Αγαπημένοι μου φίλοι, οι ξεναγοί, όταν δε
δουλεύουν, το χειμώνα δηλαδή, μερικοί πέφτουν σε χειμερία νάρκη, μερικοί
διαβάζουν και παρακολουθούν σεμινάρια και ξεναγήσεις άλλων ξεναγών(δεν έχω
χειρότερο), μερικοί παίρνουν τους δρόμους, είμαι σίγουροι ότι μερικοί παίρνουν
ναρκωτικά και κάποιοι άλλοι παίρνουν τα βουνά.
Εγώ κάθε χρόνο κάνω κάτι απ’ όλα αυτά. Φέτος,
λόγω και του ότι έχω μπλέξει εδώ με μια παρέα ανώμαλων, αποφάσισα να πάρω τα
βουνά. Αυτοί οι ανώμαλοι πάνε και τρέχουν σε αγώνες. Τίποτα ανώμαλο ως τώρα. Οι
αγώνες αυτοί έχουν ειδικό όνομα, λέγονται trail. Τρέχω δηλαδή, αλλά σα να μη μου έφτανε
που τρέχω, τρέχω στο βουνό, ενίοτε στην κορυφογραμμή του βουνού. Τρέχω στα
κατσικοδρόμια, σε κάτι μονοπάτια σκαρωμένα από αλεπούδες που τρέχουν να
κρυφτούν από λύκους, τρέχω κουτρουβαλώντας ανάμεσα σε κοτρώνες. Μεγάλη επιτυχία.
Είπα κι εγώ για να ξεχαστώ, να αρχίσω να
τρέχω στο βουνό. Και πήγα σήμερα, ο Καραμήτρος, να τρέξω στον πρώτο μου αγώνα
στο βουνό, στα χνάρια του Δευκαλίωνα λεγόταν η διοργάνωση και ήταν, λέει, ο
αγώνας πάνω στον Παρνασσό. Λέω κι εγώ, Δελφοί, γνωστό μέρος, Δευκαλίωνας, γνωστό
πρόσωπο, θα πήγαινε και Εκείνος να τρέξει, από το πουθενά βρήκα και πέρσοναλ
κόουτς, μου φάνηκαν όλα ευνοϊκά, ο Απόλλων ήταν μαζί μας. Πήγα, ελαφρώς
απροπόνητη, με καινούργια παπούτσια, όμως, ειδικά, σου λέει για να τρέχεις στο
βουνό, τέρμα τυρκουάζ τα ειδικά παπούτσια, να ξέρετε, για να μη σε χάσουν και
πας άδοξα φαγωμένος από τους λύκους.
Φτάνουμε το λοιπό στους Δελφούς και βλέπωμε
ότι το μέρος έχει κατακλυστεί από δρομείς, οι οποίοι χωρίζονται σε κατηγορίες. Οι
μακρινών αποστάσεων, τέρμα άτριχοι, αποστεωμένοι και ξερακιανοί, σαν
ελαιογραφίες του Γκόγια και του Ελ Γκρέκο ταυτόχρονα, οι ποζεράδες, όλο μούσι
και μούσκουλο και οι από σπόντα, με τρίχες κανονικές και φόρμες από το Λιντλ.
Όλοι όμως, ανεξαρτήτως τριχοφυΐας, τρώνε
μακαρόνια, καθαρό υδατάνθρακα, eat
pasta, run fasta, που λέμε και στη Λαμία. Νομίζω ότι τα
εστιατόρια στους Δελφούς ξέμειναν από μακαρόνια αυτό το Σαββατοκύριακο. Εμείς,
με εξαίρεση το Χρήστο, που έκανε περίπου 74 λεπτά να φάει μισό πιάτο μακαρόνια
(μαντέψτε σε ποια κατηγορία δρομέων ανήκει), φάγαμε κάτι φορμαέλες τηγανητές
και κάτι κόκορες κρασάτους (μαντέψτε σε ποια κατηγορία ανήκουμε). Μετά πήγαμε
για ύπνο βογκώντας.
Την άλλη μέρα ήταν ο αγών, αγαπημένοι μου. Τίποτα
δε με είχε προετοιμάσει για την ολοκληρωμένη εμπειρία ορεινού δρόμου και
ταυτόχρονα δελφικής εορτής που με περίμενε. Διότι ο αγών ξεκίνησε από τους Δελφούς
(που ως μέρος έχει μια εξαιρετική αύρα, όπως ίσως ξέρετε) και η αφετηρία ήταν στο
σπίτι του ποιητού Άγγελου Σικελιανού, που τώρα είναι μουσείο. Δεν ξέρω αν
ξέρετε τον Άγγελο Σικελιανό. Ποιητής, διόλου εκ του προχείρου, με όραμα και
όνειρο να αναβιώσει το δελφικό πνεύμα και ιδεώδες και να ξανακάνει τους Δελφούς
τον ομφαλό του κόσμου, σύζυγος της ευειδούς Εύας Πάλμερ, εξ Αμερικής, η οποία
ανιδιοτελώς τον ενίσχυσε οικονομικά στο όραμά του, με αποτέλεσμα, για λίγα
χρόνια όντως να αναβιώσουν οι δυο τους τις αρχαίες δελφικές εορτές, τη μακρινή
δεκαετία του 1920. Τελοσπάντων, ο αγών ήταν αφιερωμένος στα δενξέρωπόσα χρόνια
από την προσφορά του Σικελιανού, και γι’ αυτό πριν τον αγώνα παρακολουθήσαμε με
δάκρυα στα μάτια (από τα γέλια) πιστή αναπαράσταση των δελφικών εορτών υπό τον
ποιητή.
Η αναπαράσταση είχε ότι έχει μια
αναπαράσταση αρχαίων εορτών που σέβεται τον εαυτό της. Νεαρές κοπέλες με
λευκούς χιτώνες, άιλαινερ και κλάδους ελαίας, που προχωρούσαν αργά και τελετουργικά,
με σοβαρή έκφραση. Λέβητα χάλκινο πάνω σε τρίποδα, όπου έκαιγαν κάρβουνα,
δημιουργώντας την απαραίτητη τσίκνα (δίχως τα κοψίδια, που δεν ξέρω γιατί οι
αναπαραστάσεις επιμένουν να τα αγνοούν ως στοιχείο, ενώ οι αρχαίοι δεν έκανα
δίχως αυτά). Τύμπανα που χτυπούσαν με ρυθμό. Εδώ όμως το ήγαν ένα βήμα
παραπέρα. Τραγούδησαν τον δελφικό παιάνα (τον πρώτο, όπως μας είπαν, από την εξίσου
απαραίτητη μικροφωνική εγκατάσταση, δεν ξέρω, ίσως τον δεύτερο δεν ήξεραν τα
λόγια), επικαλέστηκαν (σοβαρά σας μιλάω) τον Απόλλωνα για να μας ευνοήσει με τις
ακτίνες του και ορκίστηκαν διάφορα που δεν τα συγκράτησα. Ο υπερρεαλισμός στο
μεγαλείο του: διάφοροι τύποι με κολάν και τυρκουάζ παπούτσια, ροζ αντιανεμικά
και πορτοκαλί παγούρια να χοροπηδάνε για ζέσταμα και ταυτόχρονα να φωνάζουν
όμνυμι. Το έζησα κι αυτό, αγαπημένοι μου, εκεί στο βουνό.
Και μετά, ξεκίνησε ο αγώνας. Ξεκινάω τρέχω,
κυρία, άσφαλτος, με προσπερνάει μέχρι και ο παπάς του χωριού που έτρεχε με τα
ράσα, κυρία εγώ. Φτάνουμε σε κάτι σκαλιά, πόσα θαναι λέω τα σκαλιά. Ήταν πολλά.
Πάρα πολλά. Σιγά σιγά όλοι σταματάμε να τρέχουμε κι αρχίζουμε να περπατάμε, σε
μονή γραμμή, αγκομαχώντας. Δεν ήμουν μόνη στο αγκομαχητό. Αντέχω όμως ακόμα,
έτσι, ανεβαίνω τα σκαλιά. Τελειώνουν τα σκαλιά. Όχι και τα βάσανά μας. Αρχίζει η
κανονική ανάβαση στο βουνό, και ξέρεις ότι είναι κάνα τριάρι χιλιόμετρα. Λέει μια
κοπέλα δίπλα μου, δεν υπάρχει αυτό, όχι, της λέω, αυτό υπάρχει, εμείς που το
κάνουμε γιατί υπάρχουμε, και λίγο αγκομαχήσαμε διαφορετικά, διότι να γελάσουμε
δε μπορούσαμε. Συνεχίζω να ανεβαίνω, πέτρες, βράχια, αγκομαχητό. Με προσπέρασε
και η παπαδιά. Πόσο έχουμε ακόμα, ρωτάει η κοπέλα, τουλάχιστον άλλα 2,5
χιλιόμετρα, απαντάει μια κακιασμένη μπροστά. Δε δείχνω τον πανικό μου και
συνεχίζω. Κάποια στιγμή, βλέπουμε τους πρώτους που είχαν τερματίσει και
κατηφόριζαν, έτρεχαν σαν τους δαιμονισμένους κουτρουβαλώντας στις κοτρόνες,
φτάνετε μας έλεγαν που μας έβλεπαν έτσι σκασμένους, που φτάνουμε αναρωτιόμουν
εγώ.
Και κάποτε φτάσαμε. Στο σταθμό
ανεφοδιασμού. Αυτό, να ξέρετε, για τον δρομέα, και ειδικά τον ορεινό, είναι
κάτι σαν τη γη της επαγγελίας και τον παράδεισο ταυτόχρονα, όπου βρίσκεις
βασικά νερό και επίσης μπισκότα, πατατάκια, μπανάνες και κρουασάν. Στάθηκα εκεί
κάνα λεπτό, ήπια δυο γουλιές, έφαγα και ένα κομμάτι μπανάνα που τη ρευόμουν
μέχρι κάτω και ξεκίνησα να κουτρουβαλάω. Για να είμαι εδώ και να σας γράφω,
έφτασα στον τερματισμό, τι να κάνεις όμως που μπερδεύτηκα, δεν ήξερα που να
σταματήσω, σταμάτησα η ηλίθια πριν τον τερματισμό, με πέρασε ύπουλα ένας με
μούσια και μούσκουλα που τον είχα περάσει στην κατηφόρα, και στον τερματισμό με
βγάλανε μια φωτογραφία που είμαι σαν τον Τζον Τραβόλτα σε αυτό το μιμ που
κρατάει το παλτό του και ψάχνει κατά που να κάνει. Αυτή είμαι. Έτρεξα 10
χιλιόμετρα στο βουνό σε 2 ώρες παρά δέκα λεπτά, έχασα τον τερματισμό και πέρασα
στην κατηφόρα το μουσάτο.
Μετά από όλα αυτά, φάγαμε κάτι βουνά
μακαρόνια όλοι, πήραμε τον τραυματία της ομάδας με ένα ωραίο διάστρεμμα και
γυρίσαμε στην Αθήνα να δούμε το φεγγάρι μέσα από κεραίες στις ταράτσες. Δεν μπορώ
να σας περιγράψω πόσο πονάει ο ποπός μου, πόσο ωραία πέρασα και πόσο θα ήθελα
να ξανατρέξω στο βουνό.