Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Ρέγκε νάιτς.


Μετά από ευρεία λαϊκή απαίτηση και επειδή είμαι λίγο σαν το ΚΚΕ (η βάση μου είναι πλατιά, δε φαντάζεστε όμως πόσο πλατιά, κοντεύει την περίμετρο πισίνας, λόγω και των χειροποίητων μακαρονιών), αποφάσισα να ανταποκριθώ στο αίτημα και να γράφω δις την εβδομάδα, σε πείσμα όλων αυτών που δε με διαβάζουν και όλων αυτών που πίστευαν ότι το άστρο μου θα σβήσει άδοξα πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις. Αμ δε. Δεν πα να βραχνιάσει ο αλέκτωρ από το λάλημα, εγώ θα γράφω.
Τέλοσπαντων, για να μη λέμε και μεγάλα λόγια (δεν είναι, άλλωστε, καθόλου του χαρακτήρος μου αυτό), θα προσπαθήσω να γράφω περισσότερο, δεδομένου ότι όσο τελειώνει η θερινή ραστώνη κι αρχίζει ο φθινοπωρινός πανικός, ο χρόνος και ο χώρος θα λιγοστεύουν καφκικά: τώρα, ας πούμε, σε λίγο θα έρθει η Ρενάτα να πάμε για το δώρο της Σοφίας κι αν δεν είμαι έτοιμη, θα με μαλώσει, κι εγώ κάθομαι και γράφω αντί να σηκωθώ να ντυθώ. Ευτυχώς έπλυνα τα πιάτα, μπορεί έτσι να την εξευμενίσω.
Αν και γενικώς δε νομίζω να μου συγχωρήσει ποτέ αυτό που την έβαλα να περάσει το Σάββατο το βράδυ, όπου μετά από μια απρόσμενη ομολογουμένως πρόσκληση, βρεθήκαμε μέσα σε ένα Golf παρέα με άλλους 4, το σύνολο 6, εκ των οποίων οι 2 αλλοδαποί (ήμασταν σαν ανέκδοτο: ένας Σουηδός, ένας Αμερικάνος και 4 Έλληνες, η ανθρωποφάγα φυλή της ζούγκλας μας έλειπε, αν περιμέναμε όμως λίγο ακόμα, είμαι σίγουρη πως κάτι θα φαινόταν στον ορίζοντα), οι 2 ημίτρελοι (σκεφτείτε πως ένας από αυτούς θέλει να έρθει να περάσει το χειμώνα στην Κέρκυρα, πόσο άρρωστο μπορεί να είναι αυτό;) και οι υπόλοιποι (η Ρενάτα, δηλαδή, γιατί εγώ τα ξέρω αυτά) ανυποψίαστοι. Με τα πολλά, στριμωχνόμαστε στο Golf κι αρχίζει ο γύρος του θανάτου, που συνεπιβάτες στη μηχανή εκείνη που ανέβαινε κάθετα στα τοιχώματα της βαρέλας (τη θυμάστε εκείνη την ατραξιόν της παιδικής μας ηλικίας;) να ήμασταν πιο ασφαλείς θα νιώθαμε. Η Ρενάτα είχε δεθεί με 3 ζώνες και κρατιόταν με τα χέρια από τα χερούλια, με τα πόδια από το κάθισμα και με τα δόντια από το σβέρκο μου (με δάγκωσε για να με τιμωρήσει) κι εγώ παραλίγο να βρεθώ με το κεφάλι μου έξω από την οροφή του αυτοκινήτου, πράγμα που βέβαια θα ήταν ευχής έργον, δεδομένου ότι έκανε φρικτή ζέστη. Οι υπόλοιποι επιβάτες ήταν μακάριοι, διότι οι μεν Έλληνες ήταν αραχτοί και light στα μπροστινά καθίσματα και οι δε Αμερικανοσουηδοί πολύ λίγα καταλάβαιναν από τις βρισιές  που εκτοξεύονταν. Αφού μετρήσαμε όλες τις λακκούβες της ειδικής διαδρομής που την είχε τάμα ο οδηγός μας να την κάνει (γιατί έπρεπε να το ξεπληρώσει τώρα το τάμα του δεν ξέρω), εφτάκαμε, που λένε κι οι Κερκυραίοι, σε εκείνο το πολύ ωραίο μπαράκι κοντά στη θάλασσα που είχαμε πάει στην άλλη συναυλία, θυμάστε, με το μεγάλο τελετάρχη του παρκαρίσματος; Αυτή τη φορά δεν είχε τελετάρχη, παρά έναν ταλαίπωρο νεαρό που καταϊδρωμένος πάλευε να βολέψει όλους τους τρελαμένους οδηγούς-εμάς μας έβαλε στο τέρμα του αχανούς πάρκινγκ κι εγώ είπα ότι καλά θα κάναμε να ρίχναμε κάνα ψίχουλο για να βρούμε το δρόμο της επιστροφής, αλλά ουδείς μου έδωσε σημασία με αποτέλεσμα στην επιστροφή, μετά από συνολικά 6 μοχίτο, 3 αβάνα κόλα και 10 μπίρες, όντως να μη βρίσκουμε το αυτοκίνητο (και σκεφτείτε ότι είχαμε απαρατήσει και τους Αμερικανοσουηδούς).
Αφήνουμε το έρμο Golf στη μοίρα του και μπαίνουμε στο μπαράκι, όπου, ξέχασα να σας το αναφέρω, είχε μια συναυλία ρέγκε, κι όπου μια συμπαθητική νεαρά μας έβαλε στον καρπό για να μη χαθούμε κάτι μπλε σφραγίδες-αρκουδάκια (μα αρκουδάκια στη συναυλία ρέγκε; Χάθηκε ένας ρασταφάρι, ένα τύμπανο, κάτι πιο ταιριαστό σημειολογικά, βρε αδερφέ!) και απλωθήκαμε στο χώρο για να ακούσουμε τη συναυλία.
Την ακούσαμε. Όχι μόνο τη συναυλία. Την ακούσαμε γενικώς, που λένε.
Ίπταντο στο συναυλιακό χώρο μοχίτο με άσπρη ζάχαρη (γιατί άσπρη ζάχαρη; Ακόμα κι εγώ η πανάσχετη ξέρω ότι στο μοχίτο βάζεις μαύρη ζάχαρη), μπίρες κρυμμένες μέσα στις τσάντες, αρκουδάκια στους καρπούς, ύποπτα σύννεφα καπνού, ρυθμικοί ήχοι από τρομπέτες, μια ωραία φωνή στο βάθος και μαζί τους ίπτατο το παρελθόν, κάτι χέρια και κάτι πόδια και φυσικά οι Αμερικανοσουηδοί, με το βλέμμα του τρελού.
Σημειώνω το γεγονός ότι ο Αμερικάνος μου την είπε επειδή δεν είμαι μαυρισμένη κι εγώ του είπα ότι αυτό που βλέπει είναι η μαυρισμένη εκδοχή κι αυτός απόρησε γιατί τα Greek girls είναι τόσο άσπρα, ενώ θα έπρεπε να είναι μαυρογκαγκανιασμένα, διότι, ως γνωστόν, δεν κάνουν τίποτε άλλο, παρά ξημεροβραδιάζονται στις παραλίες, ούτε δουλεύουν ούτε τίποτα, περίεργα πράγματα.
Αφού πέρασε η ώρα αρκούντως κι ακούσαμε το γδούπο που έκανε η Ρενάτα πέφτοντας από την καρέκλα της διότι νύσταζε, αποφασίσαμε να φύγουμε. Τώρα, προσέξτε τι γίνεται: γιατί, όταν αποφασίζεις να φύγεις από κάπου, πρέπει να καθυστερήσεις τουλάχιστον μισή ώρα στο φευγιό και μέχρι να φτάσεις στην πόρτα έχει τελικά περάσει περισσότερη ώρα από όση συνολικά ήσουν εκεί; Παράλληλα, εμείς είχαμε να μαζέψουμε και τους Αμερικανοσουηδούς από την πίστα, οπότε αντιλαμβάνεστε ότι μέχρι τελικά να διαβούμε το κατώφλι, κόντευε να ξημερώσει.
Στο τέλος, αφήσαμε τους συμμάχους εκεί καθώς είχανε βρει και κάτι γκόμενες, με χίλια ζόρια βρήκαμε το αυτοκίνητο κι αφού ξαναπεράσαμε την ειδική διαδρομή (κι άλλο τάμα), όπου η Ρενάτα κόντεψε να πιστέψει στο Θεό, μπήκαμε σώες και αβλαβείς (ή όχι και τόσο) στο σπίτι μας.
Εγώ, πάντως, πέρασα πολύ ωραία, διότι, όπως έχω πολλάκις πει, όλα πρέπει να τα δοκιμάζει κανείς στη ζωή του. Η Ρενάτα, από την άλλη, αν με συγχωρήσει ποτέ, νομίζω πως θα εκτιμήσει κι αυτή αυτές τις εμπειρίες που σου διδάσκουν τη ζωή και σου χαρίζουν σοφία και ψυχραιμία.
Σας φιλώ.


Δεν υπάρχουν σχόλια: