδώσει το φορτίο με τις πιπεριές, ενώ η φορτωτική είχε κοπεί. Αντιλαμβάνεστε τι άκουσαν οι πιπεριές και που κατέληξαν.
Μεγάλος τρόμος ήταν και τα αγγούρια, όλο το καλοκαίρι. Εκεί που αμέριμνη καθόμουν και διάβαζα ή κολλούσα τις χαρτοπετσέτες μου, ένα αγγούρι εμφανιζόταν από το πουθενά, ξαπλωμένο σ’ ένα πιάτο κι εγώ έπρεπε να το φάω, εννοείται δίχως αλάτι, ξύδι ή λάδι. Ως άλλος σάτυρος, ο μπαμπάς του Γιάννη με κυνηγούσε με ένα αγγούρι στο χέρι, διότι «τρώγεται σα μπισκότο». Όχι, το αγγούρι, ότι και να κάνεις, δεν είναι μπισκότο. Είναι ωραίο, δροσερό κλπ, αλλά ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΠΙΣΚΟΤΟ. Πόσα αγγούρια να αντέξω η γυναίκα; Τις νύχτες, πεταγόμουν ιδρωμένη από τον ύπνο μου και έψαχνα πανικόβλητη κάτω από το κρεβάτι, μήπως εμφανιστεί καμιά απειλητική αγγουριά (ευτυχώς, προχτές ξεπάτωσε τις αγγουριές και γλιτώσαμε από τα πράσινα τέρατα).
Τώρα, τρέμω την εποχή του μαρουλιού, την έζησα και πέρσι. Για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό, υπάρχει μαρουλοσαλάτα με κρεμμύδι, σε κατατρύχει το μαρούλι και δε θέλεις να το ξαναδείς μπροστά σου, ακόμα και η μυρωδιά σε κάνει να τρέμεις. Αφού προχτές φάγαμε λίγο μαρούλι σε μια ταβέρνα και ένιωθα μια αόριστη ανησυχία, κοιτούσα τριγύρω, χωρίς να ξέρω τι με απειλεί. Αφήστε πια τα ρόδια, που είναι τώρα η εποχή τους. Το ρόδι θέλει πολλή προσπάθεια για να το στύψεις και μετά εσύ, που έχουν καθίσει και σου έχουν στύψει 6 ρόδια με το ζόρι, νιώθεις τύψεις και πρέπει να πιεις το χυμό και να αγνοήσεις τους κολλώδεις ροζ λεκέδες στο πάτωμα, διότι θα φανείς και γαϊδούρα αν μιλήσεις, οπότε καταπίνεις το χυμό και όλα τα άλλα μαζί.
Μεγάλος μπελάς είναι και τα ψάρια, τα οποία, εντάξει, δεν παράγονται στο μπαξέ ούτε ψαρεύονται, αλλά είναι το μοναδικό αποδεκτό τρόφιμο πλην του μαρουλιού και του αγγουριού. Με ρυθμό τρις εβδομαδιαίως σακούλες με ψάρια εμφανίζονται μυστηριωδώς στο ψυγείο και λέπια κολλάνε στους τοίχους της κουζίνας, σα φανελάκι καλοκαιρινό. Παράλληλα, μαζί με τα ψάρια που προορίζονται για μας, εμφανίζονται και βρωμερές εφημερίδες με μισοσάπια ψάρια για τα γατιά. Η ψαρίλα είναι ακατανίκητη. Μια φορά, μάλιστα, μια σακούλα με ψάρια (για τα γατιά) ξεχάστηκε στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας, με αποτέλεσμα η Δανιμαρκία να έχει βρωμίσει ολόκληρη, όχι απλά κάτι σάπιο να περιέχει.
Αυτός είναι ο πόνος μου, αγαπημένοι μου αναγνώστες, και ξέρω ότι τον συμμερίζεστε. Η διατροφική μας περιπέτεια δε σταματάει εδώ, σε λίγο θα ξεκινήσει η περίοδος της ελιάς. Μη με κακολογήσετε, μου αρέσουν τα αγγούρια κι οι πιπεριές πάρα πολύ και είμαι τυχερή που δε χρειάζεται να τα αγοράζω, απλά έχω πεθυμήσει κι εγώ η κακομοίρα μια τυρόπιτα για πρωινό, φτάνει με τη μαρουλοσαλάτα.