Εδώ, εδώ, δεν έφυγα ακόμα, κάνω λίγο
διακοπές, βγαίνω έξω με τις φίλες μου και παίζω με το καινούργιο μου κινητό.
Που λέτε, οι γλυκούληδες οι οδηγοί μου μού πήρανε όλοι μαζί δώρο ένα κινητό,
ξέρετε, android και δε συμμαζεύεται, να μια γκουμούτσα,
απλά τέλειο. Χαλάλι τα μπουρμπούρια που μοιράζομαι και οι ελληνικούρες που
ακούω, πολύ με συγκινήσανε, εδώ στο νησί δε, αυτό δεν έχει ξαναγίνει, είναι
πρωτάκουστο, άκου οι οδηγοί δώρο στην ξεναγό.
Τεσπάν, να ‘ναι καλά τα γλυκούλια μου,
είμαι εγώ εδώ τώρα και παλεύω με το smartphone ή όπως αλλιώς το λένε, που να ‘σασταν από
μια μεριά να με βλέπατε. Καταρχάς, ανακαλύπτω έναν ολόκληρο κόσμο, ξέρατε εσείς
ότι δε χωράνε οι κάρτες sim
σ’ αυτά τα κινητά και πρέπει,
λέει, να πας να την κόψεις; Άσε που για να πάρω τηλέφωνο την πρώτη φορά έκανα
περίπου μισή ώρα. Την επόμενη μέρα με πήρε η Ιωάννα κι εκτός του ότι δεν έβλεπα
πουθενά το γνωστό πράσινο τηλεφωνάκι για να το σηκώσω (άλλη μισή ώρα) οι επαφές
δε βγαίνουν ολόκληρες με αποτέλεσμα να βλέπω μόνο ένα Ι. Ακόμα γελάω. Το
καταφέρνω όμως, αν και νομίζω ότι χρειάζομαι τη βοήθεια ενός 10χρονου.
Όταν δεν παίζω με το κινητό μου, κάνω
βόλτες και τρώω. Μιλάμε αυτή η τελευταία βδομάδα στο νησί είναι μαραθώνιος
φαγητού. Φεύγουν όλοι, ένας ένας και σιγά σιγα, κι ο καλύτερος τρόπος να
αποχαιρετήσεις κάποιον είναι να φας μαζί του, γνωστό αυτό από αρχαιοτάτων
χρόνων. Εγώ με αυτούς τους αποχαιρετισμούς στενοχωριέμαι καμιά φορά, αλλά, όπως
λέει κι η Ευγενία, η ζωή μας αλλιώς θα ήταν μια επίπεδη γραμμή, κι επίσης μάλλον
πρέπει πια να το συνηθίσω.
Χτες, μετά από άλλο ένα φαγητό, περπατήσαμε
σε ένα δρομάκι πάνω στην καλντέρα και κατεβήκαμε σε ένα μικρούλι εκκλησάκι,
σκαμμένο στο βράχο, με μπλε πόρτα και κόκκινα βράχια γύρω γύρω και τη Θηρασία
απέναντι και τον ήλιο να βουτάει κι ήταν ένα θαύμα.
Δεν περιμένεις ότι υπάρχουν
αυτά τα μέρη στη Σαντορίνη, χωρίς Κινέζους, χωρίς ξαπλώστρες, χωρίς γουρούνες
και χωρίς αυτή την αφόρητη φασαρία. Ησυχία, φίλοι μου, άκουγα τα βήματά μου,
ξέρετε πόσο καιρό είχα να το πάθω αυτό στη Σαντορίνη; Είδαμε ένα απαλό ηλιοβασίλεμα
( η Ευγενία έλεγε «τι κάνεις, ρε ήλιε, τι κάνεις, είσαι σοβαρός;» κι εγώ γελούσα)
και μετά ανηφορίσαμε ελαφρώς αγχωμένες διότι είχαμε παρατήσει μπουφάδες (κατά
τη σαντορινιά ντοπιολαλιά) και τσάντες κάπου στη μέση του έρημου μονοπατιού και φοβόμασταν μήπως τα είχε κλέψει κάποιος, κάποια σαύρα, ας πούμε.
Λίγες μέρες ακόμα μου μείνανε στο νησί για
φέτος και λέω να κάνω διακοπές πριν μπω στο καραβάκι και ανοιχτώ στα άγνωστα πελάγη
της ζωής μου, προσπαθώντας να μάθω να ζω με τον ηφαιστειακό μύδρο που εξαπελύθη
στην κεφάλα μου. Ευτυχώς, υπάρχετε πάντα όλοι οι αγαπημένοι μου άνθρωποι, που σας
αγαπώ όλους και μου λείπετε, γνωστό αυτό, να μην επαναλαμβανόμαστε. Την επόμενη
φορά θα σας γράψω από το εγ/ογ Πρέβελης.