Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Κυνηγώντας την επιτυχία (κάπου σκόνταψα).


Να πλύνω τα συρτάρια ή να γράψω για το πολυήμερο που πήγα; Αν πλύνω τα συρτάρια, θα μπορέσω να αδειάσω τουλάχιστον 2 βαλίτσες και 3 κούτες, δεδομένου ότι τα εν λόγω συρτάρια είναι βαθιά σαν τον Άδη, αν, όμως, γράψω για το πολυήμερο, θα είναι καλύτερα, δεν θα είναι;
Ε, ναι, λοιπόν, δεν πάνε από ‘δω και τα συρτάρια, εγώ πήρα το βάφτισμα του πυρός στα πολυήμερα. Καταρχάς, πολυήμερο, εμείς οι ξεναγοί, λέμε όταν συνοδεύεις ένα γκρουπ για πάνω από μία ημέρα και του λες τα πάντα (ή σχεδόν τα πάντα) για όποιο μέρος επισκέπτεστε. Επίσης, στα πολυήμερα, μόνο που δεν κοιμάσαι μαζί με το γκρουπ. Όλα τα άλλα τα κάνεις μαζί με το γκρουπ.
Εγώ, ως συνήθως, ήμουν τυχερή, διότι μου έτυχε σχολείο και μάλιστα δημοτικό, όπου, όπως αντιλαμβάνεστε, τα πιτσιρίκια ήταν μαζεμένα στη γαλαρία και καμία διάθεση δεν είχαν να ακούσουν για τίποτε. Οι συνοδεύουσες μαμάδες επίσης ήταν μαζεμένες στη μέση του λεωφορείου και επίσης δεν άκουγαν τίποτα. Κάποια στιγμή, μάλιστα, μία από αυτές είχε ανοίξει ένα βαλιτσάκι-πάγκο κοσμημάτων και πουλούσε αυτά τα ελεεινά πλαστικά δαχτυλίδια που είναι της μοδός, τα ξέρετε; Εγώ έκανα διάλεξη για τον κρόκο Κοζάνης (α, εξαιρετικό μπαχάρι, σου λέει, ο κρόκος Κοζάνης, παγκοσμίως ονομαστό και με ωραίο κίτρινο χρώμα, άλλη φορά θα σας πω για τον κρόκο) κι αυτές αγόραζαν βραχιόλια και δως του να κακαρίζουν ασταμάτητα. Ο οδηγός μου με κοιτούσε με συμπόνια (ή με λοβοτομή, δεν το έχω διευκρινίσει ακόμα) και κουνούσε το κεφάλι με κατανόηση (ή ίσως να κουνιόταν από μόνο του, σαν αυτά τα σκυλάκια που βάζεις στο αυτοκίνητο). Ως εκ τούτου, μου είχαν απομείνει ως ακροατές οι δάσκαλοι, που κατά κανόνα σου την πέφτουν κι αν είσαι τυχερή, σου τυχαίνει και κάνας ωραίος, κάτι που στην περίπτωσή μας δε συνέβη, οπότε την πάτησα και μου έμεινε το πέσιμο.
Εν πάση περιπτώσει, εγώ συνέχιζα τις διαλέξεις μου, οι οποίες τελικά δεν ήταν και τόσες πολλές ώστε να καλύψουν τις 2,5 ώρες διαδρομή ως τα Γιάννενα, αλλά αυτό κάνουμε ότι δε συνέβη και προχωράμε με το κεφάλι ψηλά και σα να ξέρουμε ακριβώς που πηγαίνουμε, κάτι πολύ σημαντικό για τον ξεναγό: πρέπει πάντα να δείχνει ότι ξέρει που πάει κι ας μην έχει ιδέα. Κάποτε, φτάνουμε στο Πέραμα Ιωαννίνων, όπου έχει ένα πολύ ωραίο σπήλαιο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες και όλα τα άλλα που έχει ένα σπήλαιο. Τα παιδιά έβγαζαν κρυφά φωτογραφίες και ούρλιαζαν κι οι μαμάδες ανησυχούσαν διότι η υγρασία του σπηλαίου θα τους χαλούσε το μαλλί και είχαν πάει και στο κομμωτήριο (τώρα, πας στο κομμωτήριο για να συνοδέψεις το παιδί σου στην τριήμερη εκδρομή του σχολείου; O tempora o mores).
Μετά το σπήλαιο, που ευχήθηκα να ‘βγαινε κάνας δεινόσαυρος και να φάει τις μαμάδες, πήγαμε στα Γιάννενα και στο νησί της λίμνης, όπου μετά από τις θερμές ικεσίες μου, τα παιδιά το βουλώσανε για 5 λεπτά και τους είπα την ιστορία της κυρά-Φροσύνης. Μετά, άρχισαν πάλι να ουρλιάζουν και μια ηλίθια μαμά, μια νευρικιά νεανίζουσα, τα έβαζε να αγκαλιάσουν έναν πλάτανο για «να δούμε πόσα παιδάκια χρειάζονται να αγκαλιάσουν αυτόν τον πλάτανο». (Εγώ μιλούσα κατά τη διάρκεια του πλατάνου, έτσι;)
Την επόμενη μέρα πήγαμε στη Δωδώνη, όπου δε χρειάζεται να σας πω πόσα κρύα αστεία περί παγωτών άκουσα από τον πέφτοντα δάσκαλο-κάμερα μαν κι όπου παραδόξως τα βλαμμένα με άκουσαν για μισή ώρα περίπου-ρεκόρ. Μετά, είχαμε να πάμε στο Νεκρομαντείο, που είναι αυτό που λέει η λέξη, αλλά τα παιδάκια ήταν πεπεισμένα ότι θα πηγαίναμε στο νεκροτομείο και δεν ήθελαν με τίποτα να πάμε. Με τα πολλά τα έπεισα και είπαμε κι όλες τις ιστορίες για τους αρχαίους ιερείς που έπειθαν τους επισκέπτες ότι συνομιλούν με τους νεκρούς κι όλα αυτά, ώσπου ένα παιδάκι κάνει την ερώτηση κλειδί: «κυρία, οι νεκροί αυτοί ήταν έλληνες;». Τι να απαντήσω η ξεναγός; Αμερικάνοι, του λέω, παιδί μου, ήταν, και με κοίταζε αποσβολωμένο.
Ευτυχώς που μαζί μου ήταν η συνάδελφός μου η Ράνια και τα βράδια ανταλλάσσαμε εντυπώσεις και σημειώσεις για να βεβαιωθούμε ότι θα πούμε εντελώς τα ίδια. Η Ράνια, βέβαια, έλεγε περισσότερα, διότι είχε τον αυστηρό κύριο Ηλία στο λεωφορείο της και παιδιά-μαμάδες ήταν σούζα. Ο δε κύριος Ηλίας ήταν εντελώς ανόητος και ήθελε να επισκεφτούμε και το παραμικρό σπιτομάζωμα που πετυχαίναμε στο δρόμο μας, με αποτέλεσμα να πάμε σχεδόν με το ζόρι σε ένα Ζαγοροχώρι που βγάζει ωραίες τυρόπιτες και παραλίγο να αφήσουμε εκεί δύο μαμάδες που είχαν παραγγείλει τυρόπιτα και η θεια την έστρωνε εκείνη την ώρα. Έλεος.
Όταν μαζέψαμε τυρόπιτες και μαμάδες, πήγαμε στο γεφύρι της Κόνιτσας κι εγώ μπερδεύτηκα και τους κατέβασα από άλλο δρόμο, που δεν ήταν δρόμος παρά κατσικόδρομος, αλλά το έπαιξα και καλά περιπέτεια κι έτσι ενθουσιάστηκαν όλοι, εκτός από μια ξανθιά ασπροντυμένη μαμά, την οποία κόντεψα να πετάξω κάτω από το γεφύρι, διότι μου είχε σπάσει τα νεύρα, τα ήθελε όλα στο χέρι κι είχε απαίτηση να της πούμε που έχει κρεπατζίδικο στη μέση του πουθενά, γιατί δεν ήθελε να φάει σε ταβέρνα.
Την τελευταία μέρα του ταξιδιού γελάσαμε πολύ με τη Ράνια, γιατί ένας από τους συνδαιτυμόνες μας θεώρησε σωστό, την ώρα που τεμαχίζαμε το απαραίτητο μπιφτέκι, να μας περιγράψει πως βρήκε πεθαμένο και παγωμένο τον πατέρα του πάνω στην πολυθρόνα. Μας έκανε και την έκφραση που είχε ο νεκρός. Η Ράνια δεν άντεξε κι έκανε ότι μιλάει στο κινητό, εγώ όμως άκουσα ολόκληρη την ανατριχιαστική ιστορία ενώ έτρωγα το μπιφτέκι μου. Μετά από αυτό, πήραμε τον δρόμο του γυρισμού κι εγώ, επειδή είχα βαρεθεί να ψάχνω ποια βουνά περνάμε, πήγα στη γαλαρία κι έπαιζα παντομίμα με τα παιδάκια, ώσπου φτάσαμε.
Πάντως, εγώ πέρασα πολύ ωραία, έκανα μερικά λάθη, έκανα και μερικά σωστά, αλλά πάνω απ’ όλα, κατάλαβα για άλλη μια φορά πόσο λατρεύω αυτή τη δουλειά και πόσο ευτυχής είμαι που μπορώ να την κάνω και ότι ζούμε στην πιο ωραία χώρα του κόσμου. Πάω τώρα να πλύνω τα συρτάρια, για να προσγειωθώ λιγάκι.

7 σχόλια:

gebagia είπε...

φίλη μου Κατερίνα, καλή αρχή με τις ξεναγήσεις(αν αρχίζεις τώρα)!Είχα μια πεποίθηση ότι οι ιστορίες σου είναι τόσο απολαυστικές εξαιτίας του τρελόνησου. Τελικά αποδείχτηκα λάθος καθώς η τελευταία σου ιστορία μου αποδεικνύει περίτρανα ότι εκπέμπεις τρελοαέρα από μόνη σου!

Κατερίνα είπε...

Μπάμπη μου, σίγουρα το βρωμονήσι βοηθούσε, αλλά γεγονός είναι πως κι εγώ από μούρλια δεν πάω πίσω.
Η αρχή καλή είναι, το τέλος δεν ξέρω.

γωγώ δαβ. είπε...

Καλή αρχή, Κατερίνα!!!!

Calliope είπε...

Άντε, καλή αρχή κι όταν μαζέψεις εμπειρίες, θα μας πεις ποιο είδος κοινού είναι το εκνευριστικότερο και πιο τι πιο αξιαγάπητο.

Κατερίνα είπε...

Μερσί για τις αρχές.
Όσο για τα κοινά, Καλλιόπη μου, σκοπεύω γενικά να γράψω ένα βιβλίο για τους ξεναγούς και το επάγγελμά τους, αλλά όχι ακόμα. Σε λίγα χρόνια. Επίσης, έχω να σου πω πως έχω βρει κάτι γράμματά σου από τη Γαλλία κι έχω ρίξει το γέλιο της αρκούδας. Σε φιλώ.

Ανώνυμος είπε...

επέθανα στο γέλιο !!!!
και μετά σηκώθηκα και έγραψα:
από τα καλύτερα (παραδόξως..)
ΕΥΓΕ!

Κατερίνα είπε...

Αει μαρή, δε βγήκε το κόμμα σου κι έχεις ξινίσει.