Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Έχω τ' όπλο στον ώμο και σφαίρες πολλές.



Η ζωή μου είναι ένας πόλεμος.
Ενάντια στη σκόνη και τη βρωμιά, ενάντια στη HOL, ενάντια στη μιζέρια. Παλεύω κάθε μέρα να καθαρίσω, να πληρώσω κάτι, οτιδήποτε, να πάρω γάλα και μήλα, να γελάσω. Παλεύω να διατηρήσω τις σχέσεις μου, να θυμάμαι τα γενέθλια των φίλων μου, να τους παίρνω τηλέφωνο. Δεν υπάρχει ηρεμία και ξεγνοιασιά, πάντα κάποιος είναι λυπημένος ή αποθαρρυμένος, πάντα κάτι υπάρχει να φροντίσεις. Και όλα αυτά χωρίς να δουλεύω και χωρίς να έχω παιδιά.
Παλεύω να βρω τρόπους να κάνω τα παλιά καινούργια. Παλεύω να σηκώνω το τηλέφωνο όταν χτυπάει. Παλεύω να μην ανοίξω το γραμματοκιβώτιο, γιατί ποιος ξέρει τι θα πεταχτεί από κει μέσα. Παλεύω να μάθω ρώσικα και να ολοκληρώσω τα κείμενα της Δυτικής Ελλάδας. Παλεύω να διατηρήσω το ιστολόγιό μου.
Παλεύω και με τη ζήλια, να μη ζηλεύω τα ταξίδια και τα ωραία ρούχα, τα πράσινα μποτάκια με το τακούνι. Παλεύω να μην παραπονεθώ για την πούδρα ή το κομμωτήριο. Παλεύω να κρατήσω το χαμόγελό μου και να είμαι πάντα ευδιάθετη. Παλεύω να μην αποθαρρυνθώ.
Περισσότερο απ’ όλα, ωστόσο, παλεύω με τον εαυτό μου και με αυτά που μου κρύβει και μου επιφυλάσσει.
Με λύσσα πολεμάω το παράπονο, τη θλίψη, την απογοήτευση, να μην έρθουν, μη βρουν έστω και μια μικρή χαραμάδα και μπουν μέσα, γιατί μετά σου κατσικώνονται και δε φεύγουν ποτέ. Κλείνω τις πύλες των οχυρών μου και από τις ντάπιες μου πυροβολώ ασταμάτητα τη μιζέρια. Χτυπάω δυνατά τα πλήκτρα του υπολογιστή (θα τον χαλάσεις) για να τρομάξω την κούραση και φτύνω φαρμακερές λέξεις στα μούτρα της λύπης. Βάφω τα νύχια μου κόκκινα με το αίμα από τις πληγές που καταφέρνω στις στενοχώριες. Φουντώνω τα μαλλιά μου με τη λεπτή μαύρη χτένα που έφτιαξα από τα δόντια της μαυρίλας όταν της τα ξερίζωσα να μη μου δαγκώνει πια την ψυχή μου, και μοιάζω με εκείνα τα φουσκωτά ψάρια. Με τις μοβ γόβες μου ποδοπατάω τα παράπονα που σέρνονται ύπουλα στα πεζοδρόμια και με τη γυαλιστερή μαύρη τσάντα μου από το Τόκυο κοπανάω στο κεφάλι την καθημερινότητα που θέλει να μου κλέψει τη χαρά μου. Τα δίχτυα που στήνει τριγύρω μου η αίσθηση του μάταιου τα έκανα καλσόν (και καταλήγω να μοιάζω με ρολό κοτόπουλο όταν το φοράω) για να χορεύω τάνγκο με το Γιάννη. Στήνω τα βιβλία μου στη σειρά και φτιάχνω οδοφράγματα απέναντι στο στρατό της πεζότητας και κρεμάω τις λέξεις τους πανοπλία στο λαιμό μου. Παίρνω τον καλό μου από το χέρι και άτρωτοι και άοπλοι ορμάμε με φόρα μέσα από τα περίπολα της κακίας. Τρέχω με τα γκρι σπορτέξ μου πολύ γρήγορα και οι κακές αναμνήσεις τρώνε τη σκόνη μου. Η γλυστρίδα στο περβάζι απλώνει τα ροζ λουλούδια της και καταπίνει το γκρίζο του ακάλυπτου.
Έτσι πολεμάω. Κάθε μέρα και κάθε ώρα. Αλλά τα όπλα μου είναι πολύ δυνατά και δε με έχει νικήσει κανένας ακόμα.

2 σχόλια:

Fri είπε...

Με συγκίνησε, με γοήτευσες, και με θύμωσες.
Με συγκίνησες με τον αγώνα σου. Με γοήτευσες με τα όπλα σου. Και με θύμωσες γιατί δε μπορούμε έτσι απλά να σταθούμε όρθιοι, να χαμογελάσουμε αληθινά, και να ζήσουμε. Γιατί πρέπει να παλέψουμε για αυτά θα έπρεπε να είναι δεδομένα...
Καλησπέρα :-)

min@s είπε...

s agapw.