Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Το έχουμε πει: είναι σαν το σύμπαν.


Παράξενος χειμώνας μπαίνει, παράξενη εποχή. Όλα είναι περίεργα και ρευστά, δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει ή και τι θα σου βραδιάσει ενίοτε, μπορεί εκεί που είσαι ξαπλωμένος κι ήσυχος να σηκωθείς να ντυθείς και να πάρεις τους δρόμους ή εκεί που πίνεις καφέ να σου ‘ρθει ν’ αρχίσεις τα ουίσκια. Και φυσικά, η αντίδραση των ανθρώπων σε όλα αυτά τα παράξενα που συμβαίνουν είναι εξίσου παράξενη και απρόβλεπτη. Και παράλογη, εννοείται. Και όλες οι λέξεις με παρά-παραφυσική, παρατραβηγμένη, παρανοϊκή, κλπ.
Εμείς, για παράδειγμα, στη δουλειά, αυτή τη βδομάδα, παραζαλισμένοι από τις υφέρπουσες φήμες περί χρεοκοπίας, μαζικών απολύσεων και μαζικών εκτοπισμών (παρεμπιπτόντως, μπορούμε επιτέλους να χρεοκοπήσουμε; Δε βαστώ άλλο, αυτή η χρεοκοπία πια είναι σαν τον καιρό στην Κέρκυρα: 7 φορές αυτή τη βδομάδα έχει βρέξει κι έχει κάνει λιακάδα), αρχίσαμε, ψάχνοντας σανίδα σωτηρίας, να μελετάμε το θέμα των μετοχών.
Τι εννοείτε ποιών μετοχών; Σοβαρά μιλάτε, δεν έχετε ακούσει για τις μετοχές τέρατα από την Banque d’ Orient, που τις βρήκε, λέει, ένας πατρινός στο σεντούκι της γιαγιάς του και που αξίζουν, λέει, 67 εκ ευρώ η μία και που θέλει, λέει, αυτός να δωρίσει 4 στο ελληνικό κράτος, αλλά το ελληνικό κράτος, ως περήφανο και άτεγκτο, δεν τις δέχεται; Παιδιά μου, δεν ξέρετε τι γέλιο ρίξαμε μ’ αυτές τις μετοχές. Διότι έρχεται ένα πρωί η συνάδελφος μου και μου λέει «Κατερίνα, εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, δεν ψάχνεις το και το, τις μετοχές, που είδα χτες ένα ρεπορτάζ και μου άναψε η περιέργεια;». Πάω κι εγώ, ψάχνω και βρίσκω αυτό το ζήτημα με τις μετοχές, όπου αυτός ο τύπος, που είναι ζάπλουτος, διότι σύμφωνα με αναλύσεις οικονομολόγου παγκοσμίου κύρους (ότι δηλαδή ο οικονομολόγος παγκοσμίου κύρους-καθηγητής του Χάρβαρντ-στέλεχος της αμερικάνικης γιγατράπεζας θα είχε χώρο, χρόνο και διάθεση να ασχοληθεί με τις μετοχές της γιαγιάς ενός τύπου από την Ελλάδα, την Ελλάδα, προσέξτε) οι 40 μετοχές που έχει αξίζουν συνολικά περί τα 30 τρις ή κάποιον τέτοιον αστρονομικό αριθμό, θέλει να χαρίσει τις 4 στην Ελλάδα, όχι μόνο για να ξεχρεώσει, αλλά και για να αναπτυχθεί περαιτέρω.
Μωρέ, ακούμε τι λέμε; Και φυσικά, εκ των ουκ άνευ, οι κατάπτυστοι, προσκυνημένοι, ψεύτες και πουλημένοι πολιτικοί έχουν καταθάψει το θέμα, διότι πολύ απλά δεν θέλουν να διορθωθεί το πρόβλημα παρά γουστάρουν να είναι ηγέτες μιας ημικατεστραμμένης χώρας και να τους φασκελώνουν άπαντες. Εμείς, βέβαια, δε σας το κρύβω, είχαμε καμιά δυο μέρες που ασχολιόμασταν με τις μετοχές και βρίσκαμε και ερμηνείες και κάναμε και όνειρα: ότι η ανεργία θα πέσει στο -17%, ότι κλωτσηδόν θα διώξουμε την τρόικα κι ότι δε θα χρειαστεί κανείς να ξενιτευτεί για να στέλνει λεφτά στο χωριό. Μετά, συλλάβαμε το μέγεθος της βλακείας μας κι απλά γελούσαμε.
Παράλληλα, μαζί με τις εθνοσωτήριες μετοχές, κυκλοφορεί κι αυτό το mail με τα κατασκευασμένα κατοικίδια, το έχετε δει; Που είναι, λέει, αυτά τα πλάσματα με ζωικό DNA που τα κρατάς ναρκωμένα και σου κάνουν όλες τις χάρες; Άμα είναι να μου σιδερώνουν κιόλας, παίρνω κι εγώ ένα, που κοντεύουν τα σεντόνια να μπούνε μόνα τους στη ντουλάπα. Επίσης, μήπως βγαίνει και κάνα μοντέλο που να γεννάει λεφτά; Κι ένα τέτοιο θέλω. Έλεος. Μου το έχουνε στείλει καμιά 5-6 φορές αυτό το mail κι όχι τίποτε άλλο, σιχάθηκα πια, κάθε φορά να βλέπω αυτές τις εικόνες κι επίσης σιχάθηκα πια να βλέπω να τα πιστεύουν και να τα διαδίδουν, λες κι οι επιστήμονες δεν έχουν καμιά άλλη δουλειά. Κι η φράση κατακλείδα; Αναμένουν έγκριση. Δεν είναι φοβερό; Εντελώς τελεσίδικο. Όλα έχουν συμβεί, η κατάλυση του ανθρωπίνου είδους έχει επέλθει, το μόνο που χρειάζεται για να πουλήσουμε κατασκευασμένα πλάσματα στα παιδιά μας, είναι η έγκριση.
Δεν είναι φοβερή αυτή η επιδημία βλακείας; Χτυπάει ακόμα και τους πιο λογικούς ανθρώπους, διαδίδεται με ταχύτητα αστραπής και έχει ακτίνα τουλάχιστον 300 χμ. Σε περιόδους έξαρσης δε, είναι ανεξέλεγκτη. Προκειμένου να μην αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα, είσαι ικανός να πιστέψεις σε μετοχές που θα σώσουν τον κόσμο (και να αρχίσεις κι εσύ να ψάχνεις στα σεντούκια), σε κατοικίδια-διασταύρωση με το Γκοτζίλα, ότι ξεκίνησε ο πόλεμος με την Τουρκία, τη Σουηδία και τη Γκάνα ταυτόχρονα, στην ομάδα Ε, στους Ελ και στους Γκυζ (είναι εξωγήινοι που ζουν κάτω από του Γκύζη), καθώς και ότι κάπου υπάρχουν κάποιοι που δεν τρώνε, δεν κοιμούνται, δε ζουν, παρά σχεδιάζουν την εξόντωση της χώρας μας, για να εκμεταλλευτούν τα πετρέλαια, τα φυσικά αέρια, σε λίγο θα μας πούνε και για αδαμαντωρυχεία σ’ αυτή την έρμη χώρα.
Παιδιά, να συνέλθουμε λίγο;

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

ΠΕΣ


Π. Ε. Σ.
Το αρκτικόλεξο που χρησιμοποιείται ευρέως (ποιος είναι πάλι αυτός ο Εβραίος;) για να δηλώσει το ΠροΕμμηνοροϊκό Σύνδρομο, παροδικό σύνδρομο που παρατηρείται σε άτομα γυναικείου φύλου, στις ηλικίες 15-45 (χοντρικά), κατά τις ημέρες που προηγούνται της μηνιαίας συνδρομής των εν λόγω ατόμων στην αιματοχυσία του πλανήτη.
Τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου είναι δυνατόν να ποικίλλουν ανάλογα με το ιστορικό (και το αρχαιολογικό) και τη φυσική (αλλά και την οικονομική, την ερωτική, την επαγγελματική και όποια άλλη μπορείτε να σκεφτείτε) κατάσταση της ασθενούς. Επίσης, είναι δυνατόν να ποικίλλουν ανάλογα με την εποχή, τη χρονολογία, τις καιρικές συνθήκες, το δείκτη του ΧΑΑ, την τιμή της βενζίνης, κα.
Εν ολίγοις, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να προβλεφθούν τα χαρακτηριστικά του Συνδρόμου και κατ’ επέκτασιν οι αντιδράσεις της ασθενούς (οπότε, απλά κάντε το σταυρό σας). Ωστόσο, η πρόοδος της επιστήμης και η ενδελεχής παρατήρηση πλείστων περιπτώσεων φίλων, συγγενών, συναδέλφων και αγνώστων στο δρόμο επέτρεψαν στη γράφουσα να συγκεντρώσει, να καταλογογραφήσει και να καταγράψει αλλά όχι να ερμηνεύσει ορισμένα κοινά σε όλες χαρακτηριστικά του Συνδρόμου.
1.Ακατάσχετη και ανεξέλεγκτη επιθυμία να φας τα πάντα. Τα πάντα, όμως, ακόμα και πράγματα που σε κανονικές συνθήκες, δε θα μύριζες καν. Επίσης, μπορείς να τρως συνέχεια, δίχως διακοπή, και σίγουρα οι τετριμμένοι διαχωρισμοί τύπου πρωινό, μεσημεριανό, κλπ, δεν ισχύουν επ’ ουδενί. Εγώ, για παράδειγμα, σήμερα, έφαγα στις 7.15 κέικ καρότου και στις 8.30 σάντουιτς με μαγιονέζα, ντομάτα, τυρί και πάριζα. Μια άλλη φορά είχα φάει 8 αυγόφετες στην κατσιά.
2.Σου τη σπάνε όλοι: η μαμά σου, το αγόρι σου, το κορίτσι σου, ο διπλανός σου, ο πισινός σου, οι τουρίστες  που σταματάνε στη μέση του πεζοδρομίου απροειδοποίητα για να βγάλουν φωτογραφία, ο διευθυντής σου, ο υπολογιστής σου, αυτοί που γράφουν greeklish στα σχόλια του protagon, όλοι, γνωστοί, άγνωστοι, κοντινοί, μακρινοί, δεν έχει σημασία, εσένα σου τη σπάνε κι αυτό φτάνει.
3.Κλαις. Σε άσχετες, ανύποπτες, ενίοτε ακατάλληλες στιγμές, δίχως προφανή (ή και αφανή) λόγο, με λυγμούς, λες και σου συνέβη κάτι πάρα πολύ κακό, θυμάσαι τα πεθαμένα σου και κλαις με μαύρο δάκρυ. Και μετά, σα να μην πέρασε μια μέρα, σκουπίζεις τα μάτια, ρουφάς (με ανείπωτη κομψότητα) τη μύτη, μουντζουρώνεις πιο πολύ το μολύβι, και καλά άποψη κι όχι μουντζούρα, κι ησυχάζεις (αυτό με τα κλάματα, πριν συνειδητοποιήσω ότι οφείλεται στο ΠΕΣ, πολύ με είχε τρομάξει, νόμιζα ότι είχα καμιά πολύ σοβαρή αρρώστια).
Προκειμένου τα συμπτώματα του Συνδρόμου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά και ανώδυνα για την ασθενή και το περιβάλλον της, μόνο μία είναι η συνταγή: υπομονή.
Επίσης, έχω να προσθέσω πως εκτός από το να κάθομαι και να γράφω τέτοιες κοτσάνες, σήμερα, όπως και κάθε μέρα άλλωστε, γύρισα όλη την πόλη μέσα στην καταρρακτώδη βροχή. Αυτό ούτε πρόβλημα είναι ούτε ασυνήθιστο για την όμορφη Κέρκυρα, το πρόβλημα ήταν πως εγώ φορούσα τις ροζ πλαστικές μπαλαρίνες μου (διότι έχω κάνει ένα τάμα να μην φορέσω μπότες πριν από τις 28 Οκτωβρίου, χάρη μου κάνει να ρίξει και βατράχια κι ακρίδες από τον ουρανό), οι οποίες, από ένα σημείο και μετά γέμισαν νερά σαν τη σκούνα Βαγγελή κι εκεί που πανευτυχής πλατσαρνούσα (εξαιρετικά δόκιμος όρος, προλαβαίνω τα κακεντρεχή σχόλια), μου έφευγε η μπαλαρίνα από το πόδι και βρισκόμουν μονοσάνδαλη στη μέση του πεζοδρομίου. Μια φορά, μάλιστα, τινάχτηκε με φόρα και προσγειώθηκε μπροστά στα πόδια μιας Γαλλίδας, η οποί γελάει ακόμα, είμαι σίγουρη. Θα πάτησα ίσαμε 12 φορές ξυπόλητη στα καντούνια τση Κέρκυρας. Στο τέλος, τις έβγαλα και γύρισα απόδετη στο σπίτι, α σιχτίρ πια.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Μόνο μη μου πείτε να βάλω ούζο. Το βαρέθηκα.


Με πονάει ο φρονιμίτης μου: ούτε στον εχθρό μου τέτοιο πράγμα. Χωρίς να είναι κανονικός πόνος, απ’ αυτούς δηλαδή που δε στέκεσαι και δεν κοιμάσαι, είναι πολύ ενοχλητικό, άστε που το είδα και λίγο μαύρο τώρα που κοιταζόμουν στον καθρέφτη κι έχει πάει η ψυχή μου στην κούλουρη, πέθανε ποτέ κανείς από δόντι; Ή θα είμαι εγώ η πρώτη;
Έχει, βέβαια, κι ένα καλό ο πονόδοντος: δεν μπορώ να φάω, διότι φοβάμαι μην το πονέσω αν πάει η τροφή εκεί κι επίσης δεν μπορώ και να μασήσω πολύ καλά. Λέτε να κρατήσει καμιά βδομάδα, τόσο χρειάζεται το στομάχι για να κλείσει και να μη χρειάζεται μετά πολλή τροφή για να γεμίσει, τι λέω, Χριστέ μου, δεν πάω καλά. Αλλά ξέρω εγώ ποιος φταίει, είχα την προηγούμενη βδομάδα το διαιτολόγο σπίτι μου, τι, μου έλεγε, όλο αυτό θα φας; Ούτε εγώ, που είμαι αγόρι, δεν τρώω τόσο πολύ. Όπου το «όλο αυτό» ήταν ένα μπουτάκι από κοτόπουλο και δυο κουταλιές ρύζι. Τι να πω κι εγώ, άδειασα με πόνο ψυχής το ρύζι πίσω στο τάπερ, μασούλησα καρτερικά το κοτόπουλο και λιμοκτόνησα την υπόλοιπη μέρα, ώσπου το βράδυ με μπούκωσε με 3 κομμάτια πίτσα. Είναι λογικό τώρα αυτό; Να μη σε αφήνει το μεσημέρι να φας δυο κουταλιές ρύζι και το βράδυ να σε ταΐζει πίτσα;
Αλλά, τι περιμένω κι εγώ, λογική από αγόρια; Αυτά, από μικρά, δεν έχουν κανέναν ειρμό στις πράξεις και τις σκέψεις τους κι επίσης, κανένα επιχείρημα για να υποστηρίξουν αυτά που κάνουν. Να, πάρτε για παράδειγμα το μαθητή μου τον Άλεξ: πάει τώρα πέμπτη Δημοτικού, κοντεύει τα 10, το χρυσό μου, αλλά επιμένει, όταν γράφει αρχικούς χρόνους (αυτή την πολύ δύσκολη άσκηση στη γλώσσα, όπου πρέπει να γράψεις ένα ρήμα σε όλους τους χρόνους, στο πρώτο πρόσωπο, δηλαδή στο εγώ), να γράφει τους μισούς με κεφαλαίο και τους άλλους μισούς με μικρό. Ο ενεστώτας είναι στάνταρ με μικρό, ο παρατατικός παραμένει αδιευκρίνιστο, διότι το σχήμα δε σε βοηθάει να καταλάβεις αν πρόκειται για μικρό ή κεφαλαίο και το μέγεθος δεν είναι κριτήριο (έτσι κι αλλιώς, τα μισά γράμματα απειλούν να φάνε τα άλλα μισά), ο αόριστος ανυπερθέτως με κεφαλαίο κι οι υπόλοιποι χρόνοι κατά βούληση, συμβαίνει δε το εξής παράδοξο: στους μέλλοντες, η πρώτη λέξη, εξακολουθητικός ή στιγμιαίος ή συντελεσμένος, είναι με μικρό, αλλά ο μέλλοντας πάντα με κεφαλαίο. Στη αρχή πάλευα να το τακτοποιήσουμε, αλλά τώρα έχω παραιτηθεί, μπορεί το παιδί να είναι καλλιτεχνική φύση και να το εκφράζει έτσι.
Κι επειδή σας έχω μπερδέψει, θα διευκρινίσω πως έχω όντως μαθητές, αλλά είναι μόνο δύο, δεν είμαι δασκάλα, απλά είναι δυο παιδάκια που οι μαμάδες είναι η μία Γαλλίδα κι η άλλη Ιταλίδα και τα βοηθάω λίγο στο διάβασμα. Τα είχα βρει τον πρώτο χρόνο που ήμουν στο νησί και η οικονομική μου κατάσταση ήταν αξιοθρήνητη κι έκτοτε δεν μπορούν να με αποχωριστούν, οπότε συνεχίζω κι ας σημαίνει αυτό ότι φεύγω από το σπίτι στις 7 το πρωί και γυρνάω στις 6 το απόγευμα.
Ο άλλος μαθητής μου, ο Θωμάς, είναι λίγο βαρύς, έτσι, δε μιλάει πολύ κι ούτε σηκώνει πολλά πολλά, θυμώνει εύκολα. Και δε με πολυχωνεύει κιόλας ή έτσι θέλει να δείχνει, για να μη του πάρω και τον αέρα. Όταν χτυπάω το κουδούνι, φωνάζει «μαμά, πάλι ήρθε αυτή». Την άλλη φορά, είχε η μαμά του ένα περιοδικό που το είχε διαβάσει κι ήθελε να μου το χαρίσει να το διαβάσω κι εγώ. Μου το δίνει, λοιπόν, και μου δίνει και μια σκιά που είχε δώρο το περιοδικό. Και να σηκωθεί, παιδιά μου, ο Θωμάς και ν’ αρχίσει να φωνάζει «της δίνεις και τα πράγματά σου, δε φτάνει που της δίνουμε τόσα λεφτά, της χαρίζεις και το περιοδικό από πάνω και να της το πάρεις πίσω», καλά, η μαμά καταντράπηκε κι εγώ είχα ξεραθεί στα γέλια. Ο Θωμάς είναι καλός μαθητής, αλλά όταν βαριέται, πράγμα που συμβαίνει κυρίως τις Παρασκευές, μπορείς να φτάσεις κι ως την παιδοκτονία. Ειδικά τα Αγγλικά, διότι πάνε και Αγγλικά, δεν τα θέλει καθόλου, τα λέει Άγγλικα, από τότε που έμαθε ότι το ugly σημαίνει άσχημος.
Ο δε Άλεξ, όταν λέει κοτσάνα κι εγώ ρίχνω απελπισμένη το κεφάλι μου στα χέρια, μου λέει «μην απελπίζεσαι, Κατερίνα, είμαι μισός Γάλλος και γι’ αυτό δεν μπορώ να ξεχωρίσω το ρήμα από το ουσιαστικό και δυσκολεύομαι στην ορθογραφία, δε φταις εσύ», το σκασμένο, κι εγώ του απαντάω πως και στα Γαλλικά το ρήμα και το ουσιαστικό είναι δύο διαφορετικά πράγματα και κάποτε θα τα βρει μπροστά του και με λέει κακεντρεχή-εγώ φταίω που του έμαθα τι σημαίνει αυτή η λέξη.
Βέβαια, ο Άλεξ είναι και πιο ερωτιάρης: έχει ένα κορίτσι, την Αθηνά, και κλέβει τα κοσμήματα της μαμάς του για να τα χαρίζει στην Αθηνά κι ευτυχώς τα βρίσκει η μαμά της και τα επιστρέφει στη μαμά του Άλεξ. Επίσης, προχτές μου περηφανευόταν πως φίλησε το κορίτσι του φίλου του πριν το φιλήσει ο ίδιος ο φίλος του, διότι παίζανε μπουκάλα και του έτυχε.
Ο Θωμάς, με τα κορίτσια δεν τα πάει πολύ καλά: λέει ότι είναι χαζά κι εγώ του λέω πως πάντως ένα κορίτσι θα διάβαζε τι πρέπει να κάνει στην άσκηση πριν ξεκινήσει να την κάνει και πελαγώσει κι επίσης ένα κορίτσι θα είχε επιτέλους μάθει πως η ορθογραφία γράφεται με όμικρον κι όχι με ωμέγα, μα είναι δυνατόν; Μάλιστα, γράφει στο βιβλίο «ορθω» για να μην ξεχάσει ποιές λέξεις έχει ορθογραφία, σας λέω, καμία λογική.
Μετά από όλα αυτά, πώς να διατηρήσω εγώ την ψυχική μου ηρεμία; Το δόντι συνεχίζει να πονάει, έχω και να μαγειρέψω, τουλάχιστον σταμάτησε να ουρλιάζει η απέναντι, η οποία έχει παράπονο πως κάποιος περαστικός αφόδευσε χτες έξω από την πόρτα της κι όλο το πρωί «ρίχνω χλωρίνες, κυρα-Βάσω μου, που να του χέσω τη μάνα και τον πατέρα, εδώ δεν είναι οι Άγιοι Πατέρες (το όνομα της συνοικίας), μπουρδέλο είναι, έρχεται και χέζει ο καθένας κι ο Γιωργάκης (ο ΓΑΠ, ντε!) τσεπώνει». Τι σχέση να ‘χει τώρα ο Γιωργάκης και με ποιόν τρόπο τσεπώνει, αυτό δεν το έχω διευκρινίσει ακόμα.
Αν δε φανώ μες στη βδομάδα, θα έχω πεθάνει από το δόντι. Σας αφήνω παρακαταθήκη.

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Όλο μέλι μέλι κι από τηγανίτα τίποτα.

Καταρχάς, έχω να δηλώσω πως το φθινόπωρο δεν θα έρθει ποτέ εδώ και πως όσοι από εσάς δεν αντέχετε το κρύο, να μεταναστεύσετε πάραυτα στην Κέρκυρα: η ζέστη συνεχίζει να είναι φρικτή, δεν υπάρχει κανένας Σεπτέμβριος, είμαστε καταδικασμένοι σε έναν αιώνιο Αύγουστο. Το επόμενο μέρος που θα ζήσω θα είναι η Μόσχα. Μη σας πω η Πετρούπολη, που έχει και λευκές νύχτες. Επίσης, έχω να δηλώσω πως αυτές τις μέρες υπήρχαν πάρα πολλές συζητήσεις, πάρα πολλά τηλέφωνα, πάρα πολλά βρισίματα, πάρα πολλά κλάματα και πάρα πολλές φωτογραφίες για να μπορέσω να γράψω, οπότε αυτός είναι ο λόγος που εξαφανίστηκα. Δε φαντάζομαι να πιστέψατε πως τα παράτησα;
Το έχουμε πει: πονάν, ωρέ, τα παληκάρια; Δεν πονάν, βέβαια, κι ας έχουν φάει το βρίσιμο της ζωής τους και τις κατραπακιές της ζωής τους τις τελευταίες 5 μέρες. Η τελευταία δήλωση που έχω να κάνω είναι πως για πολλοστή φορά διαπίστωσα ότι η βλακεία είναι σαν το σύμπαν: δεν τελειώνει ποτέ. Μωρέ, εφεδρεία που χρειάζεται αυτή η χώρα.
Τέλοσπαντων, μέχρι η εφεδρεία να ενεργήσει, θα φάω εγώ τώρα τα μοβ και τραγανά σταφύλια μου και θα σας πω για μια ταινία που είδα τις προάλλες, η οποία μου θύμισε μια άλλη ταινία που είχα δει κάποτε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης με την αδελφή μου κι είχαμε ρίξει τέτοιο γέλιο που έκτοτε δε μας ξαναβάλανε στο Ολύμπιον. Τη θυμήθηκα τώρα που μιλούσα με το αδέλφι μου κι είπα, δε γράφω να ξαλεγράρουμε λιγάκι, διότι αυτή η πανσέληνος μας έχει πάει, συγγνώμη κιόλας, γαμιώντας λίγο και θα αρχίσω να ουρλιάζω σαν το λυκάνθρωπο-και καλά να ουρλιάζω, άμα με πιάσει κι αρχίζω να δαγκώνω, να δω ποιος θα με μαζέψει.
Είδα, που λέτε, προχτές, αυτή την τούρκικη ταινία, το «Μέλι», δεν ξέρω αν την ξέρετε, εγώ πάντως δεν την ήξερα, αλλά όλοι οι άλλοι που ρώτησα την ήξεραν, με αποτέλεσμα για άλλη μια φορά να συνειδητοποιήσω το μέγεθος της ασχετοσύνης μου και να νιώσω ένα ανήξερο ζούδι. Το Μέλι, λοιπόν, πολύ ωραία ταινία, αν και λίγο αργή, ρε παιδί μου, μας έδειχνε για κάνα δεκάλεπτο το μελισσοκόμο που είχε κρεμαστεί από το κλαδί του δέντρου παράλληλα με το έδαφος, εντάξει, τον συμπόνεσα το μελισσοκόμο και το παιδάκι του που δεν ήθελε να μιλήσει, το καταλαβαίνω, αν ξεκινήσεις να μιλάς πρέπει να συνεχίσεις κι αυτό δεν ξέρεις που θα σε βγάλει, αλλά βάλε εκεί και μια ιστορία, υποτυπώδη έστω, να πεις έκανα μια ταινία, αυτό ήταν σαν έκθεση φωτογραφίας: εξαιρετικές εικόνες η μία δίπλα στην άλλη. Εντάξει, προφανώς κάτι είχε να πει η ταινία, εγώ μάλλον δεν το άκουσα, καλά, νύσταζα κιόλας και πρέπει να έχεις και μια πνευματική διαύγεια να τις παρακολουθήσεις αυτές τις ταινίες, που μοιάζουν με τα βιβλία αυτά για τα οποία κάποιος κάποτε (δε θυμάμαι ούτε ποιος ούτε πότε, γνωστός μου ήταν πάντως) είχε πει: εντάξει, φίλε, μη το λες βιβλίο, πες σκόρπιες σκέψεις ριγμένες τυχαία, μην παραπλανείς τον κόσμο.
Με ρώτησε η Βάσια πως μου φάνηκε η ταινία, διότι (και αυτή) έχει ακούσει, λέει, πολύ καλά λόγια κι εγώ της είπα ότι ήταν σαν αυτή που είχαμε δει τότε, στο Φεστιβάλ. Δε θυμάμαι με τίποτα πως τη λένε, την έψαξα λίγο στο Youtube, αλλά δε τη βρήκα, ρε γαμώτο, αν σας θυμίσει εσάς κάτι, να μου το πείτε.
Πάμε, λοιπόν, με τη Βάσια στο σινεμά, όλο χαρά που θα δούμε ωραία ταινία στο Φεστιβάλ, είχε προηγηθεί η σχετική έρευνα και υπολογισμός ωρών και εισιτηρίων με βάση το πρόγραμμα, καθόμαστε κι αρχίζει η ταινία. Και μας δείχνει την ανατολή του ηλίου. Σε πραγματικό χρόνο. Αφού είπα, πάει ξημέρωσε, πάμε να φύγουμε, να πάμε και στη δουλειά. Η Βάσια μου λέει, σκάσε, ηλίθια, τώρα θα αρχίσει. Αρχίζει. Βγαίνει ο ήλιος, ξημερώνει ο Θεός τη μέρα και μας δείχνει μια οικογένεια πολυμελή που κάνει την πρωινή προσευχή, πάνω από τα μπολ με το κουάκερ. Για κάνα τέταρτο προσεύχονταν. Σιωπηρά. Εγώ, όπως καταλαβαίνετε, έχω ήδη αρχίσει να γελάω. Τελειώνει η προσευχή, αλλάζουν μια κουβέντα, τρώνε το κουάκερ, σκορπίζουν όλοι στις αγροτικές εργασίες κι ο πατέρας της οικογένειας πάει και στέκεται στο κούφωμα της πόρτας και καπνίζει, πολύ σκεφτικός, εννοείται αμίλητος κι εννοείται για 10 λεπτά τουλάχιστον κάπνιζε. Φαινόταν ότι κάποιο μεγάλο πρόβλημα τον ταλάνιζε.
Εν πάση περιπτώσει, η ταινία παίρνει λίγο μπρος κι αντιλαμβανόμαστε πως το πρόβλημα του πατέρα έγκειται σε μια εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε, η οποία μεγάλες τύψεις του έκαμε, δεδομένου ότι επρόκειτο περί αρκούντως θρησκευάμενης και θεοφοβούμενης οικογενείας, την οποία αυτός πρόδιδε καθημερινά, καθώς δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ήταν μεγάλος ο έρως και το πάθος. Σημειωτέον πως την κυρία της εν λόγω παράνομης σχέσης δε μας την έχει δείξει ακόμα, παρά μόνο ένα μπούτι εδώ, λίγο ώμο παραπέρα κι άλλα τέτοια ναζιάρικα. Σαφώς, ωστόσο, έχει υπονοηθεί πως είναι μεγάλη καλλονή και ηθοποιός διεθνούς κλάσεως. Εγώ συνεχίζω να γελάω, με είχε πιάσει νευρικό πια, καθότι συνειδητοποιούμε με την αδελφή πως μπροστά μας κάθεται ο βουκόλος, όπου βουκόλο εμείς στην οικογένειά μας λέμε αυτόν τον τύπο με το μουστάκι που παρουσίαζε το πάλαι ποτέ εκείνη την εκπομπή στην ΕΡΤ με τις ταινίες (κάθε Δευτέρα νομίζω ήτανε), τη θυμάστε; Και τόνε λέμε βουκόλο, διότι έλεγε περιγράφοντας την ταινία «ο βουκόλος κι η βουκόλα τρέχουν στις ραχούλες» και κάτι τέτοια.
Οπότε φανταστείτε τώρα: ο πάτερ φαμίλιας ασύστολα πηδιέται με τη μυστηριώδη ύπαρξη στα δάση, στα διαλείμματα προσεύχεται πάνω από το κουάκερ, εμείς έχουμε ξεραθεί στα γέλια και μπροστά μας κάθεται το ιερό τέρας του σινεμά των παιδικών μας χρόνων. Ώσπου κάποια στιγμή, μας δείχνει το πρόσωπο της μυστηριώδους, το οποίο χαρακτηρίζεται από μια μύτη σαν το νεροχύτη, στολισμένη και με μια κρεατοελιά ωσάν της μάγισσας. Εγώ πέφτω από την καρέκλα γελώντας, ο βουκόλος αυθορμήτως αναφωνεί «Παναγία μου!», οπότε πέφτει και η αδελφή μου από την καρέκλα και βάζει τα γέλια και η υπόλοιπη αίθουσα. Δικαιωνόμαστε.
Αφού ηρεμήσουμε, η ταινία συνεχίζεται και αποκαλύπτεται εν τέλει η παράνομη σχέση, με το σύζυγο να μη δέχεται να τη διακόψει και τη σύζυγο, μη μπορώντας να πάρει διαζύγιο, να παθαίνει εγκεφαλικό και να πεθαίνει αφήνοντας ορφανά τα περίπου 14 παιδιά τους (σίγουρα δεν είχαν τηλεόραση, για σινεμά δεν το συζητάμε). Στη δε κηδεία της μάνας, έρχεται και η τσούλα αντροχωρίστρα μυτόγκα ηθοποιός, που την κοιτάνε όλες με μισό μάτι, να υποβάλλει τα συλλυπητήριά της, αλλά εδώ πληρώνονται όλα, διότι ξεφτιλίζεται, ο ερωτευμένος ούτε να τη φτύσει και αποχωρεί. Και έρχεται το μεγαλειώδες φινάλε: το μικρότερο από τα περίπου 14 παιδιά πάει να φιλήσει τη μαμά του, που νομίζει πως κοιμάται, και της λέει «ξύπνα, μαμά, μην κοιμάσαι» και η πεθαμένη ξυπνάει. Ναι. Ανασταίνεται η νεκρή (και εσχατολογικό περιεχόμενο η ταινία), σηκώνεται από το νεκροκρέβατο και πάει να ετοιμάσει το δείπνο, σα να μην πέθανε ποτέ.
Η τελευταία σκηνή της ταινίας, όπως μπορείτε να φανταστείτε, μας έδειξε τη δύση του ηλίου. Σε πραγματικό χρόνο. Ευτυχώς που δε μας έδειξε και όλη την οικογένεια να κοιμάται σε πραγματικό χρόνο. Μετά την ταινία, είχε και συζήτηση με το σκηνοθέτη, όπου εμείς φύγαμε κρυφά, διότι ο σκηνοθέτης μας είχε δει που γελούσαμε. Ο βουκόλος, ωστόσο, αν και ιερό τέρας, είχε φύγει μεσούσης της ταινίας και κανείς δεν τον κακοχαρακτήρισε.
Σας εξορκίζω, πιστοί μου αναγνώστες, αν κάνετε ποτέ ταινία, κοιτάξτε να έχει ιστορία. Και τα πλάνα άνω των 3 λεπτών, δεν είναι πλάνα. Είναι φωτογραφίες.
Σας φιλώ.

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Αν κοιμηθώ νωρίς, θα σηκωθώ νωρίς. Αν πάλι όχι, ξανά θα σηκωθώ νωρίς.


Νύσταξα, ρε παιδιά. Αυτό το καινούργιο ωράριο, το 7-3, τελικά καθόλου δε με εξυπηρετεί. Στην αρχή ξυπνούσα όλο χαρά γύρω στις 6.30 και προλάβαινα να κάνω τα πάντα: να ντυθώ φυσιολογικά, να βαφτώ σαν άνθρωπος κι όχι σα ρακούν, να βγάλω τα σκουπίδια, μέχρι και το κρεβάτι έστρωνα, απίστευτο; Είμαι ο Flashman, αφού ο γείτονας έκανε παράπονα διότι, λέει, τον ξυπνάνε οι αστραπές που βγάζουν τα χέρια μου από την ταχύτητα (εντάξει, το ‘καψα).
Τώρα; Μετά από καμιά δυο βδομάδες ξυπνήματος του γαλατά; Στην καλύτερη περίπτωση ξυπνάω στις 6.52, δηλαδή 8 λεπτά πριν την ώρα που υποτίθεται ότι χτυπάω κάρτα: για στρώσιμο κρεβατιού ούτε λόγος, σήμερα κόντεψα να πνιγώ μόνη μου προσπαθώντας να απαγκιστρωθώ από το σεντόνι, ντύνομαι σε χρόνο ανύποπτο και φοράω ταυτόχρονα τη μπλούζα και τη φούστα, με αποτέλεσμα να μπουρδουκλώνομαι κι έτσι να χάνω ακόμα περισσότερο χρόνο. Η ταχύτητά μου στο μακιγιάζ είναι αξιοθαύμαστη, μόνο και μόνο γι’ αυτό με παίρνουν άνετα στο Next top model (χαχα, και για όλα τα υπόλοιπα, βέβαια), και τα αποτελέσματα αμφισβητήσιμα, σκέφτομαι τώρα να μετακομίσω τα βαφτικά μου όλα στο γραφείο και να βάφομαι εκεί, να έχω πιει μια γουλιά καφέ, βρε αδερφέ, να μη μπερδεύω τη μάσκαρα με το κραγιόν, αν και ο τύπος αυτός (τον έχετε δει; Αν όχι, σπεύστε, θα ξεραθείτε στα γέλια) την έχει βρει τη λύση στο πρόβλημά μου.
Αφού λοιπόν τα καταφέρνω να ντυθώ και να βαφτώ (με τα παπούτσια έχω ένα θέμα, πάνω από 3 φορές έχω κατηφορίσει μέχρι την πλατεία με τις σαγιονάρες, θεά, φλιατς φλιατς 7 η ώρα το πρωί στη μέση από το Λιστόν), αν έχω θυμηθεί να βγάλω τα σκουπίδια από το βράδυ, καλώς, αλλιώς θα μείνουν εκεί μέχρι να ζωντανέψουν και να κατέβουν μόνα τους, πρέπει να τραβήξω το καλοριφέρ από την πόρτα και να θυμηθώ να ξανακλειδώσω φεύγοντας, διότι η Ρενάτα φοβάται.
Ειλικρινά, δεν ξέρω πως φτάνω στη δουλειά, τη μια στιγμή είμαι στο ασανσέρ και την επόμενη ανεβαίνω τα σκαλιά του μουσείου. Είμαι περήφανη πάντως για τον εαυτό μου: με παπούτσια ή χωρίς, με μάσκαρα στα χείλια, εγώ φτάνω πάντα στην ώρα μου και μετά πέφτω μέσα στον κουβά με τον καφέ για να αποκτήσω την επαφή με το περιβάλλον.
Το έχω σκυλομετανιώσει, όπως φαντάζεστε, το 7-3, αλλά τώρα είναι αργά. Θα το  λουστώ. Επίσης, τώρα είναι καλά ακόμα, φέγγει ήδη όταν φεύγω, σε κάνα μήνα να με δω, φακό θα χρειάζομαι να πάω ως εκεί, σβήνουν και τα φώτα στις 6.30. Αφήστε που όταν πίνεις καφέ στις 7, κι εγώ δεν μπορώ τον καφέ να τονε πιω ξεροσφύρι, ρε παιδιά, θέλω το μπισκοτάκι μου, το κεκάκι μου, κάτι, ε, στις 9.15 τρώω και άνθρωπο από την πείνα. Φαύλος κύκλος: αν φας το κολατσιό σου στις 9.15, θα θες το μεσημεριανό σου στη 1 και στις 3 θα τρως απογευματινό, διατροφική καταστροφή.
Τίποτα, λάθος επιλογή το 7-3, έπρεπε να είχα πάρει το 9-5, άρχοντας θα ήμουν.
Εν πάση περιπτώσει, σας είπα τον πόνο μου, συμμεριστείτε τον, κι εγώ πάω για ύπνο, κοντεύει 12, σιγά μην ξυπνήσω αύριο στις 6.30, μ’ αρέσει που βαυκαλίζομαι κι ότι θα απλώσω και τα ρούχα πριν φύγω, ωραίο αστείο.