Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Σου έχω πει χίλιες φορές να μη λες υπερβολές.

Δεν μπορώ, ρε παιδιά, στενοχωριέμαι πολύ που θα γκρινιάξω, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Σε γενικές γραμμές, η ζωή είναι ωραία, αλλά όταν τα φτιάχνει μ’ άλλον πρέπει λίγο να γκρινιάξεις.
Θα σας πω λοιπόν πώς είναι η ζωή για έναν άνθρωπο 30 χρονών τη σήμερον ημέρα. Για τον μέσο τριαντάρη. Και μην ακούσω βλακείες για στελέχη επιχειρήσεων και γόνους πλούσιων οικογενειών, διότι θα τσιρίξω. Μιλάω για ανθρώπους των οποίων οι γονείς δυστυχώς ή ευτυχώς δεν έχουν τοίχους από τους οποίους να κόβουν λεφτά ούτε τρία σπίτια και 85 στρέμματα ελιές. Για ανθρώπους οι οποίοι έχουν ένα έως τρία πτυχία που τα απέκτησαν με κόπο και δουλεύοντας ωσάν τα σκυλιά. Για ανθρώπους οι οποίοι τώρα ΔΕΝ δουλεύουν όχι επειδή είναι τεμπέληδες, αλλά επειδή δεν βρίσκουν δουλειά. Κι αν τη βρουν, δεν παίζει να πληρωθούν όσο ή όποτε θα έπρεπε, παρά θα πάρουν, εντάξει, όχι λίγα λεφτά, απλώς όχι αρκετά, και μόνο όταν ανθίσει το θαλασσινό τριφύλλι, δηλαδή σε χίλια χρόνια.
Η ζωή, λοιπόν, αυτών των ανθρώπων είναι τουλάχιστον δύσκολη. Έχουν πολλά προσόντα και πολλές ικανότητες. Έχουν όρεξη και ιδέες. Δεν θέλουν να πλουτίσουν χωρίς δουλειά. Έχουν λίγα ιδανικά και λίγες αξίες. Αλλά δεν έχουν τίποτε άλλο. Δεν έχουν δουλειά, δεν έχουν λεφτά, δεν έχουν ευκαιρίες. Δε θέλουν να φύγουν από τη χώρα τους, την αγαπάνε και προσπαθούν να τη σώσουν από το βούλιαγμα. Δουλεύουν τζάμπα και πολλοί κάνουν δουλειές που όχι μόνο δεν είναι αντάξιες των σπουδών τους, αλλά τους υποβιβάζουν κιόλας. Δεν τρώνε από τα έτοιμα, όχι γιατί δεν θέλουν, πολύ θα τους άρεσε, αλλά γιατί δεν υπάρχουν. Πάνε για κάνα ποτό πότε πότε, αλλά, ξέρετε, μια μπίρα στα 3 κλπ. Για σινεμά δεν το συζητάμε, είναι απλησίαστο. Όσο για φαγητό έξω… είχα πάει την άλλη φορά με τη Νατάσα και τη Βίβιαν και τους είχα θέσει βέτο: δεν θα ξεπεράσουμε τα 10 ευρώ το άτομο και η Βίβιαν υπολόγιζε με το κομπιουτεράκι του κινητού πόσο έκαναν αυτά που παραγγείλαμε.
Και καλείσαι τώρα εσύ να κάνεις όνειρα. Προγραμματισμό. Οικογένεια. Πλάκα μου κάνετε, έτσι; Μου λέει η μαμά μου, είσαι νέα κι έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Καλύτερα να την είχα πίσω μου, αν είναι έτσι η ζωή. Όταν δεν μπορείς ούτε δίπλωμα αυτοκινήτου να βγάλεις διότι έχεις μεν 700 ευρώ, αλλά δεν ξέρεις πότε θα ξαναέχεις. Όταν τα σχέδια που κάνεις εκτείνονται σε χρονική απόσταση μίας εβδομάδας, διότι την άλλη βδομάδα δεν ξέρεις αν θα έχεις λεφτά να βγεις από το σπίτι, δεν ξέρεις αν θα έχεις σπίτι. Όταν όχι παιδιά, ούτε καν ένα πάρτι δεν μπορείς να κάνεις.
Παλιά, έφτανε να είχες όρεξη για δουλειά κι όλα τα άλλα ερχόντουσαν. Ενίοτε ερχόντουσαν και χωρίς όρεξη για δουλειά. Τώρα, δεν έρχονται ούτε με προσευχές. Και απογοητεύεσαι. Δε γίνεται αλλιώς. Απογοητεύεσαι. Παραιτείσαι. Απλώς επιβιώνεις, πρακτικά, συναισθηματικά και με όποιον άλλο τρόπο γίνεται. Συνεχίζεις να δουλεύεις, διότι αλλιώς θα τρελαθείς, ίσως και να ελπίζεις κάπου βαθιά μέσα σου ότι κάποτε θα ζήσεις αλλιώτικα. Και ξέρετε, το θέμα δεν είναι τα λεφτά. Όχι. Κι άλλες φορές έτυχε να μην υπάρχουν λεφτά στον κόσμο. Αλλά νομίζω, και το λέω με πόνο ψυχής, ότι τώρα δεν υπάρχει ελπίδα.
Πολλή γκρίνια, έτσι; Θα με μαλώσει η Ρενάτα. Δεν πειράζει, θα μου περάσει.

1 σχόλιο:

Calliope είπε...

Ρεαλιστικοτάτη! Καλέ εμένα στη Ρόδο μου διέρρηξαν το σπίτι και πήραν μόνο το λάπτοπ... Ούτε ο κλέφτης δεν έμεινε ευχαριστημένος από τα υπάρχοντά μου! Άνοιξε και κάτι μπιζουτιέρες, ήταν όλα faux, δεν πήρε τίποτα... Μόνο που έκανε το σπίτι άνω κάτω!