Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Τρέχοντας στη Γαρίτσα

Γαρίτσα λέμε στην Κέρκυρα την παραλιακή λεωφόρο, που σε αντίθεση με τις άλλες πόλεις ( διότι πρέπει να ξέρετε ότι στην Κέρκυρα όλα γίνονται σε αντίθεση με τις άλλες πόλεις) δεν έχει καφετέριες και περαντζάδα, παρά ένα πλατύ πεζοδρόμιο δίπλα στη θάλασσα, στο οποίο τρέχουν διάφοροι δρομείς, μαμάδες, καροτσάκια, παππούδες και η γράφουσα. Έτρεχα, λοιπόν, σαν κυνηγημένη, χτες το απόγευμα και σκεφτόμουν τι να γράψω. Κι έτσι όπως αγνάντευα το φρούριο και τη θάλασσα, αποφάσισα να γράψω για την Κέρκυρα. Χεχε. Ήρθε η ώρα (της ή μου).
Εξηγούμαι από την αρχή, διότι θα με λιντσάρουν : θα είμαι ειλικρινής, άτεγκτη και αμερόληπτη σαν το Δικαστή Ντρεντ, δε θέλω ν’ ακούσω γκρίνιες κι όποιος νομίζει πως όσα λέω δεν είναι αλήθεια, μπορεί να με αντικρούσει. Η πείρα μου, βέβαια, έχει δείξει ότι αυτό (το να με αντικρούσεις, ντε!) είναι δύσκολο…
Καταρχήν, έρχεται ο έρμος άνθρωπος στην Κέρκυρα( κι άντε να είναι τυχερός και να έρθει καλοκαίρι, βάλε να έρθει χειμώνα) και με τίποτα δεν υποψιάζεται την απίστευτη βροχή. Μιλάμε για καντάρια βροχή, έτσι; Σε λίγο θα πηγαίνουμε με βατραχοπέδιλα στο σπίτι μας. Και, ναι, ξέρω τι ωραία είναι η βροχή όταν είσαι σπίτι σου και χαζεύεις από τη τζαμαρία ή διαβάζεις μπροστά στο τζάκι. Όταν όμως έχεις να πας σε τρία μαθήματα και από το Σαρόκο στην Κρεμαστή με τα πόδια και το νερό σου φτάνει στο γόνυ, ε, εκεί πια λίγο θα βλαστημήσεις, δε γίνεται. Άσε που η Κέρκυρα είναι το μόνο μέρος που η βροχή πέφτει οριζόντια, αλήθεια σας λέω, μην κοροϊδεύετε, οριζόντια, καταπάνω σου. Βρέχει και σε άλλα μέρη, αλλά στην Κέρκυρα δεν παλεύεται, διότι ταυτόχρονα φυσάει κιόλας. Σκεφτείτε, είσαι φορτωμένη με μια ομπρέλα, μια εξάδα νερά (διότι στην Κέρκυρα το νερό δεν πίνεται, στο θεό σας, και πρέπει κάθε 2 μέρες να κουβαλάς νερά), δυο τσάντες και 4 βιβλία και ταυτόχρονα φυσάει, βρέχει του σκοτωμού, η ομπρέλα γυρίζει, οι μπότες λασπώνονται, τα νερά πέφτουν στα νερά και σου ’ρχεται να τα παρατήσεις όλα και να κάτσεις εκεί μες στις λάσπες και να κλαις.
Αφήστε, το ξέρω το επιχείρημα ότι χάρη σ’ αυτή τη βροχή είναι τόσο πράσινο το νησί. Και συμφωνώ. Πράγματι είναι πράσινο το νησί. Μόνο που εκτός από το νησί, είναι πράσινα και όλα τα υπόλοιπα πάνω στο νησί. Από τη μούχλα και την υγρασία. Θα ξεχάσω που γύρισα από διακοπές Χριστουγέννων και βρήκα το στόρι μου από μπαμπού να έχει φυτρώσει κανονικά; Είχε βγάλει μαλλάκια πράσινα γύρω γύρω, σε λίγο θα ζωντάνευε. Το τοπικό χρώμα, σου λέει.
Εν πάση περιπτώσει, ας υποθέσουμε ότι γλιτώνεις τον πνιγμό και δεν παρασύρεσαι από χείμαρρους, ας υποθέσουμε ακόμα κι ότι δε σιχαίνεσαι τις μπότες και τις γαλότσες για το υπόλοιπο της ζωής σου κι ας υποθέσουμε τέλος ότι σου έχουνε μείνει λίγα λεφτά και δεν τα έχεις φάει ΟΛΑ στις ομπρέλες. Και πας στο σουπερμάρκετ. Ο θεός να σε φυλάει. Μήπως μπορεί κάποιος με γνώσεις οικονομικών και δημοσιονομικών να μου εξηγήσει γιατί είναι όλα τόσο πιο ακριβά από την υπόλοιπη χώρα; Έχει εδώ στο νησί μια τοπική αλυσίδα σουπερμάρκετ, η οποία στο χαρτί που τυλίγουν τα τυριά γράφει «ψωνίζω κερκυραϊκά και το ευρώ μου μένει στον τόπο μου». Αμ δε που μένει στον τόπο σου, στον τόπο σκέτο μένει το ευρώ, παραδίδει πνεύμα, πόσο ν’ αντέξει το έρμο νόμισμα;
Κανονικά, θα σου πει ο ντόπιος, η Κέρκυρα έπρεπε να έχει δικό της νόμισμα, δικό της σύνταγμα, να είναι γενικώς μια άλλη χώρα, διαφορετική από την Ελλάδα. Αφού οι Κερκυραίοι την 21η Μαΐου ( επέτειο της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα) τη θεωρούν αποφράδα ημέρα, κάτι σαν την άλωση της Πόλης, κι αυτές οι παράτες κι οι γιορτές που κάνουν, μην τα πιστεύετε, για τα μάτια του κόσμου είναι. Κατά βάθος, όλοι θεωρούν μεγάλη ατυχία για τον τόπο το ότι τελικά ανήκει στην τριτοκοσμική Ελλαδίτσα, Μονακό, σου λένε, θα ήμασταν τώρα αν είχαμε ανεξαρτητοποιηθεί. Διότι, καλύτερος και πιο ευλογημένος τόπος δεν υπάρχει. Μετά το νησί, κόβεται ο κόσμος και πέφτεις στα Τάρταρα και άλλωστε γιατί να φύγεις, να δεις κι άλλα μέρη; Αφού καλύτερα δεν θα βρεις. Παράλογο; Δεν απαντά. Άρα, λογικό.
Έλα, εντάξει, θα σταματήσω, αλήθεια. Δυο πραγματάκια θα πω μόνο ακόμα. Πρώτον, πως στον κόρακα γίνεται και μια φτυσιά τόπος, όπως η πόλη της Κέρκυρας, έχει περί τις 14 διαφορετικές συνοικίες, δεν το καταλαβαίνω. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο έχει κι άλλο όνομα, άντε να βγάλεις άκρη. Ίσως γι’ αυτό οι ντόπιοι παίρνουν το αυτοκίνητο ακόμα και στο περίπτερο να πάνε, σου λέει, άλλο όνομα, άλλο μέρος, κάτσε να το πάρω εγώ το αυτοκίνητο, να ‘ μαι σίγουρος, μην τυχόν κι είναι μακριά η Κοφινέτα από το Οκαζιόν κι αναγκαστώ να περπατήσω 200 μέτρα. Και δωσ’ του με κάτι τζιπ σα μαούνες μέσα στην παλιά πόλη, που δε χρειάζεται να σας πω πόσο στενά είναι τα δρομάκια. Μη σου τύχει, πρέπει να γίνεις ένα με τον τοίχο, διότι αλλιώς δεν χωράς και θα σε συνθλίψει το ποταμόπλοιο που έχει μεταμφιεστεί σε αυτοκίνητο. Αλλά και μέσα στο αυτοκίνητο να είσαι πάλι δε γλιτώνεις, θα πας από λακκούβα. Μα καλά, τι προϊστορικά τέρατα περπατούν τη νύχτα στους δρόμους και γίνονται έτσι; Λίτρα από καφέ έχουν χυθεί πάνω σε παντελόνια και καθίσματα σε ανύποπτες στιγμές επειδή παραμόνευε η γιγαντιαία λακκούβα. Και το δεύτερο πραγματάκι που ήθελε να πω τώρα το έχω ξεχάσει και καλύτερα ίσως, να γλιτώσω και καμιά μήνυση από αυτές που θα έρθουν σωρηδόν μετά την ανάρτηση.
Και για να διασκεδάσω τις εντυπώσεις, υπόσχομαι ότι η επόμενη ανάρτηση θα αναφέρεται ΜΟΝΟ στα καλά της Κέρκυρας (πωπω, απ’ τα μαλλιά θα το τραβήξω για να βγάλω άρθρο…).

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πρώτον, εσύ αγοράζεις 1 εξάδα κάθε 2 εβδομάδες για αυτό άκυρη η γκρίνια σου! Επίσης, δεν ενώθηκαν τα Επτάνησα με την Ελλάδα, αλλά η Ελλάδα με τα Επτάνησα! Και είναι πράγματι αλήθεια πως η Κέρκυρα γνώρισε την παρακμή της από όταν ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος. Τέλος, εγώ γνωρίζω πολλές υπεραγορές στην Αθήνα που είναι πολύ ακριβότερες από το Δημητρούλα και τα προϊόντα της ΕΛΟΜΑΣ!

Calliope είπε...

Ξεχνώ εγώ το λευκό φανελάκι που είχα ξεχάσει στο βάθος του συρταριού και όταν ξέμεινα από καθαρά ρούχα το βρήκα πράσινο; Άσε που ο τοίχος που ακουμπούσε στην πλαγιά ξερνούσε σκουλήκια και πλήρωνα και πανάκριβο νοίκι...Να μη μιλήσω για το φαΐ που η ποιότητά του είναι αντιστρόφως ανάλογη της τιμής του; Ελπίζω να έχει αλλάξει από το 2005 που ήμουν εκεί. Όμως να λέμε και του στραβού το δίκιο: εκείνοι οι καφέδες στο φαληράκι Σάββατο πρωί με την Ελευθεροτυπία μετά το έξτρα μάθημα στο Μέγαρο Καποδίστρια (όταν είχε λιακάδα) και με τα πόδια βουτηγμένα στη θάλασσα και το φραπέ στο χέρι δεν παίζονται. Άσε που δεν έχω ξαναδεί οδηγούς να περιμένουν κολλημένοι στην κίνηση με το χαμόγελο... Μόνο οι Κερκυραίοι...

Κατερίνα είπε...

Τίποτε δεν έχει αλλάξει, να είσαι σίγουρη, ίσως μόνο το χαμόγελο, τώρα βρίζουν κι αυτοί ακόμα!