Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Κι εσύ, τέκνον Βρούτε;

Με απογοήτευση αναφώνησε η Βιβή (ορκισμένη εχθρά του νησιού) όταν με τη γνωστή μου ευπροσηγορία παραδέχτηκα πως όχι μόνο μου έλειψε η Κέρκυρα αλλά και χαίρομαι που θα γυρίσω. Ορίστε, το ξεστόμισα, τι καταλάβατε; Λυσσάξατε τόσο καιρό, θα την αγαπήσεις και θα την αγαπήσεις, και τώρα που όντως το αγάπησα αυτό το νησί, τι έγινε; Πλησιάζει για άλλη μια φορά η ώρα που θα πρέπει να φύγω και να αφήσω πάλι πίσω μέρη και ανθρώπους. Ενώ, αν με είχατε αφήσει στην ησυχία μου να μισώ την Κέρκυρα, θα έφευγα χαλαρή και άνετη δίχως δύσκολους αποχαιρετισμούς και αναμνήσεις κι απλά θα ήταν ένα διάλειμμα στη θεσσαλονικιώτικη ζωή μου. Αλλά όχι. Εκεί, σκουλήκι, να λιώσεις στη στενοχώρια και στους αποχωρισμούς.
Τέλοσπαντων, επειδή η Δώρα θα με λέει πάλι γκρινιάρα, εμένα, τον πιο βολικό άνθρωπο του κόσμου και φωτιά θα πέσει να την κάψει, ας προχωρήσω στο πραγματικό άρθρο που το είχα υποσχεθεί από την προηγούμενη φορά.
Τα καλά της Κέρκυρας. Μμμ.
Η αλήθεια είναι ότι μια μικρή έρευνα αγοράς που έκανα πριν αρχίσω να γράφω μου αποκάλυψε ότι δεν είμαι η πρώτη που τα ψάχνει, ακόμα κι ο Πάκης, βέρος Κερκυραίος, ακόμα δεν έχει απαντήσει. Τυχαίο; Δε νομίζω.
Βέβαια, τι άλλο είναι ένας τόπος παρά αυτά που σου συμβαίνουν όσο ζεις σ’ αυτόν; Κι επειδή εμένα αυτά που μου συνέβησαν εδώ, εντάξει, έλα, θα πω την αλήθεια, δεν ήταν και πολύ άσχημα, ας πούμε ότι και το νησί τελικά δεν είναι και τόσο άσχημο. Καταρχήν, έχει ένα θαυμάσιο, μοναδικό, πρωτότυπο μουσείο, το οποίο επιμόνως αγνοούν οι περισσότεροι ντόπιοι και το οποίο στεγάζεται σε ένα πανέμορφο κτίριο, στολίδι στ’ αλήθεια της πόλης (τρελαίνομαι να γράφω τέτοια κλισεδάκια) αν κανείς υποκριθεί ότι δεν βλέπει τα 15ετή ζεύγη που συζητάνε στο περιστύλιό του. Αν είστε τυχεροί και δεν έχει καταρρεύσει από τη γνωστή σαπίλα όταν έρθετε, να πάτε να το δείτε ασυζητητί.
Επίσης, εγώ προσωπικά αγαπώ πολύ τη βόλτα στη Γαρίτσα, απ’ όπου έχεις απεριόριστη θέα σε ιστιοφόρα και άλλα κότερα που μοιάζουν ζωγραφιστά ή βγαλμένα από ελληνική ταινία και απ’ όπου φτάνεις σε έναν παλιό ανεμόμυλο, τοποθεσία ιδανική για να κλάψεις τη μοίρα σου ή να αναλογιστείς το μέλλον σου, καθώς σμήνη κουνουπιών προσπαθούν να αποσπάσουν την προσοχή σου, αλλά δεν το καταφέρνουν.
Η ξαφνική θέα από τα στενά σκαλάκια δίπλα στα Μουράγια, όπως κατεβαίνεις για να βρεις το αυτοκίνητο της Βίβιαν, το έρημο Λιστόν στις 7.30 το πρωί, όπου νιώθεις σαν τη Μαίρη Πόπινς και περιμένεις να σε σηκώσει ο ανατολικός άνεμος, τα νεοκλασικά της λεωφόρου Αλεξάνδρας, τα οποία χαζεύοντας μία φορά κοπάνησα σε ένα δέντρο, ο πύργος της Αννουντσιάτας, που βλέπω από το παράθυρό μου κι είναι η πιο έντονη εικόνα που έχω από την Κέρκυρα, μερικά μόνο από τα πράγματα που αγαπώ είναι αυτά.
Το ρυζόγαλο του Αλέξη, το παγωτό του Παπαγιώργη, το καπουτσίνο λάτε, που πρώτη φορά και χάρη στην Ελένη ήπια στην Κέρκυρα, τα κριτσίνια του Artissimo αναπληρώνουν λίγο το κενό που αφήνουν οι κρέπες της Ναβαρίνου.
Οι πυγολαμπίδες στο δρόμο για το σπίτι της Ελένης, που πρώτη φορά έβλεπα έτσι μαζεμένες και που φώτιζαν για μια στιγμή το σκοτάδι της ξενιτιάς μου, η αίσθηση του οικείου που έχει αποκτήσει το Σαρόκο και όλες οι εποχές που περνάνε από τα δέντρα του, η πάνω πλατεία με καλαμπόκια, παγωτά, σιντριβάνια και μνημεία.
Η πόλη φάντασμα της παλιάς Περίθειας που κατοικείται από περίεργα όντα που τρέφονται αποκλειστικά με παϊδάκια κι ο Κοντογυαλός που μου θυμίζει το μέρος που πέρασα τα παιδικά μου καλοκαίρια (και ξέρετε πόσο στοιχειωμένα είναι τα μέρη που περνιούνται τα παιδικά καλοκαίρια) και όχι μόνο αυτό.
Πριν σταματήσω όμως, διότι τελικά θα βγει μεγαλύτερο αυτό το άρθρο από το άλλο, το υβριστικό, κι όχι τίποτε άλλο, θα γίνω ρεζίλι, θα πω ότι ένας τόπος είναι και οι άνθρωποι που γνωρίζεις σ’ αυτόν. Πολύ θα ήθελα να τους αναφέρω έναν έναν, αλλά θα μαλώσουνε μεταξύ τους για τη σειρά, αφήστε που έχουν όλοι και τα ίδια ονόματα, κι επίσης θα συγκινηθούμε και δεν είναι ώρα, θα αρκεστώ να πω ότι από αυτή την άποψη, η Κέρκυρα για μένα είναι όντως ευλογημένος τόπος, διότι μπορεί να είναι αδικημένη στο εντόπιο στοιχείο, είναι όμως πολύ τυχερή στο εισαγόμενο…

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μακράν το καλύτερο σου άρθρο! Τα περίεργα όντα της Περίθειας που τρέφονται αποκλειστικά με παϊδάκια και το κουτούλημα σου στο δέντρο της Αλεξάνδρας ήταν θεϊκές στιγμές! Χαχαχαχαχαχαχαχαχα!!!

Κατερίνα είπε...

Ναι, καλα, επειδη γραφω καλα για το νησι σου το αγαπημενο...

Αρμενίων είπε...

Ξέρω ότι το κείμενο είναι για την Κέρκυρα, αλλά θα προτιμήσω να σχολιάσω τις κρέπες της Ναβαρίνου: είναι υπερτιμημένες, και δεν εννοώ το χρηματικό αντίτιμο. Στην πραγματικότητα είναι από τις χειρότερες κρέπες που έχω φάει στη ζωή μου. Η γεύση των νουτελομερεντοκρεπών είναι υπερβολικά γλυκιά, τα υλικά πίπτουν συνήθως σε μια εντελώς ατσούμπαλη αναλογία και γενικά είναι περισσότερο τροφή για πρωτοετείς φοιτητές της πόλης, που εντυπωσιάζονται από τις υπερβολές επειδή τους θυμίζουν τη μαμά τους.

Αντιλαμβάνομαι ότι και για εσάς οι κρέπες της Ναβαρίνου λειτουργούν σε συναισθηματικό, κυρίως, επίπεδο: σας θυμίζουν τις χρυσές εποχές που ήσασταν μικρά φοιτητάκια και τρώγατε αυτές τις κρέπες καθώς επιστρέφατε απ' τα μπαρ και τα ξενύχτια. Όμως, ως εκεί.

Κατερίνα είπε...

Τώρα εσύ, από όλα αυτά, τις κρέπες της Ναβαρίνου βρήκες να σχολιάσεις;