Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Ιστορίες για αυτοκράτορες.


Μεγάλη Τρίτη σήμερα, βοήθειά σας, και στις εκκλησιές διαβάζουν το τροπάριο το λεγόμενο της Κασσιανής, το οποίο εγώ προσωπικά δεν θυμάμαι (μπορεί και να μην ξέρω, νομίζω δεν πήγα ποτέ στην εκκλησία Μεγάλη Τρίτη) τι και πως το λέει, ξέρω μόνο τον περίφημο πρώτο στίχο: η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, προφανώς, δοξάζει τον Κύριο ή κάτι ανάλογο της ημέρας. Το θέμα είναι πως αυτή η Κασσιανή έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που θέλω να σας τη διηγηθώ σε περίπτωση που δεν τη ξέρετε και σε περίπτωση που την ξέρετε, να σας δώσω μια ερμηνεία, βρε αδερφέ. Διότι, μην κοιτάτε που δε με προτιμούν, είμαι καλή ξεναγός και ξέρω πολλά πράγματα και ξέρω και να τα λέω καλά, θα μάθω να τα λέω και στα ρώσικα, που θα μου πάει, και είμαι και καλή συνάδελφος, λέω ιστορίες για να τις ξεσηκώνουν οι φιλενάδες μου οι ξεναγίνες! Ξεφεύγω, όμως, κι αυτό δεν είναι καλό.
Η Κασσιανή, λοιπόν, που έγραψε το περί ου ο λόγος τροπάριο, ήτο μία νεαρά, γόνος που λέμε καλής και πλουσίας οικογενείας, η οποία διήγε βίον ευτυχή και αρκούντως ευμαρή (υπάρχουν, άραγε, αυτές οι λέξεις ή τις εφευρίσκω;) γύρω στον 9ο αι (μετά Χριστόν, έτσι, είμαστε στο Βυζάντιο, μη μπερδεύεστε), κάπου στη βυζαντινή επαρχία. Οι γονείς της, λοιπόν, αποφασίζουν να μετακομίσουν σούμπιτοι στην Πόλη, προκειμένου να λάβει η εκπάγλου, ομολογουμένως, καλλονής κόρη τους μέρος σε μια γιορτή που διοργάνωνε το Παλάτι: εν ολίγοις, η Κασσιανή ήταν μια ντεμπιτάντ προσδοκιών, όχι καμιά δεύτερη. Τώρα, τι σημαίνει Παλάτι; Σημαίνει αμύθητη πολυτέλεια, δηλαδή πολυτέλεια που δεν μπορεί κανείς να την περιγράψει, σημαίνει γυαλιστερά μάρμαρα, βελούδα στους τοίχους, μπουχάρες στα πατώματα, μαόνια και καρυδιές παντού, χρυσά κουτάλια κυριολεκτικά και ασημένια κύπελλα, μεταξωτά (τα φορούσαν και φύσαγε, από τότε, εκεί, στο Βόσπορο έχει πάντα ένα φρέσκο) και λινά κεντημένα, ορδές υπηρετών και καμαριερών, και φυσικά σημαίνει τον βυζαντινό πορφυρογέννητο αυτοκράτορα, που έψαχνε να βρει νύφη, καθότι βυζαντινός αυτοκράτορας δίχως αυτοκρατόρισσα δε νοούνταν. Αντιλαμβάνεστε βεβαίως τι εσήμαινε τω καιρώ εκείνω να παντρευτείς τον αυτοκράτορα, έτσι; Μην εξηγούμε και τα αυτονόητα.
Τότε, αυτοκράτωρ ήταν ο Θεόφιλος, για τον οποίο δεν ξέρουμε πολλά ή και δε μας ενδιαφέρει και πολύ, εμείς την ιστορία της Κασσιανής θέλουμε να μάθουμε. Το βασικό χαρακτηριστικό του Θεόφιλου ήταν πως υπήρξε μέγας πολέμιος των εικόνων και μάλιστα αμετακίνητος από τις θέσεις του, μετά, βέβαια, την πάτησε κι αυτός, όπως θα δούμε. Ο αυτοκράτωρ, λοιπόν, ή μάλλον η μητριά του, διότι πότε γεννήθηκε άντρας που αποφάσισε μόνος του να παντρευτεί, ποτέ είναι η απάντηση, αποφασίζει να μαζέψει μια ντουζίνα από τις πιο όμορφες κοπέλες της Πόλης για να διαλέξει. Καταλαβαίνετε τι έγινε στην επιλογή της ντουζίνας, έτσι; Η αυτοκρατορική φρουρά επιστρατεύτηκε για να αποφευχθούν επεισόδια, μολότοφ μπορεί να μην είχαν οι νεαρές, αλλά είχαν δαχτυλίδια με λίθους που κρύβανε δηλητήρια. Με τα πολλά, μαζεύουν τη ντουζίνα, μέσα κι η Κασσιανή, ως εκπάγλου, είπαμε, κι ο Θεόφιλος πάει να τις δει. Η μητριά του, τώρα, του ‘χε δώσει ένα χρυσό μήλο (σας θυμίζει κάτι; Τελικά, όλα συνδέονται) να το δώσει στην εκλεκτή του, προφανώς διότι ο Θεόφιλος ήτο ελαφρώς αναποφάσιστος και θα τις ήθελε όλες, αλλά αν έδινε το μήλο, τουλάχιστον θα κρατούσαν τα προσχήματα και τα προσχήματα στο Βυζάντιο ήταν μεγάλη υπόθεση. Βλέπει, λοιπόν, ο Θεόφιλος την Κασσιανή και θαμπώνεται, τυφλώνεται, μένει άφωνος, γενικά χάνει όλες τις αισθήσεις του από την ομορφιά και τη λάμψη, πλην της μαλακίας, η οποία βέβαια γενικά δε χάνεται ποτέ, υπακούει στο θεώρημα της διατήρησης, όπως η ενέργεια. Τι βρίσκει, στο θεό σας, να της πει της θεάς ο αυτοκράτωρ; Αυτή, σου λέει, για να είναι έτσι όμορφη, θα είναι και τολμηρή, οπότε κάτσε να της κόψω τη φόρα από τώρα, διότι μετά θα είναι αργά. Της λέει λοιπόν «εκ γυναικός τα χείρω», από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά, δηλαδή. Κοτσάνα. Ρε φίλε, έτσι, παιδί μου, θα την κολακέψεις τη γυναίκα; Τζάμπα έγινε αυτοκράτορας αυτός.
Η δικιά μας, βέβαια, δε μάσησε, διότι προφανώς ήταν έμπειρη και εύστροφη, του απαντά με θάρρος «και εκ γυναικός τα κρείττω», από τη γυναίκα δηλαδή πηγάζουν και τα καλά. Ο ένας εννοούσε την Εύα και το αμάρτημα κι η άλλη την Παναγία και το Θείο Βρέφος. Εν πάση περιπτώσει, ας μην ψάχνουμε τώρα τι εννοούσαν, διότι αυτά δεν είναι ξεκαθαρισμένα πράγματα και μπορεί να εννοούσαν κάτι τελείως διαφορετικό και οι δύο και να είναι άλλη μία μεγάλη παρεξήγηση. Το θέμα είναι πως ο Θεόφιλος τσαντίστηκε και ενώ ήταν έτοιμος να διαλέξει την Κασσιανή, οπότε η Ιστορία θα έπαιρνε τελείως διαφορετικό δρόμο, διάλεξε την αμέσως διπλανή της, η οποία ήτο σεμνοτάτη και οπωσδήποτε δεν αντιμιλούσε στον αυτοκράτορα. Τώρα, αυτό που διάλεξε τη διπλανή, δεν είναι ξεκάθαρα συμπλεγματική συμπεριφορά; Η διπλανή τυγχάνει να είναι η Θεοδώρα, η περίφημη αυτοκράτειρα, η οποία μετά που παντρεύτηκε, έδειξε τον χαρακτήρα της και έκανε πάντα το δικό της, εξού κι ήταν αυτή που έμεινε στην Ιστορία κι όχι ο Θεόφιλος. Η Κασσιανή, απογοητευμένη από τη ζωή και τον τρόπο που της φέρθηκε, αποσύρεται σε μοναστήρι και γράφει ύμνους, λένε, εγώ πιστεύω πως έγραφε και ρομαντικά μυθιστορήματα, αλλά βγάζεις άκρη με τους ιστορικούς; Ο Θεόφιλος, όμως, δεν την ξέχασε ποτέ και λίγο πριν πεθάνει (μια ζωή τα αγόρια την τελευταία στιγμή θυμούνται να μιλήσουν) πήγε να την ξαναδεί, αλλά η Κασσιανή πείσμωσε (Σκορπιός θα ήταν) και κρύφτηκε στη ντουλάπα, λέει (τι καλόγρια ήταν αυτή που ήθελε και ντουλάπα δηλαδή, πλάκα μας κάνουν;), αφήνοντας το μισοτελειωμένο ύμνο της στο γραφείο. Ο Θεόφιλος διάβασε κλαίγοντας τα γραφτά της και συμπλήρωσε τον ύμνο. Έτσι, έχουμε εμείς σήμερα το τροπάριο της Κασσιανής.
Ο έρωτας, λοιπόν, για άλλη μια φορά είναι η κινητήρια δύναμη της ζωής και της ιστορίας. Τώρα, κοιτάξτε: δεν είμαι πράκτορας του Άνθιμου για να σας βάλω να τρέχετε στην εκκλησία και να ακούτε τα τροπάρια, έτσι κι αλλιώς, δε θα καταλάβετε και πολλά, απλά καλό είναι να λέμε ωραίες ιστορίες πότε πότε.


2 σχόλια:

Calliope είπε...

Γλαφυροτάτη! Αλλά τι είναι οι μπουχάρες;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;

Κατερίνα είπε...

Πιπίτσα, παιδί μου, οι μπουχάρες είναι τα χαλιά τα υφασμένα στην Περσία, με 10.000 κόμπους, σου λέει, μπορδοροδοκόκκινα και τα λοιπά, δεν έχεις δει Μοιραράκη; Χάνεις. Σε φιλώ και καλή Ανάσταση ψυχής τε και σώματος.