Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Δύσκολοι αποχωρισμοί: το γραφείο.


Φεύγω αύριο. Κι αφήνω, ως συνήθως, πίσω μου συντρίμμια. Σε κάνα μήνα, που θα γυρίσω, θα έχω ακόμα περισσότερα (και συντρίμμια και άλλα) να αφήσω πίσω μου, αλλά προς το παρόν κάτι λίγα μόνο: τελευταία φορά χτες κλείδωσα το γραφείο, τελευταία φορά χτες είδα τον ήλιο να βγαίνει πίσω από το φρούριο, μάζεψα και το κάδρο που είχε πάρει δυσμενή μετάθεση από το δωμάτιό μου στο γραφείο, συγύρισα χαρτιά, συρτάρια και υπολογιστή και να με, να ατενίζω ένα μέλλον (δεν ξέρω ποιο ακόμα).
Αμάν, ρε παιδί μου, τι ανικανοποίητο ον ο άνθρωπος! Να, εγώ, για παράδειγμα. Μπορούσα να μείνω και φεύγω, αλλά στενοχωριέμαι που φεύγω. Άμα μου έλεγες, όμως, μείνε, όχι, δε θέλω να μείνω. Ε, α σιχτίρ, Κατερίνα, δεν ξέρεις τι θέλεις, μου φαίνεται (ναι, τρομακτικό αυτό που μιλάω με τον εαυτό μου, αλλά το έχουμε πει ότι κρύβω μια πολύ τρομακτική πλευρά). Η αλήθεια είναι πως ξέρω τι θέλω. Απλά, όταν τελειώνει μια περίοδος της ζωής μου, πάντα στενοχωριέμαι, εσείς όχι; Πέρασα πολλά μέσα σε κείνο το γραφείο, πιο πολλά όμορφα παρά άσχημα. Κι έχω κι ένα περίεργο πράμα, να συνηθίζω εύκολα και ν’ αγαπάω ακόμα ευκολότερα. Οπότε, όταν έρθει η ώρα να φύγω, που αναπόφευκτα έρχεται, ότι και να κάνεις, όσο και να παλέψεις, στενοχωριέμαι.
Το γραφείο που δούλευα είχε ωραία θέα το Παλιό Φρούριο της Κέρκυρας και τα πρωινά, όταν το έλουζε ο ήλιος, σήκωνα το βλέμμα μια στιγμή από τα ανούσια χαρτιά με τα οποία πάλευα κι ήταν σα να έπαιρνε ανάσα ο νους μου. Και πως μου άρεσε, να φτάνω πρώτη και να ανοίγω τέρμα το παράθυρο και να βλέπω τη μέρα να ξεκινάει. Μετά, βέβαια, χτυπούσε το τηλέφωνο με πολύ δυσοίωνο κόασμα και όλα γίνονταν όπως πριν.  
Αγάπησα κι αυτό το παλιό και μαγικό ασανσέρ, που γεννάει περιπέτειες κι έτριζε σα μαούνα κι έλεγες πότε θα μείνω εδώ μέσα και θα ‘ρθει να μου κάνει παρέα το φάντασμα του συλλέκτη μέχρι να με βγάλουν. Κι έχει εκεί, στη δουλειά (θα σας την αποκαλύψω κάποτε αυτή τη δουλειά), και μια μεγάλη σκάλα, στρωμένη με κόκκινο χαλί, που όταν την είχα πρωτοδεί, έκανα την πριγκίπισσα και ανέβαινα να πάω στο χορό. Τότε, δεν ήξερα ακόμα ότι θα δούλευα εκεί, στην κόκκινη σκάλα, και μετά τη λάτρευα, επίτηδες την ανεβοκατέβαινα πολλές φορές τη μέρα και χάιδευα την ξύλινη κουπαστή και κάθιζα εκεί τα παιδάκια όταν είχα ξενάγηση σε σχολείο και με κοίταζαν με λαμπερά μάτια (καλά, όχι όλα, δεν είμαι και ο Γκάντι, τα περισσότερα σκυλοβαριόνταν). Και στην κορυφή της σκάλας, έχει κι ένα μαύρο άγαλμα, που ήταν λίγο σαν το γιοφύρι της Άρτας, ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν, ποιος να στοίχειωσε μέσα του και ολοκληρώθηκε, δεν ξέρω. Κι αυτό το αγάπησα.
Τι να πω, ρε παιδιά, δεν ξέρω πόσο σώφρων είναι αυτή μου η απόφαση, αλλά τώρα, πάει, το πετρωμένο φίδι δε ματαγίνεται (δηλαδή, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον) κι εγώ φεύγω και πρέπει να σας αφήσω, γιατί, για μαντέψτε, έχω να φτιάξω βαλίτσα και με κοιτάει πολύ απειλητικά και χάσκει σα στόμα έτοιμα να με φάει και τα νύχια μου ακόμα είναι έτσι, πότε θα τα βάψω, δεν ξέρω. Την άλλη φορά θα σας πω πως πέρασα εκεί που θα πάω αύριο και θα σας πω κι άλλα για όλα αυτά που αφήνω. Καληνύχτα, και καλή τύχη.

3 σχόλια:

vivian είπε...

Mmmmm....ksenagisi se paidakia...agalma...gia na skeftw ti mporei na einai......Stin arxi lew:katharistria se kamia epavliitan auti gia na kylietai oli mera sti skala me to kokkino xali kai tin ksilini koupasti alla meta me mperdepses!

Κατερίνα είπε...

Χαχαχα! Δε θα το βρεις ποτέ! Θα τα πούμε φρομ νίαρ. Φιλιά.
Αν κι η αλήθεια είναι ότι καθάριζα κιόλας ενίοτε εκεί μέσα...

Fri είπε...

Καλή τύχη το λοιπόν!
Μα τι ανησυχείς; Όλα θα πάνε εξαιρετικά, αφού συνηθίζεις εύκολα και αγαπάς ακόμα ευκολότερα ;-)