Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Η επίθεση της γιγαντιαίας πιπεριάς.



Η μάστιγα της οικογενειακής-προσωπικής αγροτικής παραγωγής, που πρόσφατα έχει πλήξει τη χώρα μας, όπου όλοι από τεχνοκράτες και τρυφερά πόδια έχουν μετατραπεί σε αγρότες και καλλιεργητές πατάτας, έχει χτυπήσει και το σπίτι μας. Το κέντρο της αγροτικής παραγωγής βρίσκεται στο χωριό, πράγμα το οποίο από μόνο του δε θα αποτελούσε πρόβλημα, αν το σπίτι μας δεν ήταν το κέντρο διανομής. Ότι παράγει το κτήμα και ο μπαξές, για τα οποία είμαστε ευγνώμονες, μη με παρεξηγήσετε, πρέπει να συλλεχθούν, να συγκεντρωθούν, να μετρηθούν, να τακτοποιηθούν σε καφάσια και να διανεμηθούν σε διάφορους γιατρούς και άλλους επαγγελματίες της πόλης. Και όλα αυτά γίνονται στο σπίτι μας.
Πια, τις εποχές δεν τις αντιλαμβανόμαστε από το ημερολόγιο ή τη θερμοκρασία, αλλά από το περιεχόμενο των καφασιών που κατακλύζουν το χωλ, την κουζίνα και το μπαλκόνι.
Τον Αύγουστο, δινόταν καθημερινά η μάχη των σύκων. Πρέπει να πέρασαν από εδώ ίσαμε 50 κιλά σύκα, προκειμένου να διανεμηθούν σε διάφορους γιατρούς της Κατερίνης. Άλλα 50 κιλά φάγαμε εμείς και πρήστηκαν οι κοιλιές μας. Μετά, άρχισε η περίοδος των κράνων. Τα ξέρετε τα κράνα; Είναι κάτι καρποί κόκκινοι και πικροί, που όμως κάνουν εξαιρετικό λικέρ, οπότε μπαίνουν στην κατηγορία των άξιων να διανεμηθούν προϊόντων. Μαζί με τα καφάσια με τα κράνα, συνωστίζονταν και τεράστια γυάλινα βάζα, όπου θα κατασκευαστεί το λικέρ. Τα βάζα αυτά έκαναν το σπίτι μας να μοιάζει με εργαστήριο παρανοϊκού επιστήμονα που ταριχεύει ανθρώπινα όργανα. Στο πάτωμα μονίμως υπήρχαν μικρές πορφυρές σταγόνες που οδηγούσαν στο πτώμα που κρυβόταν κάτω από το τραπέζι της κουζίνας (δεν είχαμε δει αρκετό Dexter τότε ακόμα για να ξέρουμε όλα τα μυστικά της δουλειάς). Μια φορά, μάλιστα, ο μπαμπάς του Γιάννη, που είναι ο πιο μολυσμένος από τη μάστιγα, ξέχασε για 5 μέρες ένα καφάσι με κράνα, τα οποία κόντεψαν να φυτρώσουν κάτω από το νεροχύτη.
Το χειρότερο, όμως, είναι οι πιπεριές. Δε μπορείτε να φανταστείτε πόσες πιπεριές. Πράσινες, κόκκινες, πορτοκαλί, μισές πράσινες μισές κόκκινες. Νομίζω ότι κάποια στιγμή με καταδίωκαν και στον ύπνο μου. Ότι ώρα και να έμπαινα στο σπίτι, υπήρχαν πιπεριές παντού, κάθε χρώματος, σχήματος και υφής, τις οποίες, μάλιστα, έπρεπε να παινεύω ασταμάτητα και να χαϊδεύω ηδονικά. Μια μέρα, έγινε ένας τρικούβερτος καυγάς, διότι ο Γιάννης την προηγούμενη μέρα δεν είχε πάει να παραδώσει το φορτίο με τις πιπεριές, ενώ η φορτωτική είχε κοπεί. Αντιλαμβάνεστε τι άκουσαν οι πιπεριές και που κατέληξαν.
Μεγάλος τρόμος ήταν και τα αγγούρια, όλο το καλοκαίρι. Εκεί που αμέριμνη καθόμουν και διάβαζα ή κολλούσα τις χαρτοπετσέτες μου, ένα αγγούρι εμφανιζόταν από το πουθενά, ξαπλωμένο σ’ ένα πιάτο κι εγώ έπρεπε να το φάω, εννοείται δίχως αλάτι, ξύδι ή λάδι. Ως άλλος σάτυρος, ο μπαμπάς του Γιάννη με κυνηγούσε με ένα αγγούρι στο χέρι, διότι «τρώγεται σα μπισκότο». Όχι, το αγγούρι, ότι και να κάνεις, δεν είναι μπισκότο. Είναι ωραίο, δροσερό κλπ, αλλά ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΠΙΣΚΟΤΟ. Πόσα αγγούρια να αντέξω η γυναίκα; Τις νύχτες, πεταγόμουν ιδρωμένη από τον ύπνο μου και έψαχνα πανικόβλητη κάτω από το κρεβάτι, μήπως εμφανιστεί καμιά απειλητική αγγουριά (ευτυχώς, προχτές ξεπάτωσε τις αγγουριές και γλιτώσαμε από τα πράσινα τέρατα).
Τώρα, τρέμω την εποχή του μαρουλιού, την έζησα και πέρσι. Για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό, υπάρχει μαρουλοσαλάτα με κρεμμύδι, σε κατατρύχει το μαρούλι και δε θέλεις να το ξαναδείς μπροστά σου, ακόμα και η μυρωδιά σε κάνει να τρέμεις. Αφού προχτές φάγαμε λίγο μαρούλι σε μια ταβέρνα και ένιωθα μια αόριστη ανησυχία, κοιτούσα τριγύρω, χωρίς να ξέρω τι με απειλεί. Αφήστε πια τα ρόδια, που είναι τώρα η εποχή τους. Το ρόδι θέλει πολλή προσπάθεια για να το στύψεις και μετά εσύ, που έχουν καθίσει και σου έχουν στύψει 6 ρόδια με το ζόρι, νιώθεις τύψεις και πρέπει να πιεις το χυμό και να αγνοήσεις τους κολλώδεις ροζ λεκέδες στο πάτωμα, διότι θα φανείς και γαϊδούρα αν μιλήσεις, οπότε καταπίνεις το χυμό και όλα τα άλλα μαζί.
Μεγάλος μπελάς είναι και τα ψάρια, τα οποία, εντάξει, δεν παράγονται στο μπαξέ ούτε ψαρεύονται, αλλά είναι το μοναδικό αποδεκτό τρόφιμο πλην του μαρουλιού και του αγγουριού. Με ρυθμό τρις εβδομαδιαίως σακούλες με ψάρια εμφανίζονται μυστηριωδώς στο ψυγείο και λέπια κολλάνε στους τοίχους της κουζίνας, σα φανελάκι καλοκαιρινό. Παράλληλα, μαζί με τα ψάρια που προορίζονται για μας, εμφανίζονται και βρωμερές εφημερίδες με μισοσάπια ψάρια για τα γατιά. Η ψαρίλα είναι ακατανίκητη. Μια φορά, μάλιστα, μια σακούλα με ψάρια (για τα γατιά) ξεχάστηκε στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας, με αποτέλεσμα η Δανιμαρκία να έχει βρωμίσει ολόκληρη, όχι απλά κάτι σάπιο να περιέχει.
Αυτός είναι ο πόνος μου, αγαπημένοι μου αναγνώστες, και ξέρω ότι τον συμμερίζεστε. Η διατροφική μας περιπέτεια δε σταματάει εδώ, σε λίγο θα ξεκινήσει η περίοδος της ελιάς. Μη με κακολογήσετε, μου αρέσουν τα αγγούρια κι οι πιπεριές πάρα πολύ και είμαι τυχερή που δε χρειάζεται να τα αγοράζω, απλά έχω πεθυμήσει κι εγώ η κακομοίρα μια τυρόπιτα για πρωινό, φτάνει με τη μαρουλοσαλάτα.