Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Σταχυολογήματα, ίαμβοι και ανάπαιστοι.



Ο κόσμος δεν πάει καλά, γνωστό, δεν περιμένατε εμένα να σας το πω, εγώ απλά θα σας δώσω μερικά παραδείγματα και προσωπικές εμπειρίες που διατρανώνουν και αποδεικνύουν εμπεριστατωμένα την προαναφερθείσα άποψη: ο κόσμος δεν πάει καλά (με αγαπάτε; Κι εγώ!).
Προχτές, ήμουν στη Θεσσαλονίκη (πολύ πρωτότυπο, πιο συχνά πάω στη Θεσσαλονίκη, παρά στην τουαλέτα), μέσα σε ένα λεωφορείο. Στα διπλανά μου καθίσματα καθόταν ένα νεαρό ζευγάρι, εξαιρετικά διαχυτικό. Η κοπέλα είχε τα πόδια της ανεβασμένα στο απέναντι κάθισμα. Μπαίνει μέσα μια κυρία μεσαίας ηλικίας (όπως μου είπε κι ο Παύλος σήμερα), φανερά εκνευρισμένη με τον κόσμο και με τα ίδια της τα άντερα, αν μου επιτρέπετε το νεολογισμό. Βλέπει τα πόδια της κοπέλας, της γυρνάει το μάτι και αρχίζει να ωρύεται πως πρέπει να τα κατεβάσει και πως θα φωνάξει τον οδηγό, οδηγέ, οδηγέ, κατεβάστε τους, και πως αυτή θα έρθει να καθίσει με άσπρο παντελόνι στη θέση και τι φταίει να είναι λερωμένη και απαράδεκτη είσαι, νεαρή μου, τι πράγματα είναι αυτά. Εγώ τρόμαξα από τις φωνές, καθώς ήμουν και ελαφρώς αποκοιμισμένη και είχα μείνει να την κοιτάζω αποσβολωμένη, όπως κι ένα παλικάρι δίπλα μου. Ο νεαρός του ζευγαριού της είπε ευγενέστατα πως έχει δίκιο και πως θα τα κατεβάσει τα πόδια η φίλη του, αλλά δε χρειάζεται να ταράζεται. Αυτή συνέχισε να ουρλιάζει, τι τρόποι είναι αυτοί κι έτσι σου έμαθαν. Μετά γύρισε σε μένα που κουβέντα δεν είχα πει η κακομοίρα και μου λέει «κι εσύ, κοπελιά, μη με κοιτάς έτσι, δίκιο έχω». Εγώ, που νευρίασα καθώς χειρότερο από το να με αποκαλέσουνε κοπελιά δεν έχω, της απάντησα «καθόλου δίκιο δεν έχετε, έπρεπε να εισηγηθείτε να τους τα κόψουνε τα πόδια, πολύ επιεική σας βρίσκω» και κατέβηκα από το λεωφορείο, διότι είχε αφιονιστεί και δεν ήξερα που θα οδηγούνταν η κατάσταση. Ευτυχώς, έχω αδελφή δικηγόρο και πολύ καλή μάλιστα, οπότε και φόνο να κάνω, θα με βγάλει λάδι.
Το επόμενο περιστατικό που δείχνει ότι ο κόσμος δεν πάει καλά έλαβε χώρα στην κοσμοπολίτικη Κατερίνη. Καθόμασταν σε μία καφετέρια και ρουφούσαμε αμέριμνοι μια σοκολάτα, μετά από μία τρελή ημέρα, κατά την οποία είχαμε πάει κι έρθει από το Δίον 2 φορές, με τη δεύτερη να κουβαλάμε μαζί μας κι έναν τύπο που έκανε οτοστόπ και αποδείχτηκε ότι βρωμούσε σαν Ορκ όταν μπήκε στο αυτοκίνητο. Εμφανίζεται μια λατέρνα (κανονική, όχι απ’ αυτές που συναντάς στα κλαμπς), ξεκούρδιστη ελαφρώς, αλλά με τον απαραίτητο κυριούλη να τη γυρνάει. Ακούμε τη λατέρνα, δίνουμε και τον οβολό, εγώ ήθελα να τον ρωτήσω πόσο κάνει, διότι εκεί μας βλέπω, αλλά ο Γιάννης δε με άφησε, και μετά ο λατερνούχος προβληματίστηκε διότι ήθελε να στρώσει ένα χαλάκι κάτω από τη λατέρνα, αλλά δε μπορούσε ταυτόχρονα να σηκώσει τη λατέρνα και να στρώσει το χαλάκι. Ζήτησε, λοιπόν, από έναν τύπο να του κάνει ένα καλό κι ο τύπος απάντησε «ανάλογα». Τι ανάλογα, ρε παπάρα, ανάλογα με τη μαλακία που σε δέρνει; Συγγνώμη δια τη γλώσσα μου, αλλά αγανάκτησα. Μα, ήταν ένας γεράκος που έσερνε τη λατέρνα και την πίκρα του μέσα στην κυριακάτικη ευμάρεια και σου ζήτησε απλά να τον βοηθήσεις να στρώσει ένα bloody χαλί κι εσύ του απαντάς «ανάλογα»; Μετανιώνω τώρα που δεν τον έβρισα, αποφάσισα πως στο εξής θα βρίζω, δεν είναι δυνατόν να έχει χαθεί η ευγένεια κι η ανθρωπιά από αυτόν τον κόσμο και όχι, δεν είμαι αφελής ούτε ηλίθια, οι άλλοι είναι αγενείς και ανάγωγοι. (Τελικά, σηκώθηκε ο Γιάννης και βοήθησε τον κυριούλη.)
Συνεχίζω: ήμασταν στη Δώρα και τρώγαμε ένα κοτόπουλο που το είχανε άσπλαχνα τυλίξει σε ρολό με τυρί και μπέικον (καημένο ζωντανό) και μας διηγήθηκε μια ιστορία την οποία μου επέτρεψε να αναδημοσιεύσω, με κίνδυνο να καταστραφεί κοινωνικά και επαγγελματικά. Γύρισε ένα βράδυ κουρασμένη από τη δουλειά κι ο καλός της είχε μαγειρέψει και στρώσει τραπέζι στο μπαλκόνι. Πριν κάτσουνε να φάνε, η Δώρα πήγε στην τουαλέτα για να μην αναγκαστεί να διακόψει το φαγητό της. Όταν επέστρεψε στο μπαλκόνι και κάθισε στην καρέκλα, ένιωθε ένα ξένο σώμα εκεί που δεν έπρεπε, σα να είχε κάτσει πάνω σε κάτι, αν εννοείτε τι εννοώ. Σηκώθηκε, κοίταξε, έγινε ρεζίλι στον καλό, αλλά δεν αντελήφθη κάτι. Συνέχισε να τρώει. Μετά το φαγητό και αφού η ενόχληση συνεχιζόταν, ξαναπήγε στην τουαλέτα και ανακάλυψε στο εσώρουχο ίχνη από μπλε και κόκκινη μπογιά. Έντρομη, βάζει το χέρι της στο σημείο από όπου λογικά προέρχονταν τα ίχνη και βγάζει την ξύστρα για τα μολύβια του μακιγιάζ! Το διανοείστε; Εμείς έχουμε πέσει κάτω από τις καρέκλες από τα γέλια κι η Δώρα μας περιγράφει την αγωνία της για το αν έπρεπε να αποκαλύψει το περιστατικό στον καλό ή όχι. Τελικά, το απεκάλυψε κι εμείς, μετά από ενδελεχή παρατήρηση του χώρου και του χρόνου, καταλήξαμε πως η ξύστρα είχε μπερδευτεί στο φουστάνι την πρώτη φορά που πήγε στην τουαλέτα και μετά, με κάποιον τρόπο, κατέληξε μέσα στο βρακί.
Ομολογουμένως, το τρίτο περιστατικό είναι άσχετο με τα προηγούμενα, αλλά πάντως το συμπέρασμα συνεχίζει να είναι ότι ο κόσμος δεν πάει καλά κι επίσης, είχε πλάκα και δε μπορούσα να το κρατήσω για τον εαυτό μου. Τώρα πάω να ψήσω τυροπιτάκια για τα γενέθλια του πιο όμορφου αγοριού στον κόσμο και σύντομα θα τα ξαναπούμε με τις καινούργιες περιπέτειες των weirdos.

3 σχόλια:

Master είπε...

Δεν περιμέναμε εσένα να μας το πεις, αλλά ωραία τα λες!

Vasia είπε...

Μπράβο ρε Κατερινάκι (και Δωράκι στη συγκεκριμένη περίπτωση), χάραξε πάλι το χειλάκι μου...

olga είπε...

Είναι αυτό το κοτόπουλο που δεν φτάνει για όλους αλλά μονο για τους εκλεκτούς;