Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Θεόφιλε, ζούμε για να σε δούμε!

Δεν ξέρω αν ψάχνατε την εβδομαδιαία μου ανάρτηση, ελπίζω να την ψάχνατε, διότι αλλιώς τι κάνουμε εδώ πέρα, πάντως έλειπα. Τώρα, λοιπόν, που γύρισα, μπορώ να αφιερωθώ ψυχή τε και σώματι στην αγαπημένη μου ενασχόληση: να γράφω στο blog μου και να χαζεύω πόσες φορές είδανε το προφίλ μου και να παλεύω να βάλω αυτή τη ρημάδα τη ροή διαδικτυακού τόπου, που, παρεμπιπτόντως, αν ξέρει κανείς πώς, ας μου πει.
Φυσικά, μαντεύετε που είχα πάει: εκδρομή με την αγαπημένη μου σχολή, ναι, ξέρω πόσο όλοι ανυπομονείτε για την περιγραφή των περιπετειών των ιπτάμενων ξεναγών! Κοιτάξτε όμως τι έχω πάθει: όλοι θέλουν να μπουν σ’ αυτό το blog, δεν ξέρω γιατί, εγώ δεν το έχω και για πολύ καλό κι όπως είπα και στην Ευδοκία, που θα γκρινιάξει τώρα γιατί δεν θέλει να τη λένε έτσι, ας μην ελπίζουν σε μένα για τα 15 λεπτά δημοσιότητας που τους αναλογούν, γιατί σωθήκανε.
Αυτή τη φορά πήγαμε στο Βορειοανατολικό Αιγαίο, δηλαδή στη Λήμνο, τη Λέσβο και τη Χίο. Α, πάρα πολύ ωραία νησιά, με ευχάριστη ατμόσφαιρα και πράσινες πεδιάδες, με ούζα, μαστίχες, ποιήτριες, κλπ, αλλά πάνω απ’ όλα με το προνόμιο να είναι η κοιτίδα των λεγόμενων πολιτισμών του ΒΑ Αιγαίου, οι οποίοι υπήρξανε εκεί περί τις 3.000 χρόνια πριν από σήμερα. Αυτοί οι πολιτισμοί, που λέτε, καταπληκτικοί πολιτισμοί, πολύ ευφάνταστοι, από τους πρώτους στον ελλαδικό χώρο, εφευρετικοί άνθρωποι, με εμπορικό δαιμόνιο και άριστες σχέσεις με τους απέναντι, κάτι που επ’ ουδενί δεν ισχύει για τους σημερινούς κατοίκους του ελλαδικού χώρου. Εντάξει, να σας πω, εκείνοι οι παλιοί κάτι παραπάνω θα ξέρανε, λέω εγώ με το φτωχό μου μυαλό, εμείς σήμερα για ποιόν λόγο ακριβώς τρωγόμαστε σαν τα σκυλιά;
Τέλοσπαντων, ας μην υπεισέλθω, διότι θα με βρείτε σε κάνα χαντάκι, ξεκινήσαμε, λοιπόν, από τη Λήμνο, πράγμα που σημαίνει ότι γλιτώσαμε την Αθήνα και τη διαδρομή του μαρτυρίου. Αντ’ αυτού, έπρεπε να πάμε στη Θεσσαλονίκη για να πάρουμε το καραβάκι για το νησί. Το οποίο καραβάκι λέγεται Θεόφιλος κι υπάρχει και πλέει από το σωτήριον έτος 1975. Επιπλέον, επειδή έχει την κακή συνήθεια να κοπανάει στα λιμάνια κατά το παρκάρισμα, έχει πάρει το παρατσούκλι Θεότυφλος. Συν το ότι θα ταξιδεύαμε μέσα στη μαύρη νύχτα, όλα αυτά μαζί μας έκαναν να νοσταλγήσουμε τις μπριζόλες της Αμφιλοχίας. Για να μην πεινάσουμε, λοιπόν, πάνω στο καράβι κι αναγκαστούμε να φάμε αυτά τα μαυρογκαγκανιασμένα καραβίσια τοστ κι επειδή είχαμε δικαίωμα φαγητού αξίας 9 ευρώ ανά άτομο, τα οποία έπρεπε να χαλάσουμε ΟΛΑ, μόλις φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, η Βίβιαν κι εγώ πήγαμε να πάρουμε πίτσες και σάντουιτς, όπου, εντάξει, το παρακάναμε λίγο: 3 πίτσες και 3 σάντουιτς, μαζί με τα (κλεμμένα) κεκάκια από την καφετέρια και 3 κουτιά με τσουρέκια και τρίγωνα που μας είχε φέρει ο μπαμπάς της Νατάσας, κι όλα αυτά για 6 άτομα. Χμμ. Εντάξει, πόσο σίγουρες ήμασταν ότι δεν θα καταλήγαμε σε καμιά άγνωστη βραχονησίδα, όπου εκτός από διπλωματικό επεισόδιο, θα δημιουργούνταν κι ένα μεγάλο κενό στο στομάχι μας, ε, πόσο;(Περιττό να σας πω ότι τρώγαμε πίτσες και τσουρέκι για 4 μέρες.)
Τρώγοντας, λοιπόν, και κοιμώμενες στις πάρα πολύ βολικές πολυθρόνες του Θεόφιλου, εφτάσαμε στη Λήμνο, όπου πήγαμε καταρχήν στην Πολιόχνη, προϊστορικός οικισμός, μη με ρωτήσετε χρονολόγηση, ποτέ δεν την έμαθα, το μόνο που ξέρω είναι ότι είναι χτισμένος σε έναν πανέμορφο λόφο με αέρα και θάλασσα (εμείς γιατί χτίζουμε τις πόλεις μας σε γούβες;) και ότι εκεί υπάρχει, λέει, το πρώτο κοινοβούλιο στην Ευρώπη, όπου κοινοβούλιο λένε τα υπολείμματα ενός κτιρίου μέσα στο οποίο υπάρχουν καθίσματα για τους βουλευόμενους, τι να πω, μεγάλη φαντασία έχουν αυτοί οι αρχαιολόγοι καμιά φορά. Έπειτα, και αφού κοντέψαμε να σκοτωθούμε για να μπούμε σε μια σπηλιά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ντε και καλά, λες και δεν είχαμε ξαναβουτήξει τα πόδια μας στη θάλασσα, πήγαμε να φάμε. Παιδιά μου, τι φαΐ ήταν εκείνο! Κάτι πιατέλες δυο στρέμματα με άπειρα ορεκτικά και μετά κάτι βουνά από καλαμαράκια και στο τέλος λουκουμάδες ζεστοί, έχουμε να το λέμε, έτσι δεν έχουμε ξαναφάει κι ας έχουμε γυρίσει όλη την Ελλάδα.
Είχαμε ήδη πάρει 2 κιλά έκαστος, όπως καταλαβαίνετε, και καλύτερα που φύγαμε από τη Λήμνο και πήγαμε στη Λέσβο, εννοείται πάλι με το Θεόφιλο, για να μη χαλαρώνουμε! Βέβαια, και στη Λέσβο που πήγαμε, ένα ουζάκι εδώ, ένα μεζεδάκι εκεί, καταστραφήκαμε πάλι. Εκεί είδαμε καταρχήν τη μαγευτική πόλη της Μυτιλήνης, όπου όλοι θέλαμε να αγοράσουμε ένα σπίτι, διότι όλοι οι Μυτιληνιοί ήσαν καραβοκύρηδες κι έχτιζαν κάτι αρχοντικά, άλλο πράγμα! Κι επειδή ο γείτονας ήθελε να μπει στο μάτι του γειτόνου, το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο. Εγώ πήρα ένα απομακρυσμένο: η Ελένη γκρίνιαζε ότι πάλι γειτόνισσα θα με έχει. Επίσης, είδαμε τις ναΐφ ζωγραφιές του Θεόφιλου, με ψαράδες και ωραία χρώματα και απλές, κατανοητές και ευχάριστες, η χαρά της ζωής, βρε παιδί μου, φτάνει πια με τους μουρτζούφλικους πίνακες! Σε κάποιο σημείο του νησιού δε, σώζεται ακόμα πάνω στον τοίχο όπου τη ζωγράφισε μια εικόνα του Θεόφιλου κι εκεί ένας επίδοξος και φιλόδοξος ποιητής έχει γράψει τον ύμνο του για τον καλλιτέχνη. Δεν αντέχω να μη σας παραθέσω μια στροφή:
Θεόφιλε, μας έλειψες κι όλοι σ’ αναζητούμε,
μα είν’ αργά, πολύ αργά για να σε ξαναδούμε.
Υπήρχες κάποτε στη γη σα λαϊκός ζωγράφος,
δούλευες αμερόληπτα με ζήλο και με πάθος.
Τέλοσπαντων, έτσι πήγαινε όλο το ποίημα, είναι τα αγαπημένα μου αυτά με τις εμπνευσμένες ρίμες.
Πριν πάμε εκεί με τη ζωγραφιά και το ποίημα, ξέχασα να σας πω, επισκεφτήκαμε ένα γλυκό ορεινό χωριό, την Αγιάσσω, κι ήπιαμε ωραίο ελληνικό καφέ σε ζωγραφιστά φλιτζανάκια, τα οποία η Μαριλένα έβαζε στη σειρά και φωτογράφιζε το art de la table, τους έχω κολλήσει όλους με τις καλλιτεχνικές φωτογραφίες, χα!
Αφήσαμε τη Μυτιλήνη και το ωραιότατο ξενοδοχείο όπου μέναμε και στο οποίο η Βίβιαν ξαναβρήκε κατσαρίδες, α, δεν εξηγείται μόνο αυτή να βρίσκει, τις φέρνει μαζί της, μέσα στη βαλίτσα, και πλεύσαμε στη Χίο, φυσικά με το Θεόφιλο, τι χαζά είναι αυτά που ρωτάτε, έχει, βρε, άλλο καράβι σαν το Θεόφιλο; Τώρα, στη Χίο εγώ έχω περάσει μερικές από τις πιο ωραίες μέρες της ζωής μου, είχα και κάτι Χιώτες φίλους, την αγαπώ πολύ, αλλά η αλήθεια είναι πως μετά τη Μυτιλήνη δεν άρεσε η Χίος σε κανέναν. Ευτυχώς που μέναμε σε καλό ξενοδοχείο, με θέα και ανατολές κλπ, αλλιώτικα θα μας έσπαγαν στη γκρίνια. Εκεί, στη Χίο, έχει ένα χωριό, τα Μεστά, που είναι σα να έχει βγει από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, όλο πέτρινο, με καμάρες και καστροσπιτάκια και πλακόστρωτα για να τρέχουν τα αλογάκια των ιπποτών, κι εμείς κάναμε τις πυργοδέσποινες. Όταν, όμως, γυρίσαμε στο ξενοδοχείο κι ήρθε η ώρα να ξεκουράσουμε τα πονεμένα μας πόδια, ευχήθηκα να είχα ένα Ορκ μαζί μου: οι συγκάτοικοί μου ελύσσαξαν εκείνο το βράδυ, χαχάνιζαν και τσίριζαν, μου κρύβανε τα παπούτσια, με φωτογράφιζαν ενώ κοιμόμουν, όλο κάτι τέτοιες βλακείες. Αλλά αυτά παθαίνεις άμα δεν έχεις πάει ποτέ κατασκήνωση, ό,τι δεν έκανες τότε, τα κάνεις τώρα. Έπρεπε να το φωνάξω τελικά εκείνο το Ορκ.
Εν πάση περιπτώσει, τη γλίτωσαν και μετά φύγαμε, με αεροπλάνο! Να φανταστείτε, κάτι μούτσοι από το Θεόφιλο έπαιρναν τηλέφωνο διότι απόρησαν που είχαμε τόσες μέρες να φανούμε, εμείς όμως είμαστε, όπως έχω πει, ιπτάμενοι ξεναγοί, και σαν τέτοιοι, πετάξαμε μακριά για άλλες περιπέτειες…

6 σχόλια:

astral είπε...

Α πα πα...καλέ τι πράγμα κι αυτό με αυτό το κορίτσι και τις κατσαρίδες? Τι τύχη πια?? :-))

ΣΚΥΛΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ είπε...

Παλιοζωή , παλιόκοσμος και παλιοκενωνία!! Βρε τι άσχημα που περνάει αυτό το κορίτσι???

Κατερίνα είπε...

Άσε γιατί ένα τιμηματάκι το πληρώνω για όλα αυτά τα ωραία...

Ανώνυμος είπε...

E oxi kai den pigame kataskinwsi!5 xronia konta sto Karpenisi!Se ligo tha mas peis oti pairnw kai tis katsarides gia parea sta taxidia!Ante na doume ti mas perimenei tin epomeni evdomada!

Calliope είπε...

Ε όχι και να μην αρέσει η Χίος!!! Τέλος πάντων, αφού είπατε τόσο καλά λόγια για τη Λήμνο, θα σωπάσω...

Κατερίνα είπε...

Καλέ, σου λέω, πως και πως να φύγουμε κάνανε! Εμένα, βέβαια, ξέρεις πόσο μου αρέσει η Χίος.