Για πείτε
μου τώρα εσείς, έχω μια απορία, γι’ αυτό άλλωστε έφτιαξα το ιστολόγιο, διότι
πολύ συχνά έχω απορίες. Γιατί μαλώνω μόνο με Έλληνες στο Ακρωτήρι;
Λοιπόν,
το πρώτο κρούσμα ήταν πριν από κάνα ενάμισι μήνα. Είπα τότε, ας μη γράψω και με
πούνε γκρινιάρα και ανθέλληνα και λοιπά. Μετά το δεύτερο κρούσμα, ξαναέδωσα
τόπο στην οργή, τυχαίο λέω, είχα κι εγώ τα νεύρα μου, καταλαβαίνετε, οπότε πάλι
δεν έγραψα.
Ε,
σήμερα, πια, παράγινε.
Τώρα θα σας
πω και για τα 3 κρούσματα και βγάλτε εσείς άκρη, διότι εγώ παραιτούμαι από το
λαό ετούτο, είμεθα ολοκληρωτικά άξιοι της μοίρας μας.
Καταρχάς,
να σας εξηγήσω πως στο Ακρωτήρι μπαίνεις με το γκρουπ σου και βγαίνεις με 4
γκρουπ, διότι υπάρχει μία ολόκληρη κατηγορία τουριστών, που εγώ τους λέω «της προσκολλήσεως».
Είναι αυτοί, που χωρίς να είναι στο γκρουπ και χωρίς να έχουν πληρώσει και
χωρίς να έχουν τσίπα, κολλάνε από κοντά και ακούνε ολόκληρη την ξενάγηση τσάμπα,
ενώ οι δικοί σου έχουνε δώσει τα ωραία τους λεφτάκια στην έρμη ξεναγό, η οποία,
σημειωτέον, δε δουλεύει από χόμπι, αλλά για να ζήσει. Και καλά μόνο να
κολλήσουν ή να σου πούνε «πόσο κάνει, να πληρώσω». Οι περισσότεροι από δαύτους
χώνονται σαν την τσουτσού, που λέει κι η θεία μου, κάνουνε άσχετες ερωτήσεις,
ενίοτε στη δική τους γλώσσα, εμποδίζουνε το γκρουπ σου να δει αυτά που δείχνεις
και γενικώς είναι θρασείς. Εσύ, τώρα, ως ξεναγός, αυτό που μπορείς να κάνεις
είναι, πολύ ευγενικά και γλυκά και με χιουμοράκι, να τους πεις ότι είναι
ιδιωτική η ξενάγηση κι ότι αν θέλουνε υπάρχουνε άπειροι ξεναγοί έξω από το χώρο
και να πάνε να βρούνε έναν. Και στα τσακίδια-αυτό το λες από μέσα σου,
καλύτερα.
Λοιπόν,
το πρώτο κρούσμα ήταν ένας τύπος, που από την πρώτη στιγμή, χωρίς κανέναν
ενδοιασμό, στρογγυλοκάθισε πρώτο τραπέζι πίστα και με κοίταζε κιόλας
προκλητικά, για να δει τι θα πω. Λέω εγώ το ποίημά μου, ιδιωτική ξενάγηση, κλπ,
στα αγγλικά πάντα, και απαντάει ο τύπος, σε κάτι ανεκδιήγητα αγγλικά, ότι μιλάω
πολύ δυνατά κι έχω κάτσει μπροστά στα εκθέματα και τον εμποδίζω να δει και δε
μπορεί παρά να με ακούει. Ωραία, του λέω εγώ, με τα αξιέπαινα αγγλικά μου,
μπορείτε απλά να μη μας ακολουθείτε. Και απαντά ο αγενέστατος, μπροστά σε όλο
το γκρουπ, «νομίζεις ότι είσαι τόσο όμορφη ώστε να σε ακολουθήσω;», πάντα στα
ανεκδιήγητα αγγλικά του. Σέκος η ξεναγός. Και το γκρουπ. Δε δίνω συνέχεια, τον
αγνοώ και συνεχίζω. Φεύγοντας ωστόσο από το συγκεκριμένο έκθεμα, κι εδώ είναι
το λάθος μου, σχολιάζω στη φύλακα «τι ανάγωγος!» και με ακούει ο τύπος, ο
οποίος είναι Έλληνας, κι αρχίζει να ωρύεται στα ελληνικά, μπροστά στο γκρουπ.
Τον άκουσε όλο το Ακρωτήρι, έφτυνε, είχε κοκκινίσει, του είχε πεταχτεί η φλέβα,
λες και του έβρισα τα θεία ή τη θεία. Η φύλακας τον απομακρύνει, αλλά εγώ
ταράχτηκα, ξέχασα να πω τα μισά, μη σας τα λέω. Μετά, έρχεται μια κοπέλα από το
γκρουπ και μου λέει «έπρεπε να του φέρεις στο κεφάλι μια προϊστορική πέτρα» και
γελάσαμε λίγο και ηρέμησα.
Δεύτερο κρούσμα:
Έλληνες πάλι, της προσκολλήσεως πάλι, με παιδάκια αυτή τη φορά, όπου ο μπαμπάς κάθε
φορά που μιλούσα, εξηγούσε στα παιδάκια του, όξω φωνή, που λένε και στην
Κέρκυρα, τι είπα μόλις. Κάποια στιγμή, βλέπω το γκρουπ να δυσανασχετεί με την
παράλληλη μετάφραση και διακριτικά του λέω να απομακρυνθεί ή έστω να μη μιλάει
τόσο δυνατά, πάντα ευγενικά και γλυκά, είμαι άλλωστε γλυκιά σαν καραμέλα,
γενικώς. Για άλλη μια φορά άρχισε να ουρλιάζει, ότι δε μπορώ να τον εμποδίσω να
εξηγεί στα παιδιά του, γιατί κι αυτά έχουν δικαίωμα να μάθουν, «πιο πολύ
δικαίωμα από τους Φράγκους», είπε χαρακτηριστικά. Τα γλυκούλια τα δικά μου
τρόμαξαν, η αλήθεια είναι ότι κι εγώ τρόμαξα, οπότε έφυγα άρον άρον, διότι αυτός
ήταν ικανός να μας αρχίσει στις σφαλιάρες.
Και
σήμερα, το τελευταίο κρούσμα. Τα γνωστά: Έλληνες της προσκολλήσεως, πως λέμε της
διασποράς, ε, ετούτοι είναι της προσκολλήσεως. Εγώ, τώρα, στο τέλος της ξενάγησης
λέω στα γλυκούλια μου για το στέγαστρο εκεί του χώρου που έπεσε το 2005 κι
έκλεισε το Ακρωτήρι για 7 χρόνια. Και τους λέω πως είναι τυχεροί που ήρθανε
τώρα, γιατί το βρήκανε ανοιχτό και δεν έπεσε το στέγαστρο στα κεφάλια τους. Όχι
ακόμα, μου απαντάνε μερικοί ή το λέω εγώ, και γελάμε και τελειώνει η ξενάγηση
όμορφα κι ωραία (μυστικά είναι τώρα αυτά και τα μοιράζομαι μαζί σας, έτσι, το
σημειώνετε). Σήμερα, το λοιπό, τα λέμε αυτά όλα, μπράβο, πολύ όμορφα, έπεσε και
το σχετικό χειροκρότημα και πα να φύγουμε. Τη βλέπω, λοιπόν, να έρχεται κοντά
την Ελληνίδα και λέω, ω ρε μάνα, θα με πρήξει. Μπράβο, μου λέει, πολύ ωραία
ξενάγηση, εγώ είμαι καθηγήτρια αγγλικών (και άρα ειδική να κρίνω, εννοούσε,
ήμαρτον, Παναγία μου). Φχαριστώ, της λέω εγώ, και περιμένω να δω που το πάει.
Μόνο που, μου λέει, ευγενικά οφείλω να ομολογήσω, δεν έπρεπε να μιλήσεις ειρωνικά
για το στέγαστρο, γιατί, να ξέρεις, αυτοί (οι σατανάδες) θα το χρησιμοποιήσουν
εναντίον μας. Να μιλάς, μου λέει, για την πατρίδα σου με ψυχή. Α, καλά, λέω εγώ
από μέσα μου, αθώα τρελή. Εντάξει, απαντάω, ευχαριστώ για την επισήμανση, και
συνεχίζω αμέριμνη. Πάω έξω, στις συναδέλφους κι αρχίζουμε να χαριεντιζόμαστε
ακκιζόμενες. Εκεί, πάνω στο χαριεντισμό, έρχεται ένας τύπος (προφανώς από την
παρέα της αθώας τρελής) κι αρχίζει να λέει πως αναφέρθηκε από κάποια ξεναγό ότι
οι τουρίστες είναι τυχεροί που δεν έπεσε το στέγαστρο στα κεφάλια τους.
Εντάξει, κύριε, του λέω εγώ, πως κάνετε έτσι; Πρώτον, όντως είναι τυχεροί και
δεύτερον, ένα αστειάκι κάναμε. Και γελάω, χαχα. Κι αυτός αρχίζει (για τρίτη φορά
στη ζωή μου) να ουρλιάζει ότι δυσφημείτε τη χώρα μας και θα χάσετε τη δουλειά σας
και δε μπορείτε να αστειεύεστε με τα ιερά μνημεία (!) και κάτι τέτοιες πίπες.
Ε, τα πήρα κι εγώ και του λέω, συγγνώμη, κύριε, αλλά αν χάσουμε τη δουλειά μας,
θα φταίτε εσείς που παρακολουθείτε τσάμπα τις ξεναγήσεις και δε μας πληρώνετε.
Κι επίσης, άμα θέλετε, γίνετε κι εσείς ξεναγός, να τα λέτε στους τουρίστες και
να μην αστειεύεστε. Μπα.
Πρώτον,
μόνο με Έλληνες μου συμβαίνουν αυτά. Κι άλλες φορές έχω διαφωνήσει με κόσμο, κι
άλλες φορές μου έχουν επισημάνει κάτι, αλλά ποτέ, κανένας ξένος, οιασδήποτε
εθνικότητος, δεν άρχισε να ουρλιάζει μόλις του απάντησα. Αντίθετα, είναι πάντα
ευγενείς, ήρεμοι και ξέρουν τι σημαίνει διάλογος, όσες φορές μου έτυχε να βρεθώ
σε παρόμοια συζήτηση με ξένο. Δεύτερον, οι Έλληνες, αποδεδειγμένα, νομίζουν ότι
τα ξέρουν όλα κι ότι η δική τους άποψη είναι η σωστή. Δε δέχονται καμία άλλη
άποψη. Τρίτον, πάντα σου μιλάνε στον ενικό. Εντάξει, με τους αγγλόφωνους δεν
ξέρεις αν σου μιλάνε στον ενικό ή στον πληθυντικό, αλλά οι Γάλλοι πάντα στον
πληθυντικό, ενώ οι Έλληνες τον πληθυντικό τον έχουνε σε κακό.
Λοιπόν,
αυτές είναι οι εμπειρίες μου από τους Έλληνες τουρίστες, που δε θέλω να τους ξαναδώ
μπροστά μου, ανάγωγοι, αγενείς, αλαζόνες, ισχυρογνώμονες, μισαλλόδοξοι. Σίγουρα
όχι όλοι, αλλά πολλοί. Περισσότεροι από τους άλλους.