Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Ο μέγας ψιθυριστής.



Αντίξοες συνθήκες, παγκόσμιες συνομωσίες, δυσμενείς αστρολογικές συγκυρίες και μια ξενάγηση στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη (Χριστέ μου, μία στη χάση και μία στη φέξη κάνω, χάθηκε ο κόσμος να είναι κάτι πιο ενδιαφέρον;) με κράτησαν μακριά σας όλες αυτές τις μέρες. Επιπλέον, δεν έχω ίντερνετ (και δεν ξέρω πότε θα ξαναέχω) οπότε μπορεί τώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμέςνα έχει έρθει το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε, εγώ να έχω αναληφθεί στους ουρανούς ή να έχω μεταναστεύσει στον Καναδά ή στη Μ. Βρετανία (όπου είχα και μια πρόταση γάμου, διότι εδώ δε βλέπω φως, στο ράφι θα μείνω) και ο υπολογιστής σας να αυτοκαταστραφεί μόλις ολοκληρώσετε την ανάγνωση.
Στο μεταξύ, έχω πάθει παροξυσμό ντεκουπάζ και κοντεύω να χαρτοπετσετώσω όλο το σπίτι. Ο Γιάννης έχει κλειδώσει την ατλακόλ στο νοτυλάπι μπας και γλιτώσει κάνα έπιπλο κι εγώ έχω αρχίσει και κοιτώ άνωθεν: θα κάνω τώρα ντεκουπάζ στο ταβάνι, κάπου το είδα κι ήταν καλό, αν μου πετύχει, θα σας το δείξω.
Προς το παρόν, θα σας περιγράψω πως πέρασα προχτές που πήγα κάτι Βρετανούς σε διάφορες εκκλησιές. Καταρχάς, κατέβηκα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης μες στο άγριο χάραμα και οι μόνοι που συνάντησα ήταν κάτι βλοσυροί λιμενικοί που με κοιτούσαν παγερά. Μετά που κατέβηκαν και οι τουρίστες από το κρουαζιερόπλοιο, τους κοιτούσαν κι αυτούς παγερά. Κι ίσως αυτός να είναι ο λόγος που κρουαζιερόπλοιο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης είναι πιο σπάνιο και από καλλιεργημένο Κατερινιώτη. Στη συνέχεια, κι ενώ κόντευα να πάθω εγκεφαλικό από το άγχος, μία ευειδής νεαρά μου έδωσε ένα γουόκι τόκι στο οποίο εγώ θα μιλούσα και τα ξεναγούμενα υποκείμενα (σας έχω περιγράψει την πολυγνωμία σχετικά με το πώς αποκαλούμε τους τουρίστες, έτσι; Εμένα, πάντως, αυτό το «υποκείμενα» νομίζω μου ταιριάζει) θα με ακούγανε μέσα από τα ενσωματωμένα στα αυτιά τους ακουστικά. Τέλειο; Τέλειο. Δε χρειάζεται να ουρλιάζεις σα δαιμονισμένη, δε μαλώνεις με κανέναν, σε ακούνε όλοι και το καλύτερο: αν τους χάσεις μέσα στο μουσείο ή, χειρότερα, γύρω από το Λευκό Πύργο, απλά μιλάς μόνη σου και ξεκινάνε να έρχονται από διάφορες μεριές, σαν ζόμπι που μυρίστηκαν φαγητό. Ένιωθα λίγο θεός, λίγο ο Ορφέας με τη λύρα του και λίγο ο μαγικός αυλός ταυτόχρονα. Τώρα, αυτό το συστηματάκι το λένε αγγλιστί whisperer, προφανές γιατί, και είναι, σου λέει, πολύ της μοδός. Σκέφτομαι να πάρω ένα δικό μου, με ακουστικά και όλα, να το έχω πάντα, σας λέω, ενθουσιάστηκα. Η μόνη βλακεία είναι πως πρέπει να μην ξεχνάς ότι σε ακούνε πάντα, ακόμα κι όταν μονολογείς «τώρα τι να πω;»
Χάρη, λοιπόν, σε αυτό το πραματάκι και, φυσικά, στην έμφυτη ικανότητά μου ως ξεναγού, πήγανε όλα πάρα πολύ καλά, αν εξαιρέσεις ότι περάσαμε από μία εκκλησία για την οποία δεν ήξερα τίποτα και τους έλεγα κάτι γενικούρες, επίσης ότι είχανε λυσσάξει με ένα δέντρο και πως το λένε και τι χρώμα λουλούδια βγάζει, ήμαρτον, στο τέλος τους είπα ανερυθρίαστα ότι δεν ξέρω, κύριοί μου, πως το λένε το δέντρο, τόσα σας είπα, στο δέντρο κολλήσατε; Περνοδιαβαίναμε στην πόλη κι εγώ ήμουν τόσο χαρούμενη, δε φαντάζεστε, είχα και μια ταμπέλα να κρατάω για να με βλέπουνε, αλλά συνέχεια την ξεχνούσα και μια φορά την άφησα πάνω σ’ ένα μηχανάκι και τη θυμήθηκα 10 λεπτά αργότερα: γύρισα να την πάρω, το μηχανάκι είχε φύγει, αλλά η ταμπέλα ήταν ακουμπισμένη πάνω στο γρασίδι. Τυχερή. Μιλούσα στον ψιθυριστή μου, αλλά μερικές φορές ορισμένοι έμεναν λίγο πίσω ή στο απέναντι πεζοδρόμιο κι άλλα βλέπανε κι άλλα ακούγανε, αυτοί μάλλον θα με πήρανε για τρελή. Τους μιλούσα για τη Ροτόντα κι εβλεπαν την Εθνική Τράπεζα. Υπήρχε και ο απαραίτητος χωρατατζής του γκρουπ, ο οποίος μου έλεγε κάτι κρύα βρετανικά αστεία κι εγώ, ωστόσο, ευγενής και καλοαναθρεμμένη, γελούσα.
Με τα πολλά, τελείωσε η μέρα, αυτοί, γνήσιοι Βρετανοί, ανησυχούσαν μήπως δεν προλάβουν την τραπεζαρία ανοιχτή για το γεύμα κι εγώ, γνήσια Ελληνίδα, ανησυχούσα μήπως είχε μουτζουρωθεί τελείως το μολύβι στα μάτια μου. Παρέδωσα υποκείμενα και αντικείμενα, ταμπέλες, ψιθυριστές, κλπ και πήρα τηλέφωνο την Ελένη, η οποία είχε τον δικό της πόνο με τους Ολλανδούς της, που ξύνανε τους κούρους για να δούνε αν είναι από μάρμαρο ή ασβεστόλιθο. Μα να ξύσουνε τον κούρο; Ευτυχώς που δε δαγκώσανε και το δάχτυλο του Ηνίοχου για να δούνε αν είναι όντως χάλκινο. Μετά πήρα και τη Βίβιαν, η οποία επίσης μου διηγήθηκε μια αστεία ιστορία, όπου, στη βάφτιση που έγινε νονά, της έπεσε ο σταυρός του μωρού την ώρα που τον περνούσε στο λαιμό του (η Βίβιαν, όχι το μωρό) κι αυτή γονάτισε μπροστά στον παπά να ψάξει το σταυρό κι ο παπάς την έσπρωχνε με το πόδι, διότι ήθελε να γυρίσει το μωρό γύρω από την κολυμπήθρα. Γονυπετής η Βίβιαν, να κλωτσάει ο παπάς, να ουρλιάζει το μωρό, της κακομοίρας. Τελικά, ο σταυρός βρέθηκε στα ρούχα του μωρού. Αυτά σας τα λέω, για να μη λέει ο Παύλος ότι εμείς είμαστε οι wirdos, συμβαίνουν και σε άλλους περίεργα πράγματα.
Τώρα σας αφήνω, πάω να ψιθυρίσω κάτι σε μια κατσαρόλα στην κουζίνα.

3 σχόλια:

Fri είπε...

Καλώς το το κορίτσι μας! Δεν πιστεύω να την έκανες ήδη για το γαμπρό στη Μ. Βρετανία! Βρε κάτσε κάτω, πού θα πας; Να ήταν στην Αστραλία ο γαμπρός και να είχε γελάδια να το συζητάγαμε...
Ώστε στην ενεργό δράση, ε; Και με εξελιγμένα υποκείμενα κι αντικείμενα! Μπράβο και πάλι μπράβο! Τελικά το δέντρο βρήκαμε τι λουλούδια βγάζει; :-Ρ
Καλημέρα Κατερίνα :-)

υ.γ. Βάλε καμιά φωτογραφία από το ντεκαπάζ (καλά το είπα;) να δούμε τι ωραία φτιάχνεις...

Κατερίνα είπε...

Fri, παιδί μου, ετοιμάζομαι για τον Καναδά κι αν βρω και πουθενβά πιο μακριά, θα πάω. Φήμες λένε πως το δέντρο είναι ακακία, αλλά δεν είναι διαπιστωμένο. Ντεκουπάζ το λένε, το ντεκαπάζ είναι αυτό που κάνεις στα μαλλιά για να ξανθύνουν και, ναι, θα βάλω-μόλις βρω χρόνο να φτύσω.
Καλημέρα, χαίρομαι που γυρισα.

Αερικό είπε...

Xεχε, άκου λέει το άφησε πάνω στο μηχανάκι! Οι ψιθυριστές είναι πανάκριβοι, σου έχω στείλει μήνυμα στο φάτσεμπουκ με εναλλακτική λύση.