Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Χριστουγεννιάτικα νύχια και άλλα (όχι απαραίτητα χριστουγεννιάτικα).



Σήμερα έρχονται η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου για Χριστούγεννα με τα συμπεθέρια κι εγώ υποσχέθηκα ότι θα μαγειρέψω και τώρα πρέπει να πάω στο σούπερ και στη βιβλιοθήκη για να επιστρέψω κάτι βιβλία που τα έχω κάνα δίμηνο και η βιβλιοθήκη όπου να ’ναι θα μου κάνει μήνυση και μετά να κάνω μπάνιο (ευτυχώς έβαψα τα νύχια μου χτες) αλλά σκυλοβαριέμαι να τα κάνω όλα αυτά κι έτσι έβαλα λίγο Νατάσα στο Youtube και κάθισα να σας γράψω πως περνώ τις τελευταίες μέρες του χρόνου, διότι, ως συνήθως, έχει πολλή πλάκα.
Επικρατεί ένας πανικός: ο κύριος Μάκης έχει αφιονιστεί που θα έρθουν τα συμπεθέρια, η κυρία Μαρίνα, στωική όπως πάντα, υπομένει το αφιόνισμα και φτιάχνει σοκολατάκια και κουραμπιέδες, ο Γιάννης θεωρεί τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά καταναγκαστικές διακοπές και αρνείται πεισματικά και σταθερά να λάβει μέρος στις προετοιμασίες και μόνο κάθεται με τον Παύλο και γκρινιάζουν, οι δυο μουρτζούφληδες, σαν τους γέρους του Μάπετ Σόου, πόσο θα ήθελαν να συνεχίσουν να δουλεύουν απρόσκοπτοι και να μη σταματάνε καθόλου και τι ηλίθιες συνήθειες είναι αυτές, γιορτές και έξω και φαγητά και γλυκά και έξοδα.
Εγώ στόλισα κάτι χαρτονένια δέντρα, έψησα κάτι μπισκότα της συμφοράς κι έβαψα τα νύχια μου κόκκινα, όχι όλα, το ένα το έβαψα άσπρο χιονί, για ποικιλία. Πριν από αυτό, έβαψα κάτι συρταριέρες που είχαμε γκρι, για να ταιριάζουν με τον τοίχο. Προσέξτε τώρα τη διαδικασία. Οι συρταριέρες ήτο δύο, κολλημένες μεταξύ τους, στριμωγμένες μέχρι θανάτου ανάμεσα σε δύο κολώνες, γκρι τσιμεντί. Την πρώτη συρταριέρα την τράβηξα, άδειασα τα συρτάρια, τα έβγαλα, την έτριψα με γυαλόχαρτο, έστρωσα εφημερίδα στο πάτωμα, πέρασα αστάρι, δυο χέρια μπογιά και τρίτο στις λεπτομέρειες. Τη δεύτερη την άφησα εκεί που ήταν, απλά τράβηξα λίγο προς τα έξω τα συρτάρια και φλατσάρνισα ένα χέρι μπογιά. Καταλαβαίνετε. Βάφοντας, λοιπόν, τις συρταριέρες, έβαψα λίγο και τα μαλλιά μου, κάτι τριχούλες έγιναν γκρι και πάω προχτές να πάρω αφρό για τις μαλακές μου μπούκλες και μου λέει η πωλήτρια «ωραίο χρώμα έχετε, έχετε, κυρία, αλλά θέλετε λίγο βάψιμο τώρα πριν τις γιορτές, ε;». Κυρία και στα μούτρα σου, της λέω, και τι βάψιμο, καλέ, χτες πήγα στο κομμωτήριο, κοντέψαμε να σφαχτούμε με την πωλήτρια χριστουγεννιάτικα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι η κοπέλα απλώς έβλεπε τις γκρι τριχούλες από τις συρταριέρες.
Μετά απ’ αυτό, γύρισα στο σπίτι και επειδή είχα νευριάσει, την πλήρωσε η εξεταστική καρέκλα του κυρίου Μάκη, η οποία, από μια απλή μεταλλική-δερμάτινη εξεταστική καρέκλα που ήταν, έγινε μια πολυθρόνα Λουί Κενζ τουλάχιστον, να, θα βάλω μια φωτογραφία την άλλη φορά. Αυτά κάνω, μη νομίζετε: βάφω, κολλάω υφάσματα, κόβω κουρτίνες, ράβω πιτζάμες, τέτοια, σε δουλειά να βρισκόμαστε.
Α, και χαζεύω στο facebook μ’ αυτό το παιχνίδι με την τέχνη-το ξέρετε, έτσι; Που σου αναθέτουν ζωγράφο και μετά αναθέτεις εσύ και πάει λέγοντας. Πλάκα έχει και βασικά ξεστραβώνεσαι και βλέπεις και κάτι άλλο εκτός από ηλίθιες αφίσες με τριαντάφυλλα, αγγελάκια, ηλιοβασιλέματα και συννεφιασμένους ουρανούς με αποφθέγματα να ίπτανται. Πολύ μου τη σπάνε αυτές οι εικόνες. No offence.
Το κακό με το να μη δουλεύεις (εκτός από το προφανές ότι δεν έχεις λεφτά, αλλά αποφάσισα ότι δεν πρόκειται να ξαναγκρινιάξω για τα λεφτά, σιχτίρ πια, ως εκεί που έχουμε κι ας μην έχουμε, που έλεγε κι η Αλεξία όταν ήμαστε φοιτήτριαι) είναι ότι σκέφτεσαι πολύ κι εγώ έχω το κακό, σκέφτομαι, σκέφτομαι, θυμάμαι όλα τα στραβά που έχει κάνει ο Γιάννης (συνήθως, αλλά και άλλοι), μετά ο Γιάννης αργεί κι εγώ εκνευρίζομαι ακόμα χειρότερα κι όταν έρχεται, καταχαρούμενος και ζωηρός, τον σκυλοβρίζω, φαινομενικά χωρίς λόγο. Και στραβομουτσουνιάζει αυτός, εμένα μου περνάει, αφού έχω βρίσει και καταλαβαίνετε τι γίνεται. Αυτά όλα είναι αποτελέσματα της έλλειψης Dexter, βέβαια, αλλά ευτυχώς έχουμε το Homeland τώρα και θα ‘ρθουμε λίγο στα ίσα μας.
Κι έτσι ευχάριστα περνάνε οι μέρες και φτάσαμε και στα Χριστούγεννα. Εύχομαι να περάσετε όμορφα, να φάτε ό,τι τραβά η ψυχή σας και να είστε εκεί που πραγματικά θέλετε. Για την Πρωτοχρονιά θα τα ξαναπούμε.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Τηλεφώνησέ μου.



Η ζωή και η ευτυχία είναι στα μικρά πράγματα.
Είχαμε ένα τηλέφωνο, σταθερό, που δεν ήταν καθόλου σταθερό, διότι το καλώδιο που ένωνε το ακουστικό με την υπόλοιπη συσκευή ήταν πολύ μικρό και κάθε φορά που μιλούσες και σκέβρωνες και πήγαινες να τεντωθείς, έπεφτε το τηλέφωνο, ούρλιαζες εσύ, φοβόταν ο συνομιλητής και γινόταν χαμός. Παράλληλα, το τηλέφωνο αυτό, επειδή στο σπίτι-ιατρείο-κέντρο διερχομένων-τρενάκι του τρόμου οι συνδέσεις του τηλεφώνου είναι αυτές οι παλιές, από τη δεκαετία του 60, που δεν έχει τρύπα στον τοίχο, αλλά πρίζα κανονική που ενώνεται με το τηλέφωνο με δύο απειροελάχιστα χάλκινα καλωδιάκια, όταν έπεφτε το τηλέφωνο, ξεριζωνόταν ολόκληρο το σύστημα με τα καλωδιάκια και μετά έπρεπε να ξεβιδώσω το φις και να ενώσω με χειρουργική ακρίβεια τα καλωδιάκια (στις σωστές τρύπες πάντα) και να ξαναβιδώσω το φις. Και μετά, να ξαναπάρω αυτόν που του το είχα κλείσει στα μούτρα και να το εξηγήσω αυτό. Καταλαβαίνετε. Επίσης, στο τηλέφωνο αυτό δεν πατιόταν το 0, ήθελες σφυρί και καλέμι για να πατηθεί κι αν έβαζες πολλή δύναμη, πατιόταν δύο φορές κι έπρεπε να πάρεις όλον τον αριθμό από την αρχή. Και ήταν εντελώς σταθερό το τηλέφωνο, με αποτέλεσμα να καθηλώνεσαι εκεί για όση ώρα διαρκούσε το τηλεφώνημα, διάστημα μερικές φορές αφόρητο, ειδικά όταν ο κύριος Μάκης έχει όρεξη. Σήμερα, λοιπόν, αφού επαναλήφθηκε άλλη μία φορά το σκηνικό με τα καλωδιάκια, ο Γιάννης αγανάκτησε και πήγαμε επί τόπου και αγοράσαμε ένα ωραίο, ολοκαίνουργιο, μοβ (για να ταιριάζει με τον τοίχο) και κυρίως ασύρματο τηλέφωνο. Ασύρματο τηλέφωνο, ρε φίλε. Η επιτομή της άνεσης. Το έχω τώρα, εδώ, δίπλα μου, και δε με νοιάζει αν χτυπήσει, διότι δε χρειάζεται να σηκωθώ για να απαντήσω. Και μπορώ, αν θέλω, να πάω μιλώντας στην κουζίνα και να πιω νερό και να προλάβω τον καφέ να μη χυθεί και το τοστ να μην καεί. Πάρτε όσα τηλέφωνα θέλετε, δε σας φοβάμαι πια, έχω ασύρματο τηλέφωνο.
Γι’ αυτό σας λέω, η ευτυχία κρύβεται στα μικρά πράγματα.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Άσε με να σε πάρω μακριά, θα ήθελες διακοπές;



Πήγα για τρέξιμο, πρώτη φορά μετά από 7 μήνες, έτρεξα 8 ολόκληρα λεπτά, μετά έκανα zumba παρακολουθώντας ένα βίντεο για αρχάριους από το διαδίκτυο (όπου στο 3ο λεπτό άσθμαινα «έχει πολύ ακόμα, Μπαμπά Στρουμφ;») και μετά πλάκωσα δύο γεμιστά, μισό κιλό φέτα, μια κουταλιά προφιτερόλ, άλλη μια τιραμισού και δυο σοκολατάκια με μερέντα. Τι πιάνεται πιο πολύ; Μην απαντήσετε, είναι ερώτηση παγίδα.
Ψάχνοντας για βίντεο zumba στο διαδίκτυο, εν τω μεταξύ, έπεφτα συνέχεια πάνω σε βίντεο μεταμόρφωσης ανθρώπων: πως έχασα 60 λίμπρες (πόσο είναι η λίμπρα και ποιος λαός τη χρησιμοποιεί ακόμα ως μονάδα βάρους;), πριν και μετά, η ιστορία της Κάρεν που έχασε 145 pounds (ίδια απορία με προηγουμένως) και δε συμμαζεύεται. Στην αρχή αποφάσισα να κάνω κι εγώ ένα τέτοιο βίντεο, μετά όμως πείστηκα διά την ξεφτίλα της υπόθεσης και αναθεώρησα. Η zumba, πάντως, είναι πολύ ωραία, εγώ διασκέδασα πάρα πολύ, ο αποκάτω δεν ξέρω.
Πριν από όλα αυτά, πήγα διακοπές και αυτός είναι ο λόγος που εξαφανίστηκα, όχι, Δημήτρη, δεν τεμπελιάζω, όπως άδικα με κατηγόρησες, όλοι δηλαδή πήγανε διακοπές το καλοκαίρι, εγώ το καλοκαίρι ανεμοδερνόμουνα στη Σαντορίνη (bienvenues κλπ), πήγα τώρα. Στην Κέρκυρα: ξαναπάτησα τα ιερά χώματα της Γαρίτσς και του Καμπιέλου, πέρασα τη λατρεμένη πόρτα του μουσειακίου, φίλησα τις μακρινές  μου φιλενάδες, που μερικές έχουνε και μωρό, θεέ μου, μωρό, ρε φίλε, η Σοφία. Πολύ γελάσαμε με τη Σοφία και το μωρό της και το Γιάννη, τον πατέρα. Τάιζε η Σοφία το μωρό, σηκώνεται ο Γιάννης να βάλει γλυκό να φάει κι η Σοφία παρατάει μωρό, κρέμα και σαλιάρα για να «μη βάλει ο Γιάννης καμιά κομμάτα γλυκό και δε φτάσει για κανέναν άλλον», λιώμα εμείς στον καναπέ. Μετά, ανησυχούσε η Σοφία γιατί θα έμπαινε στο καράβι το μωρό και θα έπιανε με τα χεράκια του όλες τις βρωμερές επιφάνειες του καραβιού και Κύριος οίδε πόσα μικρόβια κι εγώ της είπα να του φορέσει μικρά γαντάκια στα χεράκια του (για πλάκα το είπα, έτσι;) και της καλάρεσε η ιδέα, «μωρέ, λες;» μου απαντάει κι οι υπόλοιποι έχουν γονατίσει από τα γέλια.
Η Ελένη είναι όπως ακριβώς την άφησα: έχει στρωμένη μια πετσέτα πάνω στην κουζίνα και κάθε φορά που θες να κάνεις καφέ, πρέπει να διπλώνεις την πετσέτα για να αποκαλύψεις ένα μάτι να βάλεις το μπρίκι, αλλά δε χωράει να τη διπλώσεις ολόκληρη γιατί στα πίσω μάτια έχει μια καφετιέρα (;) και διάφορα άλλα απροσδιόριστα αντικείμενα. Κι έρχομαι εγώ και αναρωτιέμαι γιατί να καλύπτεις την κουζίνα με μια πετσέτα, αλλά μετά συνειδητοποιώ ότι μιλάμε για την Ελένη, που δε μαγειρεύει ποτέ και που όταν έμενα στην Κέρκυρα με τη Ρενάτα ερχόταν σπίτι μας και λιγουρευόταν τις σαλάτες με τα κρουτόν που έφτιαχνε η Ρενάτα, ενώ αυτή είχε φάει αρνάκι με πατάτες στη μαμά της. Ψάχναμε με τη Βίβιαν ένα μαχαίρι για να καθαρίσουμε τις πατάτες και βρήκαμε μόνο το χασαπομάχαιρο του Dexter, κοντέψαμε να σφαχτούμε μέχρι να καθαρίσουμε 3 πατάτες.
Πριν την Κέρκυρα, το ομολογώ εδώ και δημόσια ζητώ συγγνώμη από αυτούς που δεν πρόλαβα να δω, πήγα και στην Αθήνα. Κι εκεί, δεν είχε αλλάξει κάτι: η Μαρίνα έχει μια πυραμίδα από χαρτομάντιλα στο μπράτσο του καναπέ (η Μαρίνα μονίμως είναι κρυωμένη κι έχει μύξες) κι η Στέλλα καπνίζει αρειμανίως και λέει «ουφ, έσκασα» μετά από 2 φλύδες πίτσας. Θα κάνω τώρα μια κατάθεση ψυχής και θα πω ότι ένα πρωί που η Στέλλα είχε φύγει για τη δουλειά κι εγώ περίμενα τη Βίβιαν να μου τηλεφωνήσει για να συναντηθούμε, καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας της Στέλλας και πολύ συνεκινήθην, διότι σκέφτηκα πως γνωρίζω τη Στέλλα και τη Μαρίνα από τότε που ήμασταν μικρά παιδάκια, στην κυριολεξία, κι είναι πολύ περίεργο και εξαιρετικό και ανακουφιστικό που τις γνωρίζω ακόμα, τώρα που είμαστε κοτζάμ γαϊδούρες και που η Στέλλα έχει και το παιδάκι της (που είναι ίδιο, ίδιο όμως, με αυτήν). Καθόμουν εκεί, στο τραπέζι της Στέλλας, κι ήταν σα να ήμουν στο δικό μου τραπέζι, γιατί είναι απίθανο πόσο κοντά μπορεί να είσαι με έναν άνθρωπο, ακόμα κι αν είσαι μακριά.
Μετά, πήγα στη Βίβιαν, όπου αρχικώς τρόμαξα, διότι το σπίτι το είχαν καταλάβει εξωγήινοι και το είχαν αδειάσει και βάψει κατάλευκο και είχαν πάρει όλα τα λουλουδάτα πιάτα και τα ποτήρια με τον Τουίτι από τα ντουλάπια και τα είχαν γεμίσει με πιάτα, ποτήρια, κούπες και πιατέλες, όλα στο ίδιο ραφ χρώμα. Ήταν λίγο τρομαχτικό, ευτυχώς γρήγορα κατάλαβα ότι απλά είχε μετακομίσει ο Στέφανος εκεί, πάλι καλά που τα παπάκια στο μπάνιο έμειναν στη θέση τους γιατί θα έφευγα τρέχοντας. Κάποια πράγματα σ’ αυτή τη ζωή είναι σταθερά, όπως τα παπάκια στο μπάνιο της Βίβιαν. Ένα απόγευμα πήγαμε στο ΙΚΕΑ, όπου ανακουφίστηκα, διότι πίστευα πως μόνο εγώ κι ο Γιάννης βριζόμαστε στο ΙΚΕΑ, αλλά όχι, μάλλον συμβαίνει σε όλους, κάτι έχει εκεί η αύρα του ΙΚΕΑ. Τα παιδιά αγόρασαν έναν καναπέ για να κοιμηθώ εγώ και η θεία Θούλη (δεν ξέρω από πού βγαίνει αυτό το όνομα, ίσως από το Κθούλου, μπορεί να είναι η θεία Κθούλου), αλλά δεν είδα να φωνάξανε τη θεία, μόνη μου τον έστησα τον καναπέ…
Πριν και από την Αθήνα, πήγα στη Λαμία, φυσικά, για να δω την έρμη μάνα και τα δίδυμα, τα οποία έχουν μεταμορφωθεί σε αδηφάγα, ψηλόλιγνα παιδάκια, αλλά παραμένουν αηδιαστικά ζωάκια. Τρώνε μόνα τους, εντάξει, δεν υπάρχει, αλλάζουν 4 κουταλοπίρουνα για να αποφασίσουν ποιο θέλουν, τρώνε τα μακαρόνια με κουτάλι και πασαλείβονται πανωλούθε με το εκάστοτε φαγητό, μετά τρέχουν στη μπαλκονόπορτα και πασαλείβουν κι εκεί λίγο φαγητό, γιατί ψάχνουν το «γγα», το φεγγάρι, δηλαδή. Μιλάνε μεταξύ τους ώρες ατελείωτες σε μια ακατανόητη γλώσσα και δαγκώνονται όταν βαριούνται. Είναι τέλεια, αλλά ευτυχώς όχι δικά μου, εντάξει, φίλε, τα δίδυμα είναι άθλος.
Μετά από το τουρ μου ανά την Ελλάδα γύρισα οριστικά στην εξωτική Κατερίνη και ανυπομονώ να αρχίσω τις χειροτεχνίες μου και να ανανεώσω την ηλεκτρονική μου παρουσία. Προς το παρόν, ωστόσο, θα βάλω μια σκούπα, γιατί έκανα zumba με τα σπορτέξ από το γήπεδο και μη σας πω πως έγινε η μοκέτα.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Νυχτερινή εκπομπή.



Καλέ, εγώ αύριο θα μπω στη Βεργίνα και θ’ αρχίσω να λέω για την Ξεστή 3, τίποτε δε θυμάμαι, άσε που θα μπλέξω τους αρχαιολόγοι-που λένε και στη Σαντορίνη, σας έχω πει ότι η αιτιατική πληθυντικού δεν απαντάται στη θηραϊκή ντοπιολαλιά-κι αντί για τον Ανδρόνικο θα λέω για το Μαρινάτο.
Η συνήθεια. Πιο δυνατό πράμα δεν υπάρχει. Τα πάντα, σου λέει, συνηθίζεις, να, εγώ για παράδειγμα. Συνήθισα την Κέρκυρα, μετά ξανασυνήθισα την Κατερίνη, στη συνέχεια συνήθισα τη Σαντορίνη, εδώ έχω συνηθίσει τον κύριο Μάκη, που ήρθε σήμερα κι ήθελε να πάει στη λαϊκή με την τσάντα που αγόρασα το καλοκαίρι από την Τάνια και ανησυχούσα ότι είναι χειμωνιάτικη, αλλά τώρα ανησυχώ ότι είναι καλοκαιρινή, ευτυχώς που μου είπε το αδέρφι ότι είναι boho και ησύχασα. Πάντως, από την Κέρκυρα τα έχω ξεχάσει όλα, πήρα σήμερα να ζητήσω μια καινούργια κάρτα από την τράπεζα, διότι η παλιά έληξε και μου είπανε ότι τη στείλανε στην παλιά μου διεύθυνση. Α, μπα; λέω εγώ, δηλαδή που; Ο υπάλληλος παραλίγο να με πάρει για κλέφτη, διότι με ρώτησε ποια είναι η παλιά μου διεύθυνση και δε θυμόμουν με τίποτα, μετά με ρώτησε το παλιό μου τηλέφωνο και πάλι δε το θυμόμουν και η επόμενη ερώτηση ήταν το όνομά μου. Εντάξει. Παρήγγειλα την καινούργια μου κάρτα,.
Μετά (με την κάρτα του Γιάννη) έκλεισα τα εισιτήρια για την τουρνέ μου στην Ελλάδα, τώρα λέω να τυπώσω και μπλουζάκια, όπως τα συγκροτήματα, Greek Tour 2013, με τα ονόματα των πόλεων που θα επισκεφτώ. Με περιμένουν όλοι εναγωνίως, αλλά για κάποιο μυστήριο λόγο όλοι θέλουν να με βάλουν να κάνω δουλειές: η Άννα μου λέει «θα μείνεις στη μαμά το Σαββατοκύριακο, αλλά τις καθημερινές θα έρθεις σε μένα, για να βοηθάς να τα πηγαίνουμε σχολείο» (ο Τριαντάφυλλος, λέει, δεν πάει σχολείο άμα δεν έχει τη μπλούζα της πιτζάμας του στην τσάντα, αλλά, τι να κάνουμε, παιδί μας είναι, το αγαπάμε) κι η Στέλλα μου είπε ότι τα πρωινά που αυτή θα είναι στη δουλειά εγώ θα πρέπει να μαγειρεύω. Ευτυχώς, η Ελένη στην Κέρκυρα δεν έχει κατσαρόλες, οπότε εκεί θα γλιτώσω τουλάχιστον το μαγείρεμα. Α, θα μείνω κι ένα βράδυ στη Βίβιαν, ποιος ξέρει αυτή τι θα σκαρφιστεί.
Μέχρι να φύγω, χαίρομαι που θα ξαναδώ το βρωμονήσι μου, διαβάζω το Χαρούκι κι έχω εκστασιαστεί, ευτυχώς υπάρχουν αυτά τα βιβλία και δίνουν νόημα στην ύπαρξή μας και σιδερώνω ατελείωτα, έχω πειστεί πως κάποιος ξυπνάει το βράδυ και ξανατσαλακώνει αυτά που σιδέρωσα, δε γίνεται αυτή η στοίβα να μην κατεβαίνει ποτέ.
Τι άλλο να σας πω; Η ζωή περνάει όπως πάντα, δίπλα μας, ανεπαισθήτως και ανερυθρίαστα, σα να μη ντρέπεται καθόλου. Λείπει τώρα το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου, γι’ αυτό ξεφουρνίζω ανοησίες. Καληνύχτα, πάω να βρω συνταγές για τη Στέλλα.

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Επιστρέφω σε λίγο.



Αχ, ναι, αγαπημένοι, εδώ είμαι, γύρισα επιτέλους σπίτι μου, στη μαύρη τρύπα, στους ριγέ τοίχους και τις γκρι μοκέτες, στο κρεβάτι μου, ρε φίλε, απόλαυση. Καλή η Σαντορίνη, αλλά κι όταν γυρνάς είναι μια ανακούφιση. Τελικά, γι’ αυτό πρέπει να φεύγει κανείς από τα διάφορα μέρη: για να μπορεί να επιστρέφει.
Πριν να φύγω από το νησί, πλακώσανε, κλασικά, κάτι Γάλλοι της τελευταίας στιγμής, ίσα ίσα να μας σπάσουνε τα νευράκια μας. Μετά ήρθε κι ο Γιάννης, επίσης κλασικά, 2 βρακιά και 4 πουκάμισα, ήμαρτον αυτό το παιδί, ποτέ δε θα μάθει να φτιάχνει βαλίτσες, τζάμπα η συνύπαρξη με την ξεναγό. Το αποτέλεσμα ξέρετε ποιο ήταν: να πλένω βρακιά κάθε δεύτερη μέρα. Κι ήταν πολλές αυτές οι ρημάδες οι μέρες, διότι εμείς δε φεύγαμε από τη Σαντορίνη αν δε βρίσκαμε σπίτι ΚΑΙ εργαστήριο για του χρόνου, για να στεγάσει το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου την πιο ωραία τέχνη του κόσμου, τρέμε Σαντορίνη, ερχόμαστε.
Δεν ξέρω αν έχετε ψάξει ποτέ για σπίτι ή επαγγελματικό χώρο στη Σαντορίνη, μιλάμε για πολύ γέλιο. Καταρχάς, εκεί όλα γίνονται ανάποδα: εσύ παρακαλάς τον ιδιοκτήτη να σου επιτρέψει να νοικιάσεις το ακίνητό του, όχι ο ιδιοκτήτης εσένα. Βέβαια, για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να βρεις ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου, πράγμα αδύνατον στη Σαντορίνη, μιλάμε όλο το κέντρο των Φηρών ανήκει σε 3 οικογένειες, ξαδέρφια, αδερφές, παππούδες, θείους και δε συμμαζεύεται κι άντε εσύ να βρεις το σωστό ξάδερφο, παππού, θείο, κλπ. Περισσότερα ξέρουμε για τις ιδιοκτησίες στην πλατεία των Φηρών από την Πολεοδομία. Μετά, πρέπει να τους πεις την ιστορία της ζωής σου, τι θα το κάνεις, γιατί, εσύ, κοπελιά, τι δουλειά κάνεις; Από πού είσαι, γιατί ήρθες εδώ, που θα πας μετά κι άλλα τέτοια.
Βέβαια, επειδή εμείς, για κάποιο λόγο, γινόμαστε πολύ συμπαθείς στους αγνώστους, δεν έχω καταλάβει γιατί, αν οι άγνωστοι ήξεραν πόσο βλαμμένοι είμαστε, δε νομίζω πως θα μας νοικιάζανε τα σπίτια τους, καταφέραμε και βρήκαμε αυτό που ψάχναμε.
Και μετά, δύσκολοι αποχαιρετισμοί: η Τάνια. Η Τάνια είναι η καλή μου φίλη σε εκείνο το νησί (ξέρετε ότι έχω τουλάχιστον μία καλή φίλη σε κάθε νησί) που κάθε απόγευμα λέγαμε τα νέα της ημέρας, σχολιάζαμε τον κόσμο και τα τεκταινόμενα και καμιά φορά πηγαίναμε για φαγητό στον Έξω Γιαλό-άμα βρεθείτε στη Σαντορίνη, να πάτε εκεί οπωσδήποτε. Με δάκρυα στα μάτια, αποχωριστήκαμε την Τάνια, φορτωθήκαμε 2 βαλίτσες, 1 υπολογιστή και 5 σακούλες με κεραμικά (διότι εκτός από εκείνα που αγόρασα εγώ, οι οδηγοί μου, τα γλυκά μου, μού χάρισαν ένα κανατάκι με τα ποτηράκια του, όλα μοβ, ασορτί με το σπίτι μας), μπήκαμε στο Πρέβελης, εξαιρετικό πλεούμενο, και φτάσαμε στην Αθήνα μετά από 9 ώρες, τις οποίες περάσαμε κοιμώμενοι κάτω από μία σκάλα και δίπλα από κάτι Ισπανούς.
Στη δε Αθήνα, καταρχάς είδαμε τον καινούργιο καναπέ της Βίβιαν, φυσικά δεν καθίσαμε, γιατί ο Στέφανος έχει απαγορεύσει να κάθονται άνθρωποι στον καινούργιο καναπέ για τουλάχιστον 10 ημέρες, και μετά είδαμε λίγο και την Αθήνα κι επιτέλους φτάσαμε στην εξωτική Κατερίνη ακριβώς ύστερα από 24 ώρες.
Ε, από τότε, καθαρίζω. Αδερφέ, ο τύπος αυτός δε σφουγγάρισε μία φορά σε 6 μήνες. Μία, όχι πολλές. Σήμερα τελείωσε η καθαριότητα, στρώσαμε και τις γκρι μοκέτες, βάλαμε και το Ντελβουά στη γωνία για να κάτσει (τελικά, αυτά τα χοντρά, βαριά βιβλία μόνο για να στρώνεις τις γωνίες από τις μοκέτες χρησιμεύουν) κι εγώ φούρνισα κάτι γεμιστά, τα οποία είναι ακόμα ακριβώς όπως τα έβαλα στο φούρνο, λέτε μέχρι αύριο το πρωί θα έχουν ψηθεί;
Γενικά, στη Σαντορίνη πέρασα πολύ ωραία, δούλεψα πάρα πολύ, που ήταν και ο σκοπός μας, μαύρισα μέχρι τον ώμο και μέχρι το γόνυ, γνώρισα διάφορους ανθρώπους και κατάλαβα πολλά για τον εαυτό μου. Τώρα θα αναδιπλωθώ, θα ξεκουραστώ, θα κάνω τις χειροτεχνίες μου, θα ανανεώσω την ηλεκτρονική μου παρουσία, αλλά πριν από όλα αυτά, θα πάω στην έρμη μάνα και στην Κέρκυρα. Θα σας κρατώ ενήμερους. Σας αγαπώ όλους.