Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Τελικά, βοηθάνε οι διασπάσεις.

Με κάποιον αδιευκρίνιστο τρόπο και δίχως εγώ απαραίτητα να το επιδιώκω, καταλήγω, τον τελευταίο καιρό, να γράφω σε άλλους υπολογιστές από τον δικό μου, πράγμα το οποίο μου προκαλεί καταρχήν τεχνικές δυσκολίες διότι κάθε πληκτρολόγιο είναι διαφορετικό κι επιπλέον πνευματικές δυσκολίες διότι κάθε περιβάλλον είναι διαφορετικό.
Πόσο μάλλον το σημερινό μου περιβάλλον, το οποίο είναι σχετικά διασπαστικό, έχει πάρα πολλά πράγματα τριγύρω και μου προκαλεί μια ανησυχία και μια έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης (και μια πατάτες και μια τζατζίκι στο 4). Διότι υπάρχουν παντού, παντού, όμως, βιβλία, κόμιξ, ταινίες, φωτογραφίες, χαρτιά, στυλό, μολύβια, κι όλα αυτά πεταμένα στο πάτωμα, επίσης, πράγματα γραμμένα και ζωγραφισμένα στους τοίχους, εικόνες κολλημένες παντού, μηχανήματα, κατασκευές, α, δεν μπορώ, έχω αγχωθεί.
Ωστόσο, μαχήτρια καθώς είμαι κι επειδή μυρίζω και κάτι μακαρόνια που βράζουν και δε θέλω να τα κάνω να περιμένουν, δεν είναι σωστό να αφήνεις τα μακαρόνια να περιμένουν, θα αγνοήσω το διασπαστικό περιβάλλον και θα γράψω.
Διότι τελικά μόνο αυτό ξέρω να κάνω, να γράφω (παρεμπιπτόντως, μόλις άκουσα ότι κάηκε η σάλτσα κι αυτό δεν είναι καθόλου καλό, αλλά έτσι γίνεται: κοκορεύονται ότι μαγειρεύουν καλύτερα από σένα και μετά καίνε τη σάλτσα, πφφ). Από όταν ήμουν μικρή, έγραφα. Στην αρχή έγραφα κάτι ανόητα ποιήματα, ξέρετε, με βαθείς συμβολισμούς για τη ζωή και το θάνατο, απ’ αυτά που νομίζεις ότι θα αλλάξουν το ρου της παγκόσμιας λογοτεχνικής ιστορίας κι επειδή λυπάσαι το ρου, τα κρατάς ζηλότυπα φυλαγμένα και κρυμμένα (θα ‘χω καμιά 4-5 τετράδια με τέτοια, αλλά δεν ξέρω που, ίσως και να τα πέταξε η μαμά μου όταν μετέτρεψε το δωμάτιό μου σε δωμάτιο ραπτικής). Επιπλέον, τότε ήμουν και σφόδρα ερωτευμένη με το Βαγγέλη, οπότε, όπως καταλαβαίνετε, είχα κι ένα ερέθισμα παραπάνω να γράφω ποιήματα.
Μετά, ζήλευα από τα βιβλία που διάβαζα κι έγραφα εξίσου ανόητα διηγήματα, τα οποία τώρα δε θυμάμαι τι ακριβώς πραγματεύονταν. Θυμάμαι, πάντως, ότι με ένα από αυτά τα διηγήματα, μαζί με ένα ποίημα για την Κύπρο (στο θεό σας, με είχε εμπνεύσει η Κύπρος κι ο αγώνας της για την ελευθερία, αν είναι δυνατόν, είχε αρχίσει να ξυπνάει ο αγωνιστής μέσα μου), είχα κερδίσει σε ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό για εφήβους, αμέ, τι νομίζετε, τυχαία είμαι; Στη συνέχεια, βέβαια, η καθηγήτριά μου διάβασε το πόνημά μου στην τάξη, πράγμα το οποίο πλήγωσε ανεπανόρθωτα τα αισθήματά μου, αφήστε που μετά ο συμμαθητής μου ο Δήμος μου ζητούσε επιμόνως να του γράψω έναν ύμνο για τον Ολυμπιακό. Ίσως θα έπρεπε να είχα αποδεχτεί την πρόκληση και τώρα να ήμουν πλούσια.
Συνεχίζω την ανασκόπηση και περνάω στη φάση όπου άρχισα να γίνομαι αυτό που είμαι τώρα-εμένα αυτό, πάντως, μου θυμίζει αυτή την ταινία, τη Μύγα, που είναι αυτός και σιγά σιγά γίνεται μύγα, τέλοσπαντων, εγώ δεν έγινα μύγα, παρά ψυχρός και αντικειμενικός καταγραφέας της πραγματικότητας διανθισμένης με βλακείες. Για αυτή μου την εξέλιξη ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό ο συγγραφεύς Λένος Χρηστίδης, που αν δεν τον έχετε διαβάσει, να σπεύσετε. Θα δακρύσετε από τα γέλια. Σε εκείνη τη φάση, σκεφτείτε, έγραψα μια ωδή στο γάλα, ένα τεράστιο έπος αφιερωμένο αποκλειστικά στο γάλα. Μου άρεσε πολύ τότε το γάλα. Πιστεύω πως κάποια στιγμή θα τη δείτε αναρτημένη αυτή την ωδή στο γάλα.
Θα δείτε κι άλλα πολλά από μένα και θα διαβάσετε κι άλλα τόσα. Τώρα, όμως, υφίσταμαι πιέσεις από τον κάτοχο του υπολογιστή για να τον εγκαταλείψω. Οπότε, θα πάω να φάω εκείνα τα μακαρόνια με την καμένη σάλτσα, θα σας φιλήσω γλυκά και θα τα πούμε.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

καλή μου Κατερίνα, μου φτιάχνεις τις Κυριακές. Αν δε διαβάσω το άρθρο σου κάθε βδομάδα, δε βγαίνει η ρημάδα!

Calliope είπε...

Κι έλεγα "δεν μπορεί! Θα πει κάτι για την ωδή στο γάλα" Εξάλλου πόσοι άλλοι είχαν αναγνωρίσει την αξία της πριν από μένα!
PS Καλοφάγωτα τα τρίμηνα!

Κατερίνα είπε...

Έλα ρε Πιπίτσα! ξεχνιέται η ωδή, παιδί μου; Μόνο που δεν ξέρω που την έχω ρε γαμώτο!