Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Ήθη, έθιμα και παραδόσεις της χώρας μας.


Στη Νέα Υόρκη έχει τυφώνα, ελπίζω να μην την καταστρέψει και να προλάβω να τη δω πριν πεθάνω-είναι ένα από τα 3 μέρη που θέλω να δω στις ΗΠΑ: τα άλλα δύο είναι το Σαν Φρανσίσκο και οι απέραντοι δρόμοι που διασχίζουν την έρημο-α, και το Μέιν, όπου ζει ο Στίβεν Κινγκ και διαδραματίζονται όλα τα βιβλία του (θέλω να διαπιστώσω αν όντως ζει ο Πένιγουαϊζ). Μέχρι, όμως, να πάω στη Νέα Υόρκη, θα έχω να θυμάμαι το Τόκυο, για όπου έφευγα τέτοιες μέρες πριν από 2 χρόνια και κάθε χρόνο, όταν τελειώνει ο Αύγουστος, το νοσταλγώ και το σκέφτομαι εκείνο το ταξίδι.
Βέβαια, κι ας είναι στη Νέα Υόρκη ο τυφών, εμάς το σπίτι μας, εδώ, στην Κέρκυρα, καταρρέει: το φωτιστικό της κουζίνας, που κρέμεται από ένα καλώδιο, απ’ αυτά που μαζεύουν και τεντώνονται, τα ξέρετε, έχει χαμηλώσει σε βαθμό επικίνδυνο και κοπανάμε τα κεφάλια μας κάθε φορά που πάμε στο νεροχύτη, διότι ένας φίλος μου μια φορά έπαιζε με το φωτιστικό και το πήγαινε πέρα δώθε σαν τις μπάλες στα μπαρ, με αποτέλεσμα να ξεχειλώσει το καλώδιο και το φωτιστικό να μην ξανανέβει ποτέ στη θέση του. Σκεφτείτε ότι μέχρι κι η Ρενάτα κοπανάει. Παράλληλα, το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα (γιατί, άραγε, τα λέμε έτσι κι αφήνουμε τα κουτάλια απέξω;) μαζί με το ντουλάπι από κάτω του (που είναι το ιερό ντουλάπι, διότι περιέχει τα τάπερ), έχει μια ελαφριά εσάνς θάλασσας, μετά από το ατυχές περιστατικό ενός μπακαλιάρου, που καθώς ξεπάγωνε πάνω στο μάρμαρο του πάγκου και όχι μέσα στο νεροχύτη, γέμισε το συρτάρι με θαλασσινό νερό. Επίσης, το κούφωμα του παραθύρου της κουζίνας είναι εντελώς κούφιο και με διάφορες τρύπες γύρω γύρω, οι οποίες χρησιμεύουν ως η πρώτη κατοικία εντόμων, μελισσών και άλλων. Και αυτά είναι μόνο στην κουζίνα. Αν επεκταθώ και στο υπόλοιπο σπίτι, θα μας στείλετε το Υγειονομικό.
Τέλοσπαντων, δεν ξέρω τι με έπιασε κι άρχισα να παραπονιέμαι για το σπίτι, εγώ ήθελα να σας πω για το γάμο της φίλης μου της Σοφίας, που πήγαμε χτες και ρίξαμε το γέλιο της αρκούδας, εννοείται, διότι είμαστε γνωστοί καραγκιόζηδες κι όπου πάμε γελάμε ασταμάτητα.
Πριν το γάμο, βέβαια, πήγαμε στο λεγόμενο κρεβάτι, δεν ξέρω αν ξέρετε, όπου οι καλεσμένοι του γάμου (όχι όλοι, γίνεται μια επιλογή) πάνε στο σπίτι του ζευγαριού για να στρώσουν το νυφικό κρεβάτι, πράγμα εξαιρετικά ηλίθιο κατά τη γνώμη μου, διότι που κοιμάται μετά το ζευγάρι; Στο πάτωμα; Στη μπανιέρα; Στο χαλάκι της εισόδου; Παράλληλα, το κρεβάτι υποτίθεται ότι το στρώνουν οι ανύπαντρες κοπέλες, όπου η Ελένη έκανε ότι έβγαζε φωτογραφίες για να το αποφύγει, εγώ έλεγα ότι είμαι παντρεμένη κι η Ρενάτα κάπου είχε εξαφανιστεί. Αφού στρώσουν, εν πάση περιπτώσει, το κρεβάτι, πετάνε μετά πάνω και ότι μωρά βρεθούν πρόχειρα, για να είναι γόνιμο το ζευγάρι. Η Ρενάτα είπε ότι αυτό είναι πολύ παγανιστικό έθιμο κι ότι μήπως θυσιάζουν κιόλας κάνα μωρό για να απλώσουν το αίμα του στο κρεβάτι. Ευτυχώς δεν την άκουσε παρά μόνο η Νατάσα, διότι θα μας έδιωχναν από το κρεβάτι. Το θέμα είναι ότι ψιλοβαρεθήκαμε, καθώς είχε μόνο θειες και μωρά, ευτυχώς που είχε και κάτι τυροπιτάκια, τα οποία έσωσαν την κατάσταση, τα τυροπιτάκια, να το ξέρετε, πάντα μπορούν να σώσουν μια δυσάρεστη κατάσταση.
Και χτες, μετά από κρεβάτια και θυσίες μωρών, ήταν η μεγάλη μέρα. Εμείς, φυσικά, τρέχαμε, όπως πάντα, τελευταία στιγμή, να φτιάξουμε τις κάρτες για το ζευγάρι, να βαφτούμε και να πάρουμε τα καλάθια με τις μπομπονιέρες κι όλα αυτά με τα τακουνάκια μας και τα καλά μας φουστάνια, τα οποία, έτσι κι αλλιώς, μέχρι να φτάσουμε στην εκκλησία, είχαν γίνει καθημερινά. Στη δε εκκλησία, φωτογραφιζόμασταν αναμετάξυ μας, γιατί ο φωτογράφος του γάμου μας αντιπαθούσε και δε μας έβγαλε ούτε μία φωτογραφία. Παράλληλα, η Ελένη εξηγούσε στη Ρενάτα το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τειχοποιίας της βυζαντινής εκκλησιάς όπου έγινε ο γάμος κι εγώ προσπαθούσα να στερεώσω στα παπούτσια μου κάτι πάτους που είχα βάλει για να μη με πονέσουν οι πατούσες μου. Μετά το μυστήριο, κι ενώ περιμέναμε να μαζέψουμε τα στέφανα και κάποια άλλα αντικείμενα, απαραίτητα για την εξίσου παγανιστική τελετή του γάμου, βγήκε ο πάτερ του ναού και μας είπε «και στα δικά σας, κοπέλες, φαίνεστε ότι είστε ανύπαντρες από το ντύσιμό σας» κι εμείς κοιταζόμασταν απορημένες, τι είχε το ντύσιμό μας; Την άλλη την είδε ο πάτερ, που είχε ξεχάσει να βάλει φούστα, είχε έρθει μόνο με τη μπλούζα; Μπα!
Κατάπιαμε την προσβολή και φύγαμε αξιοπρεπείς για «το κέντρο», φοβερή έκφραση που σημαίνει το εστιατόριο, όπου δίνεται η δεξίωση του γάμου (κι εδώ θυμήθηκα τη Ρενάτα, η οποία με είχε ρωτήσει το πρωί «η δεξίωση θα ακολουθήσει αμέσως μετά  το γάμο;» κι είχα ξεραθεί στο γέλιο, διότι εγώ θα έλεγα «στο τραπέζι θα πάμε στο καπάκι;», αλλά γι’ αυτό η Ρενάτα είναι μεταφράστρια κι εγώ ξεναγός), όπου είχαμε το καλύτερο τραπέζι εννοείται, μόνο που στο διπλανό τραπέζι κάθονταν 4 ζευγάρια, που κόντεψαν να βγάλουν ρίζες, δεν κουνήσανε ούτε ώμο όλη τη νύχτα, σαν το μαρμαρωμένο βασιλιά.
Εμείς, φυσικά, δε βάλαμε κώλο κάτω, τι κερκυραϊκά, τι μακεδονίτικα, τι συρτά, όλα τα χορέψαμε, μαζί με το γαμπρό, ο οποίος είχε τέτοια χαρά που έσερνε το χορό κι ας πήγαιναν τα πόδια του ένα δω κι ένα κει, παιδιά μου, πέθανα στα γέλια, κόντεψε να ξεχεριάσει αυτόν που χόρευε δίπλα του, μα πιο ατσούμπαλο χορευτή δεν έχω δει. Δεν πειράζει, όμως, δεν το έβαλε κάτω, κι ας τον πειράζαμε όλοι.
Μετά από όλους αυτούς τους κυκλικούς προαιώνιους ελληνικούς χορούς, οι οποίοι τελικά εκφυλίζονται όλοι σε συρτό, όπου χορεύεις αγκαλιά με την τάδε θεια που δεν την ξέρεις κι όπου εγώ παράλληλα κρατούσα το φουστάνι να μη μου πέσει, διότι ήταν στράπλες, τρομάρα μου, μετά, λοιπόν, από όλα αυτά, μπήκαν τα απαραίτητα ζεϊμπέκικα, όπου χόρευε ένας κύριος πολύ μάγκας και σε μια φάση ακούγεται ένα σφύριγμα διαπεραστικό, ωσάν του βοσκού, γυρνάμε να δούμε ποιος σφύριξε έτσι και βλέπουμε μια νεαρά με ροζ φουστάνι και γονατίσαμε από τα γέλια. Την ίδια στιγμή, έτρεμε η εξέδρα όπου ήταν το τραπέζι μας, διότι ο φωτογράφος είχε έρθει κι αυτός στο τσακίρ κέφι και δως του να βαράει το πάτωμα στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου. Εγώ νόμιζα ότι έγινε σεισμός και αντανακλαστικά κράτησα το φουστάνι μου. Στη συνέχεια, ο φοβερός ντι-τζέι έκανε την κίνηση ματ κι έβαλε κάτι βαλς και κάτι ταγκό, όπου η Ρενάτα νευρίασε γιατί «κανείς δεν ξέρει να χορεύει σωστά» κι η Ελένη την κορόιδευε γιατί κρατούσε το κεφάλι της στητό, σαν τη Μαρία Αντουανέτα. Πολύ γέλιο, σας λέω.
Στο τέλος, μάλωσα με την Ελένη, γιατί ήθελε να πάρει όλες τις γλάστρες με τις τριανταφυλλιές που στόλιζαν τα τραπέζια κι εμείς να μην πάρουμε καμία, και με το φωτογράφο, ο οποίος τώρα θυμήθηκε να με φωτογραφίσει, που είχα λιώσει στον ιδρώτα και κόντευα να εξαϋλωθώ και να μείνει μόνο η λιμνούλα, τα μαλλιά είχαν γίνει τζίβα και το μακιγιάζ λάσπη. Αφού οι γλάστρες μοιράστηκαν ακριβοδίκαια, οι μπομπονιέρες επίσης, τα φουστάνια μείνανε στη θέση τους κι ο γαμπρός έκλεψε την παράσταση, γυρίσαμε σπίτι μας εξουθενωμένες και καταϊδρωμένες.
(Τερατώδης η ανάρτηση, έτσι; Τι να κάνω, ρε γαμώτο, μου ήρθε η έμπνευση, δεν έπλυνα και τα πιάτα και νευρίασε κι η Ρενάτα, που ξύπνησε και τα βρήκε άπλυτα, πείτε της ότι η πνευματική δημιουργία δε γνωρίζει ωράρια και προγράμματα!)
Και στα δικά σας!

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τα χρώματα που με περιγράφεις είναι μελανά! Κοντή, ψωνισμένη και υστερική με την καθαριότητα! Παναγία μου!!!

Κατερίνα είπε...

Κουτή, εγώ για καλό τα λέω, άλλωστε, όσοι διαβάζουν, σε ξέρουν καλά κι όλοι λένε ότι εσύ είσαι η καλλιεργημένη κι εγώ το ζώον!

Vasia είπε...

Σε έναν άλλο γάμο μια γνωστή μου τη ρωτήσανε τι δουλειά κάνει κι όταν εκείνη απάντησε "καθηγήτρια" της είπανε συμπονετικά "δεν πειράζει"...

Ανώνυμος είπε...

Ξέχασες να αναφέρεις το σημείο, όπου η Σοφία λέει σε έναν κύριο: "Ωραία χορεύει ο μπαμπάς μου, ε;" και εκείνος με πάσα φυσικότητα και απορία τη ρωτάει: "Εσύ ποια είσαι;" και η Σοφία με πάσα φυσικότητα και στωικότητα απαντάει: "Η νύφη"!