Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Μια φορά, θυμάμαι, μ' αγαπούσες. Τώρα, βροχή.



Κάποτε, εδώ, στο νησί, είχαμε καλοκαίρι, τα παλιά χρόνια, τον Ιούνιο βραδιαζόμασταν στην παραλία και η δροσιά ήταν καλοδεχούμενη, τα πρωινά ο ήλιος μας έκαιγε την πλάτη και ανατριχιάζαμε από την ευχαρίστηση. Τώρα, ανατριχιάζουμε από το μαύρο ψόφο κι έτσι και σε πιάσει το βράδυ στην παραλία, την έβαψες, διπλή περιπνευμονία έχεις αρπάξει. Τα καημενούλια μου έρχονται με τα σανδαλάκια και τα φουστάκια τους και μετά στην Οία το δαγκώνουνε κι αφήνουν τα λεφτά τους στα πουλόβερ, αντί να τα αφήσουνε στην ξεναγό, αίσχος, το καταγγέλλω.
Χτες, προφανώς από το κρύο και την υγρασία, είχα έναν υφέρποντα πονοκέφαλο, ο οποίος κάποια στιγμή εσήκωσε κεφάλι, έδειξε ιμπεριαλιστικές τάσεις ώσπου κατέλαβε ολόκληρη τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού μου και με κατέστρεψε. Σε συνδυασμό με ένα μάτι ως τον ουρανό που είχα και που μου το είχε ρίξει ένας από το γκρουπ, τον είδα εγώ και μη γελάτε κι αν δεν πιστεύετε εσείς στο μάτι, πιστεύει αυτό σε σας κι αυτό είναι αρκετό, ξύπνησα σήμερα το πρωί σα ζόμπι. Το ομορφότερο αγόρι του κόσμου να ροχαλίζει μακαρίως, τυλιγμένος σαν τον Τουταγχαμών κι εγώ υπέφερα σιωπηλά μέχρι τις 7.15 που ξύπνησα την έρμη μάνα να με ξεματιάσει για να πάω στη δουλειά, όπου τους απείλησα ότι θα λιποθυμήσω στο Ακρωτήρι, αλλά επειδή είμαι η καλύτερη ξεναγός και σοβαρή επαγγελματίας, την πάλεψα περήφανα ολόκληρη την ημέρα.
Χτες, που λέτε, είχα ένα γκρουπ, 14 άτομα, που έκαναν για 54. Μία οικογένεια ήταν όλοι, δε σας λέω από πού γιατί όλο και κάποιος ψυχάκιας θα βρεθεί να με πει ρατσίστρια, αλλά εγώ θα του πω να έρθει αυτός να τους ξεναγήσει αυτούς και μετά τα λέμε. Αφού ξεκινήσαμε με καθυστέρηση 45 λεπτών, πήγαμε γύρω γύρω στο νησί, βγάλαμε καμιά 200 φωτογραφίες έκαστος και πήγαμε για φαγητό,όπου οι-δε-σας-λέω-από-που αφήσανε το μύθο. Εγώ για να αντέξω τα χτυπημάτα ήπια ένα μοχίτο, που μου έφτιαξε εκεί ο Θανάσης (πολύ ωραίο μοχίτο), και μετά είχα μισομεθύσει. Ετούτοι, το λοιπό, παραγγέλνουνε εκεί διάφορα φαγιά και συνολικά 350 γραμμάρια μπούκοβο. Το φάγανε όλο. Το απλώνανε πάνω στο ψωμί σαν πάστα ελιάς και το καταπίνανε σούμπιτο. Έχετε φάει μπούκοβο; Εγώ, που το μυρίζω, τρέχουν δάκρυα, όχι να το φάω κιόλας. Μιλάμε για πολύ καυτερό πράμα. Εγώ να ρουφάω το μοχίτο κι ο Θανάσης να ‘ρχεται και να μου λέει, πάει, μας έχουν τελειώσει ότι μπούκοβο είχαμε παραγγείλει για τη σεζόν.
Μετά, αφού φάγανε, με τα χέρια, έτσι, ένα πιρούνι δε λέρωσε στο τραπέζι, αφήσανε το τραπέζι λες κι είχανε περάσει όλες οι ορδές του Game of Thrones. Κρασιά χυμένα παντού, το μπούκοβο πασαλειμμένο και στις καρέκλες, κρέατα, ρύζια πεταμένα τριγύρω και πήγανε σε ένα άλλο τραπέζι. Εγώ, στο μεταξύ, μετά το μοχίτο, είχα χαλαρώσει αρκούντως κι είχα αρχίσει να γελάω σαν ηλίθια, παιδιά, έκλαιγα από τα γέλια, τα παιδιά εκεί στο εστιατόριο να μαλώνουνε ποιος θα μαζέψει το χαμό κι οι άλλοι παραγγείλανε ένα μπακλαβά με μία μπάλα παγωτό στα 14, γιατί ένας είχε γενέθλια και να κόβουνε το μπακλαβά όλοι μαζί με τα χέρια και πάνω που να λέμε «τι αηδία, Θεέ μου», έρχεται ένας και μου προσφέρει ένα κομμάτι μπακλαβά, έλα, μου λέει, κέρασμα! Τα άλλα τα σκουλήκια φύγανε γελώντας σε άλλη κατεύθυνση ο καθένας κι εγώ απόμεινα με το μπακλαβά στο χέρι και να τρέχουνε τα δάκρυα από τα γέλια, δε μπορούσα να σταματήσω. Ο άλλος είχε παρατήσει παπούτσια και κάλτσες στη μέση του εστιατορίου, μία είχε βουτήξει ως τα γόνατα στη θάλασσα με το παντελόνι και τα παιδάκια περιχαρή να τσαλαβουτάνε στην άμμο, σας λέω χαμός. Άντε να μπούνε μετά αυτοί όλοι στο λεωφορείο.
Με τα πολλά μπήκαμε και πάμε στο οινοποιείο να πιούμε κρασιά κι αυτοί παραγγέλνανε τσάι και ρίχνανε το κρασί μες στο τσάι, στο θεό σας. Άλλο γέλιο εκεί, κρατούσε ακόμα το μοχίτο. Οι κοπέλες μου λένε, παρ’ τους και φύγε. Παιδιά μου, τι περάσαμε χτες, πώς να μη με πιάσει εμένα πονοκέφαλος. Τους ξαπόστειλα και ησύχασα, αν και δεν είμαι σίγουρη ότι φύγανε, γιατί η πτήση τους ήταν στις 7 και σιγά μην ήταν αυτοί στην ώρα τους για το pick up.
Τελοσπάντων, στην ευχή του Θεού και της Παναγίας.
Εμείς συνεχίζουμε να ζούμε στη χώρα του Οζ, όπου σίγουρα μας έχει πάει ο διαολεμένος αέρας που φυσάει, ευτυχώς έχουμε και κάνα μπουφά (στα σαντορινιά είναι ο μπουφάς, να ξέρετε) μαζί μας, γιατί κάνει και κρύο. Λοιπόν, πάω να πιω ένα τσιπουράκι να ζεσταθώ και τα ξαναλέμε.
Σας αγαπώ και μου λείπετε όλοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: