Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Σ' αυτό τ' ανηφόρι που λένε ζωή.

Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι καλύτερο από έναν καφέ το απόγευμα, εντάξει, ξέρω, πολλά καλύτερα υπάρχουν, αλλά ο καφές το απόγευμα είναι από τα καλύτερα καλύτερα που υπάρχουν. Δεν ξέρω τι λέω, αγαπημένοι μου, γνωστό αυτό, αλλά πάντως κάτι λέω, και αυτό είναι σημαντικό, όσο ζω θα μιλάω και μιλάω άρα υπάρχω. Και βέβαια, δε γίνεται ποτέ να σταματήσει να υπάρχει ο Κόσμος.
Ελπίζω, ειλικρινά και βαθιά, να μιλάω και φέτος, και αυτόν το χρόνο να είμαστε εδώ, ακόμα ζωντανοί, στη σκηνή, στα λεωφορεία και μπροστά στις αρχαίες κολώνες, να λέμε ιστορίες για μεγάλες μάχες και μεγάλα ιερά, να λέμε ιστορίες για τρελούς τουρίστες και αστεία, μαιφρέντ, ελπίζω να συνεχίσουμε να τρέχουμε στα βουνά, να μη σπάσουμε κάνα πόδι και να βελτιωθεί η ζωή όλων των αγαπημένων μου.
Τι άλλο να ελπίσω, δεν ξέρω, παγκόσμια ειρήνη δε θα πω ούτε πυρηνικό αφοπλισμό θα πω, αφενός διότι τα ‘παν άλλοι, αφετέρου διότι ομολογώ ότι καμιά φορά μονολογώ, πάτα το Κιμ, τώρα έχω αρχίσει να μονολογώ και, πάτα το, Ντόναλντ, και πόσο καρικατούρες πια αυτοί οι δύο, που είναι ο Σάσα Μπάρον να παίξει και τους δύο και να γονατίσουμε από τα γέλια.
Τελοσπάντων, μέχρι ένας από τους δύο να το πατήσει και να γίνουμε εδώ ταινία καταστροφής, απ’ αυτές που μου αρέσουν πολύ, εγώ προσωπικά θα συνεχίσω όσο καλύτερα μπορώ. Για παράδειγμα, θα συνεχίσω να τρέχω, ακόμα και μετά την πανωλεθρία του τελευταίου αγώνα, έπρεπε να σας είχα από μια μεριά, στην Πάρνηθα, έχετε πάει ποτέ; Μην πάτε, μιλάμε, το μονοπάτι ήταν κάθετο, έβαζα χέρια, πόδια, μύτη και πωπό ταυτόχρονα για να ανέβω, από πίσω μου άκουγα κάτι κραυγές, ω ρε μάνα, και μόλις τελείωνε η ανηφόρα, εμφανιζόταν μια άλλη ανηφόρα, κι έλεγες, έχει πολύ ακόμα παπαστρουμφ, κι από την κούραση έβλεπα στρουμφάκια να ξεμυτίζουν από τα μανιτάρια. Και μετά, όταν ξεκίνησα να κατεβαίνω, με προσπέρασε μέχρι και μια χελώνα που κουβαλούσε τον Δρακουμέλ, χώθηκα σε κάτι χαντάκια για να μην εμποδίζω, διότι πρέπει να ξέρετε ότι το σαβουάρ φερ στους αγώνες βουνού λέει ότι αν είσαι αργός σα θάνατος στην έρημο της Αριζόνα, κάνεις στην άκρη να περάσουν οι γρήγοροι καουμπόηδες, ποια άκρη που τα μονοπάτια είναι λεπτές καφέ γραμμές, χώνομαι κι εγώ το λοιπό στα χαντάκια, κι άντε να βγω μετά από κει. Με τα πολλά τερμάτισα, περιέργως όχι τελευταία, το δηλώνω ευθαρσώς, και όχι μόνο δεν τα παράτησα παρά συνεχίζω να τρέχω, αγκομαχώντας και βρίζοντας, αλλά τρέχω. Όπως έχει πει και ο Χαρούκι, στην ταφόπλακά μου θα γράψουν «δεν περπάτησε ποτέ.»
Όσο τρέχω, λοιπόν, αγαπημένοι μου, ειδικά τώρα που πήγα στη Λαμία κι έτρεχα σε κάτι άγνωστα βουνά, σκέφτομαι κάτι εξαιρετικά κοινότοπο και κλισέ, κάτι που είμαι σίγουρη πως όλοι οι δρομείς το έχουν σκεφτεί κάποια στιγμή στη ζωή τους. Η ζωή είναι σα να τρέχεις σε ένα δρόμο στο βουνό. Ξεκινάς όλο χαρά και αυτοπεποίθηση, ακούς τα πουλάκια και μυρίζεις τα δέντρα, σιγά σιγά φτύνεις το γάλα της μάνας σου και οι ανηφόρες σε χτυπάνε αλύπητα, έρχονται απροειδοποίητα και ασταμάτητα, αλλά δε μπορείς, δεν έχεις επιλογή να φύγεις, πρέπει να τις ανέβεις, πρέπει να συνεχίσεις κι εκεί που νομίζεις ότι στην επόμενη στροφή θα στρώσει το πράγμα, αμ δε, άλλη μια ανηφόρα σε κοιτάει χαιρέκακα. Μπορείς να σταματήσεις για μισό δευτερόλεπτο, αν σταματήσεις περισσότερο, όμως, δε θα μπορέσεις να συνεχίσεις ξανά, οπότε φτύνεις λίγο γάλα ακόμα και συνεχίζεις. Και οι στροφές είναι ατελείωτες, κάθε στροφή μπορεί να κρύβει ένα θαύμα, τον ουρανό που λάμπει και τα χωράφια που απλώνονται βελούδινα, ή μια καταστροφή, βράχια και πέτρες που γλιστράνε και χαντάκια. Όταν τρέχω, συνήθως κοιτάω κάτω, κυρίως επειδή δεν έχω δύναμη να κοιτάξω επάνω, πριν τη στροφή ωστόσο, σηκώνω το κεφάλι μου και αναρωτιέμαι τι άραγε θα δω, τι με περιμένει. Δεν μπορείς να προβλέψεις τι σε περιμένει, μπορείς όμως να προβλέψεις, και μη σου πω αναγνωρίζεις και αγαπάς, την αίσθηση της αναμονής, του ενθουσιασμού, του φόβου και της προσδοκίας για αυτή τη ζωή. Κι αυτή ακριβώς η αίσθηση είναι που σε κάνει να συνεχίζεις να τρέχεις, και να ζεις. Και βασικά, εντάξει, δεν υπάρχει και τίποτε άλλο που μπορείς να κάνεις. Διότι, δε γίνεται, κάποτε θα βγεις σ’ αυτή την κατηφόρα και τότε θα αρχίσεις να κουτρουβαλάς χτυπώντας στους κορμούς των δέντρων, προσπαθείς να κρατηθείς, προσπαθείς να θυμηθείς τις οδηγίες του κόουτς, δε γίνεται, όμως, ακριβώς όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν οδηγίες, απλά τρέχα και προσπάθησε να μην πέσεις. Αφήνω να με προσπεράσουν κι ας μου τη σπάνε αυτοί που φωνάζουν από χίλια μίλια «άκρη!», ντάξει ρε φίλε, σε άκουσα, τρέχεις σαν πτερόσαυρος που τον κυνηγάει μαμούθ. Προσπερνάω κι εγώ καμιά φορά, όχι πολύ συχνά, γιατί δεν είμαι ανταγωνιστικό πνεύμα, μόνο τον εαυτό μου έχω αντίπαλο και συνεχίζω να τρέχω. Και να ζω.

Αυτές τις αμπελοφιλοσοφίες έχω να σας πω σήμερα, αστείες ιστορίες δεν έχω, όταν ξεκινήσω πάλι τη δουλειά, σίγουρα θα βρω μερικές, ίσως κι από κάναν αγώνα, προς το παρόν θα πάω να θαυμάσω λίγο το φυτό μου που έβγαλε καινούργια φύλλα την Πρωτοχρονιά. Δεν ξέρω ποιος οιωνός θα μπορούσε να είναι καλύτερος από αυτόν για την καινούρια χρονιά. Σας εύχομαι ο νέος χρόνος να σας φέρει ότι δε σας έφερε ο παλιός και να συνεχίσετε να τρέχετε, ο καθένας το βουνό του, και φέτος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: