Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Σε δείχνει η τηλεόραση;


Θα σας διηγηθώ πως πέρασα το Σαββατοκύριακο, όπου ήρθανε το αδέλφι κι η Δώρα από τη Θεσσαλονίκη για τρελό weekend στου Γιάννη. Η φίλη μου η Δώρα, με την οποία γνωριστήκαμε την πρώτη μέρα στο Πανεπιστήμιο επειδή της άρεσαν τα κόκκινα παπούτσια μου, είναι τρελή. Μιλάμε για το άτομο που, τον καιρό που τρώγαμε στη λέσχη του Πανεπιστημίου (αχ, αξέχαστες εποχές και αξέχαστος μπακαλιάρος), αφού είχαμε αποφάει, έπαιρνε τις φλούδες από τα πορτοκάλια και τις ψιλόκοβε, διότι, έλεγε, δεν είχε ποτέ στη ζωή της καθαρίσει φασολάκια κι αυτή η κίνηση της έμοιαζε με το να καθαρίζει φασολάκια κι έτσι βαυκαλιζόταν ότι καθαρίζει όντως φασολάκια και δεν είναι εντελώς και αδιόρθωτα ανεπρόκοπη (που είναι). Αντιλαμβάνεστε. 
Η αδελφή μου είναι επίσης τρελή: έχει στο σπίτι της 3 σφουγγαρίστρες, μία για το μπαλκόνι, μία για το μπάνιο και μία για το υπόλοιπο σπίτι-υποπτεύομαι πως έχει και μία τέταρτη, για το διάδρομο της πολυκατοικίας, και μας το κρύβει. 
Εγώ, όπως ξέρετε, είμαι τρελή. 
Ο Γιάννης ήταν το τραγικό πρόσωπο.
Έρχονται, λοιπόν, οι κοπέλες το Σάββατο το μεσημέρι, οπότε εγώ είχα συγχυστεί αρκούντως από κάτι που διάβασα στο facebook, για το οποίο θα σας μιλήσω μια μέρα, φορτώνουμε και τον απαραίτητο Παύλο στο αυτοκίνητο και πάμε για μπάνιο σε μια παραλία που δε μπορούσες ούτε να κλάσεις, όπως είπε η Δώρα, από τον κόσμο. Γενικά, βέβαια, δεν είναι ευγενικό να κλάνεις όταν υπάρχει κόσμος, αλλά εκεί υπήρχε τόσος κόσμος που ούτε να κουνιέσαι ήταν ευγενικό: χούφτωνες τον διπλανό σου (αυτό δεν το θεωρούν όλοι αγένεια, αλλά ξεφεύγουμε). Εκεί, αφού μείναμε μέσα στο νερό ώσπου γίναμε σαν τη Σάντακο στο Ring, βγήκαμε να λιαστούμε και να παίξουμε ένα παιχνίδι που η Δώρα λέει ότι το λένε «μάντεψε ποιος» κι όπου όλοι βάζουν με το μυαλό τους έναν διάσημο (ο καθένας τον δικό του, έτσι;) και  προσπαθούμε να μαντέψουμε ο ένας τον διάσημο του άλλου με ερωτήσεις που μπορούν να απαντηθούν με ναι ή όχι. Η βλακεία είναι σαν το σύμπαν: δεν τελειώνει ποτέ.
Ρωτούσαμε, λοιπόν, ο ένας τον άλλον «ζεις;», «είσαι ευρωπαίος;», «σε δείχνει η τηλεόραση;» κι άλλα τέτοια ευτράπελα. Νομίζω πως μια παρέα δίπλα πίστεψε πως ήμασταν τρόφιμοι που μας έβγαλαν για βόλτα και απομακρύνθηκαν διακριτικά-ουδέν κακό αμιγές καλού (όταν ήμουν μικρή, νόμιζα πως σ’ αυτή την έκφραση η λέξη αμιγές ήταν πληθυντικός, ότι δηλαδή κανένα κακό δεν έχει αμιγές του καλού, μη ρωτάτε). Το θέμα είναι ότι οι ερωτήσεις αυτές έμειναν ως το σλόγκαν του σαββατοκύριακου κι αντί για καλημέρα λέγαμε ο ένας στον άλλον «είσαι ευρωπαίος;». Το παιχνίδι συνεχίστηκε και στην επιστροφή, όπου η Βάσια έβαλε ως διάσημη τη Σαλώμη (στο θεό σας) και μέχρι να το βρούμε μας είπε ότι έζησε πριν το Μεσαίωνα, κάπου στην Ινδία ή γύρω εκεί και η Δώρα, επειδή είχε αγανακτήσει που δεν έβρισκε τη διάσημη της Βάσιας, τη ρώτησε «σε βίαζαν οι Μογγόλοι όταν ήσουν μικρή;» για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο. Ο Γιάννης παραλίγο να τρακάρει.
Την επόμενη μέρα κι αφού φάγαμε κάτι πίτσες, που τις είχαμε ακουμπήσει στην καρέκλα κι εγώ κάθισα πάνω τους, πράγμα που θα περίμενε κανείς να κάνει η Δώρα και όχι εγώ, φτιάξαμε ένα κολιέ από μολύβια και ξαναπήγαμε για μπάνιο σε μια πιο ερημική παραλία, που τελικά δεν ήταν και τόσο ερημική, αφού στη διάρκεια της παραμονής μας εκεί εμφανίστηκαν οι εξής: μία κοπέλα πάνω σε ένα άλογο, αρχικά καβαλικεύουσα και μετά στεκόμενη όρθια και κάνουσα ακροβατικά πάνω στο άλογο, ο εκπαιδευτής αλόγου και ακροβάτισσας, ένας αλεξιπτωτιστής με παραπέντε που μας χαιρετούσε ενθουσιασμένος, ένα μικρό σκυλί που σηκώθηκε στα δύο πόδια για να φιλήσει το άλογο κι ένα δεύτερο σκυλί που ατάραχο μπήκε στη θάλασσα κι έκατσε μέσα κάνα τέταρτο. Φαινόταν να το ευχαριστιέται.
Ωστόσο, δε μας πτόησε τίποτα, πήραμε το λουτρό μας και καταβροχθίσαμε το κοτόπουλο με ρύζι και μετά λιώσαμε. Εγώ λαγοκοιμόμουν, ο Γιάννης κοιμόταν κανονικά κι η Δώρα με τη Βάσια αποφασίζανε ποιος ηθοποιός θα μας έπαιζε αν η ζωή μας γινόταν ταινία. Για μένα είπανε τη Τζούλια Ρόμπερτς, αλλά εγώ τους είπα πως είναι λίγο κοντή για μένα. Αφού τελείωσε το τσίρκο με άλογα, ακροβάτες, κλπ, τα μαζέψαμε κι εμείς και μέχρι να φτάσουμε στο ΚΤΕΛ για να φύγουν τα κορίτσια λέγαμε τι ωραία που είναι να φοράς το μαγιό σου κι ότι είναι σα να μη φοράς τίποτα. Η Δώρα, όμως, μας είπε πως ένιωθε σα να φοράει «την πανοπλία του Άραγκορν από μίθριλ τσιγκελάκι, που του είχε πλέξει η κόρη του Στιβ Τάιλερ» και ξεραθήκαμε στα γέλια κι εκεί αποφάσισα εγώ να σας περιγράψω αυτό τι σαββατοκύριακο και σημείωνα τις ατάκες στο διαφημιστικό Scrap.Paiteris-ανακύκλωση σιδήρων και μετάλλων.
Μετά από αυτό, σας αφήνω, να κάνω και μπάνιο, γιατί έχουμε ξεκινήσει την έκτη σεζόν του Ντέξτερ κι έχω αγωνία.

4 σχόλια:

Master είπε...

Φυσικά και δε θεωρώ αγένεια να χουφτώνει στο άκυρο έναν άντρα! Το θεωρώ
Α) Χώρος πήχτρα σαν κλαμπ το Σαββατόβραδο ή
Β) Λόγος για να αναφωνήσω "Τελικά υπάρχει θεός!"

Master είπε...

*να χουφτώνει κάποια;

Κατερίνα είπε...

Εσένα, τώρα, από όλα αυτά, το μόνο που σου έμεινε είναι μία παρένθεση; Θα μας τρελάνεις, ρε Master;

Calliope είπε...

Εκπληκτικό παιχνίδι! Το παίζουμε ακι στην τάξη ενίοτε με διάφορες παραλλαγές. Π.χ. να γράψουμε σε ένα χαρτί 1 διάσημο έκαστος τα ανακατεύουμε και διαλέγει ο καθένας στην τύχη 1. Χωρίς να διαβάσει τι λέει το κολλάει στο κούτελό του και προσπαθεί αυτός να βρει ποιος είναι. Έτσι όλοι έχουν γελοία χαρτάκια στο κούτελο και κάνουν ερωτήσεις του στυλ: Έχω πεθάνει; Είμαι γκέι; κλπ.