Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Κάθε σπίτι τον τρελό του, στο δικό μας όλοι.


Περιστοιχίζομαι από τρελούς: σας το έχω ξαναπεί, έτσι; Επαναλαμβάνομαι, αλλά από την άλλη, ίσως να μην είμαι εγώ που επαναλαμβάνομαι, αλλά οι άλλοι. Σας μπέρδεψα; Χαίρομαι, αυτός ήταν ο σκοπός μου.
Λοιπόν: η Ρενάτα έχει αρχίσει να πιστεύει πως είναι ένα ροζ σύννεφο (αλήθεια) και χτες επέμενε επί μισή ώρα πως το επάγγελμα του βοθρατζή είναι πιθανότατα το πιο σοβαρό επάγγελμα του κόσμου. Ήμασταν με μια παρέα κι έλεγαν αυτές τις ηλίθιες ιστορίες που σου δίνει ο άλλος τα εξής δεδομένα: «είναι ένας σ’ ένα μπαλκόνι και γελάει» κι εσύ πρέπει να βρεις γιατί γελάει, κάνοντας διάφορες ερωτήσεις που θα σε οδηγήσουνε σε ένα παντελώς άσχετο και άκυρο συμπέρασμα. Τις ξέρετε αυτές τις ιστορίες; Μιλάμε, μπορείς να φας ώρες ψάχνοντας να βρεις γιατί γελάει αυτός στο μπαλκόνι ή γιατί ένας άλλος παίρνει το ασανσέρ όταν βρέχει, ενώ όταν δε βρέχει δεν το παίρνει. Ωστόσο, το Ροζ Σύννεφο παραμένει (ενίοτε, μεταμορφώνεται και σε μαύρο και πέφτει απάνω μας).
Παράλληλα, η Ελένη κατέβαζε χτες κάτι παιχνίδια για το κινητό της (όλοι πια έχουν αυτά τα ανόητα κινητά, αφής κι έτσι, my ass, δε δουλεύουν ποτέ) και ανάμεσα στα bubble games (που κυνηγάς να σκάσεις κάτι μπάλες, Χριστέ μου, για λοβοτομή κατευθείαν) κατέβασε κι ένα που υποσχόταν ότι μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις το ευαίσθητο σημείο των κοριτσιών, αν με εννοείτε. Κι επειδή η Ελένη αναρωτήθηκε μήπως δεν έχει βρει το σωστό σημείο, κατέβασε το παιχνίδι και της βγαίνει στην οθόνη η Σάντι, μαζί με διάφορα κουτάκια που μετρούσαν την ικανοποίησή της κι εσύ έπρεπε να τα γεμίσεις όλα, αγγίζοντας διάφορα σημεία της Σάντι. Συγγνώμη αν σας σοκάρω, αλλά όλα μέσα στη ζωή είναι. Ξεκίνησε, λοιπόν, η Ελένη κι άμα της άρεσε της Σάντι, βογκούσε, αλλιώς της έλεγε «όχι εκεί». Ώσπου κάποια στιγμή, γεμίζουν όλα τα κουτάκια κι αρχίζει η Σάντι να ουρλιάζει και να χαίρεται κι η Ελένη έγινε ρεντίκολο στη γειτονιά, διότι επιμένει μονίμως να έχει τον ήχο του κινητού στη διαπασών. Αντιλαμβάνεστε.
Επίσης, ο μπαμπάς μου μαθαίνει επαναστατικά τραγούδια στα δίδυμα και λέει πως ο μπέμπης, όταν ακούει «στ’ άρματα, στ’ άρματα», σηκώνει το αριστερό χέρι σε γροθιά. Όταν δεν τραγουδάει στα μωρά το απάνθισμα της αριστερής μουσικής προπαγάνδας, ψάχνει να βρει από πού ανάβει η κουζίνα της αδελφής μου, γιατί είναι από αυτές τις μοντέρνες που δε φαίνονται τα κουμπιά και ταλαιπωρείται ο καημενούλης μου. Άστε που την άλλη φορά έψαχνε το ψωμί, διότι η αδελφή μου αντί για ψωμιέρα έχει ένα τσίγκινο κουτί, που πιο πολύ μοιάζει με φυσιγγιοθήκη.
Και καλά, αυτοί είναι άκακοι τρελοί, έχω κι άλλους, που μπορεί να γίνουν κι επικίνδυνοι, μ’ αυτούς τι κάνεις, είναι το θέμα, που μπορούν να σου καταστρέψουν την ψυχή, την αυτοεκτίμηση και να σε κουρελιάσουν. Σας έχει τύχει ποτέ κανένας τέτοιος; Κι αν ναι, τι κάνατε;

2 σχόλια:

astakoulis είπε...

Και τελικά γιατί γελούσε ο άλλος στο μπαλκόνι? Καλά ρε δεν ντρέπεστε να χαριεντίζεστε με τη Σάντυ στη φοβερή ηχομόνωση της Κέρκυρας, μα τον Άη Σπυρίδωνα; Μεγάλη εξέλιξη τα παιχνιδάκια. Εγώ έχω μείνει στο σούπερ μάριο.

Κατερίνα είπε...

Γελούσε γιατί από κάτω περνούσε η κηδεία ενός καρδιολόγου κι είχανε πάνω στο φέρετρο μια καρδιά, κι επειδή ο στο μπαλκόνι ήταν γυναικολόγος, σκέφτηκε το θα βάζανε στο δικό του φέρετρο και τον έπιασαν τα γέλια. Έχεις ακούσει μεγαλύτερη βλακεία;