Αγαπημένοι μου φίλοι, εδώ είναι ο Κόσμος,
εδώ, κι αυτό το καλοκαίρι, κι αυτό το φθινόπωρο, πάντα εδώ, φθίνουν οι οπώρες,
φθίνει η μέρα, φθίνει το φεγγάρι, εγώ όμως δε φθίνω ποτέ, αντίθετα, μεγαλώνω
και αυξάνομαι, τρώγοντας ότι βρω στους μπουφέδες των ξενοδοχείων, και όχι μόνο.
Ο θείος Ντουκάν θα βγει από τον υπόνομο, σαν τον Πένιγουαϊζ, και θα μου φάει
κάνα χέρι μπας και μικρύνω λίγο.
Μου έχουν συμβεί πολλά, αλλά κάθε μέρα ο
ήλιος βγαίνει και ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει αμέριμνος γύρω από τον ήλιο,
καμιά φορά, όταν με πιάνει μια φιλοσοφική χίπστερ κουλ διάθεση, σκέφτομαι πως
κάθε βράδυ πεθαίνει ο κόσμος όλος και κάθε πρωί ξαναγεννιέται και ξαναρχίζει. Γι’
αυτό κοιμάμαι νωρίς τα βράδια, διότι άμα καμιά φορά τύχει και δεις το τέλος του
κόσμου δεν το ξεχνάς ποτέ και δε συνέρχεσαι, πας εκεί που επιπλέουν όλα, γι’ αυτό κι εσείς να κοιμάστε
νωρίς τα βράδια.
Κοιμάμαι και για έναν άλλο λόγο νωρίς τα
βράδια, διότι συνήθως την άλλη μέρα έχω να κυνηγήσω τουριστάκια (γιατί τη λέμε
τουριστική σεζόν αν δεν μπορούμε να τους πυροβολήσουμε: η ιστορία της ζωής
μου). Ο Κόσμος εξαφανίστηκε από το σύμπαν για λίγο διότι είχα κάτι πολυήμερα,
ε, σας έχω εξηγήσει τι είναι τα πολυήμερα, μη λέμε τώρα τα ίδια.
Τι να σας πρωτοδιηγηθώ δεν ξέρω, θα σας πω
αρχικά για τους Γάλλους που τους έσερνα γύρω γύρω στις Κυκλάδες, ο μικρότερος
ήταν 75 χρονών, γλου γλου αυτοί, σταυροκοπιόμουν εγώ. Τζάμπα πήγαν οι σταυροί,
διότι η μαλακία έγινε, μια θεια ετών 87, σκόνταψε σ’ ένα σκαλί κι έπεσε με τα
μούτρα μέσα στο μπάνιο. Εγώ έτρωγα (σύνηθες). Έρχεται η σερβιτόρα, ελάτε, μου λέει,
γιατί τη βρήκα φαρδιά πλατιά στο πάτωμα, ω ρε μάνα, λέω εγώ, πέθανε αυτή, τι θα
την κάνω. Δεν είχε πεθάνει, αλλά κόντευε. Να πάμε νοσοκομείο, μαντάμ, της λέω,
όχι, μου λέει, είμαι καλά, ευτυχώς δηλαδή, γιατί ήμασταν στην Πάρο και
νοσοκομείο δεν έχει. Αν δεν είστε καλά, λέω, να με πάρετε τηλέφωνο. Πέφτουμε,
κοιμόμαστε, εγώ με το ένα αυτί στο τηλέφωνο, ξυπνάω το πρωί, εντάξει, λέω, δε
με πήρε, καλά είναι. Μπαίνω στο ντους και μόλις έχω βάλει σαμπουάν στα μαλλιά,
χτυπάει το ρημάδι, βγαίνω τρέχοντας με τις σαπουνάδες, γλιστράω, πέφτω,
μελανιάζω, σηκώνομαι σαν τον Τσακ Νόρις, σηκώνω το τηλέφωνο, να πάμε στο
νοσοκομείο η θεια. Πάμε, στο κέντρο υγείας, στο όμορφο νησί της Πάρου. Βγάζει ακτινογραφία
η θεια τα χέρια, δεν είναι σπασμένα, λέει μια ομορφούλα εκεί, αλλά πρέπει να
πάτε σε ορθοπεδικό, ιδιωτικό, γιατί εμείς δεν έχουμε εδώ. Δηλαδή να πληρώσει η
θεια. Το χαμό τον ξέρετε; Όρθια η θεια στο κέντρο υγείας να φωνάζει «νο, νο, νο»,
δεν πληρώνω εγώ, να λέει, άσε με εδώ να πεθάνω. Μη μου βάζετε ιδέες, σκέφτομαι
εγώ. Με τα πολλά την παράτησα εκεί να μαλώνει με τον πράκτορα, το γιατρό και το
Θεό και πήγα στη Νάξο με το υπόλοιπο γκρουπ. Τελικά δεν ξέρω τι απέγινε και ποιος
πλήρωσε το γιατρό, δεν ασχολήθηκα, τη συμπόνεσα στην αρχή που έπεσε, αλλά μετά
ήταν τόσο αγενής, εριστική και το μόνο
που την ένοιαζε ήταν να μην πληρώσει, που λίγο σιχτίρισε κι η ξεναγός.
Το άγχος μου ήταν μην τυχόν και δεν την αφήσουν να πετάξει, γιατί τελικά φόρεσε
νάρθηκα κι έπρεπε να έχει ένα χαρτί από το γιατρό που να λέει ότι μπορεί να
πετάξει, ο γιατρός όμως δεν ήθελε ούτε να ξανακούσει για τη θεια και δεν έδινε
το χαρτί με τίποτα και λέω θες να μου μείνει αμανάτι η θεια στο αεροδρόμιο,
ευτυχώς τελικά έφυγε, μαζί με το υπόλοιπο 25ο ΚΑΠΗ του 40υ
αροντισεμάν. Η Παναγιά μαζί τους.
Μετά από τους Γάλλους, εξελίχθηκε η φάση
μου. Προχώρησα σαν ξεναγός. Άλλαξα επίπεδο. Κόντεψα να αλλάξω και συκώτι από τα
γέλια. Μου λένε από το γραφείο, θα πάρεις κάτι κόπτες Αιγύπτιους από την
Αμερική να τους πας στην Τήνο. Βρείτε τα λάθη στην πρόταση. Ο Κόσμος έφερε μια
γυροβολιά ψάχνοντας να βρει που πέφτει η Τήνος και τι να πει στους κόπτες. Έρχεται
η μέρα, βγαίνουν από το ξενοδοχείο κάτι μαύροι, μαύροι όμως, μαύροι σαν
καλιακούδες, ωρέ, λέω του οδηγού, αυτοί Αιγύπτιοι δεν είναι. Δεν ήταν. Ήταν Αιθίοπες,
ορθόδοξοι, πιστοί, με 2 κουτσές, μια τυφλή και 3 παπάδες. Δεν είναι ανέκδοτο,
και με συμπαθάτε για την πολιτικά μη ορθή ορολογία, αλλά αυτά έχει ο πηγαίος
λόγος. Οι παπάδες, κανονικοί παπάδες, ράσα, μούσια, σταυροί ίσαμε το κεφάλι μου,
πετραχήλια. Ο δε αρχιπάτερ ήταν μορφή, φορούσε ένα σταυρό τεράστιο, ασημένιο,
και κάτι γυαλιά μαύρα μεγάλα, πήγαινε αργά, ευλογώντας, θαγκ λάιφ. Άλλο να σας λέω,
άλλο να το βλέπετε. Μπαίνουν στο λεωφορείο, αρχίζω εγώ, με κόβει ο αρχιπάτερ, συγγνώμη,
λέει, να προσευχηθούμε. Από την Αθήνα ως τη Ραφήνα, προσευχόταν στο μικρόφωνο,
στα αιθιοπικά. Ο οδηγός να με κοιτάει κι εγώ να κοιτάω την ανατολή, γιατί τι να
κάνω; Να βάλω τα γέλια; Μπαίνουμε στο καράβι με τους Αιθίοπες φυλάρχους,
καθόμαστε κάπου κι αρμενίζουμε. Στέλνω απεγνωσμένα μηνύματα στο βάιμπερ, ο
Βασίλης να απαντάει ότι είναι Νούβιοι, απόγονοι των Φαραώ, η Στέλλα να ρωτάει
τι είναι οι Νούβιοι, η Μαρίνα ήταν στα Χανιά. Σηκώνω το βλέμμα, ο αρχιπάτερ
έχει σταθεί μπροστά στην τηλεόραση του καραβιού, στις αριθμημένες, και κάνει κήρυγμα,
στα αιθιοπικά. Το κάνετε εικόνα; Οι υπόλοιποι του γκρουπ να σταυροκοπιούνται,
αμήν. Πότε θα μας μαζέψουν, λέω στον οδηγό. Πάμε να φύγουμε, απαντάει, μην
καταλάβει κανείς ότι είναι δικοί μας.
Τι να σας πω άλλο; Να σας πω ότι πήγαμε
στην Παναγία της Τήνου και κλαίγανε όλοι μαζί όταν είδανε ένα παλικάρι που
ανέβαινε με τα γόνατα; Να σας πω για το χαλί δίπλα στο δρόμο, ο σουρεαλισμός
είναι υπαρκτός, σαν το σοσιαλισμό; Να σας πω ότι νήστευαν λόγω Τετάρτης και
θέλανε φαλάφελ ενώ το ξενοδοχείο είχε φτιάξει κεφτεδάκια, με αποτέλεσμα να
μαλώσω με το ξενοδοχείο και μετά να φάω όλα τα κεφτεδάκια μόνη μου; Να σας πω
ότι μετρήσαμε όλους τους μαρμάρινους τάφους στο νεκροταφείο του χωριού; Να σας πω
για το υπέροχο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας; Γι’ αυτό θα σας πω κάποια στιγμή, όντως.
Δεν ξέρω πια τι να πω.
Θα σας πω αυτό και θα κλείσω, όταν γυρίσαμε
στην Αθήνα και τους άφησα στο Σύνταγμα, όλο χαρά διότι ήμαρτον πια, έρχεται η
τυφλή και μου λέει, θέλω να δω την αγορά, θα με συνοδέψεις; Θα σε πληρώσω,
λέει, για τις υπηρεσίες σου. Παιδιά μου, ανεβοκατέβηκα την Ερμού 5 φορές,
κουβαλώντας τα 4 ζευγάρια παπούτσια και τα 3 φουλάρια που είχε αγοράσει η
κυρία. Μπήκαμε σε όλα τα μαγαζιά, δεν αφήσαμε κανένα, πήραμε και γύρο να φάει
στο ξενοδοχείο. Το δουλάκι να κουβαλάει, έτσι; Και με το άλλο χέρι να οδηγώ την
κυρία. Μέχρι την Πλάκα φτάσαμε γιατί ήθελε να πάρει λιβάνι. Και πήρε. Συνολικά 2,5
κιλά. Μαντέψτε ποιος τα κουβαλούσε. Μαντέψτε και τι πήρα για τις υπηρεσίες μου.
Τι τράβηξα, η ξεναγίδα, για να μη λέτε μερικοί ότι βγάζουμε τα λεφτά μας εύκολα.
Μετά από όλα αυτά, έκανα το σταυρό μου και
προσευχήθηκα σε όποιον Θεό ακούει να συνεχίσει ο Κόσμος να σβουρίζει γιατί
έχουν δε πολλά τα μάτια του και θα δουν κι άλλα τόσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου