Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Μια ανάσα πριν το μπάφο.



Εδώ, ζούμε στο ηφαίστειο που βράζει υπογείως, αλλά δε λέει να βράσει και υπεργείως, να καθαρίσει ο κόσμος, αλλά βέβαια, αυτά γινόντανε παλιά, έπεφτε εκεί ένας κατακλυσμός, αραιώναμε λίγο, τώρα που, εδώ, σκουλήκια, όλοι μαζί θα βράσετε.
Περιμένοντας το ηφαίστειο, που δεν το βλέπω, πρώτα θα έρθει ο Γκοντό και μετά το ηφαίστειο, περνοδιαβαίνουμε το νησί, ζεσταινόμαστε, βρίζουμε και καταριόμαστε. Εντάξει, γελάμε κιόλας πότε πότε: προχτές, δυο Λιβανέζοι, νιόπαντροι, η κυρία του κυρίου μια γατούλα με ροζ μυτούλα, ολημερίς νιαούριζε, ο κύριος άκουγε τα νιαουρητά κι έλιωνε σαν το παγωτό που κολλάει στο χέρι. Πάμε πέρα, πάμε δώθε, ανάθεμα κι άμα είδανε τίποτε, μόνο φιλιόσαντε. Φτάνουμε στο εστιατόριο, βλέπω το Θάνο (όπου Θάνος είναι ο μετρ εκεί του εστιατορίου και αγαπητός φίλος της γράφουσας) να πηγαίνει ένα πιατάκι στους Λιβανέζους με μια απροσδιόριστη υποκίτρινη πάστα. Τι είναι τούτο, ρωτώ η περίεργη, άμα το βρεις, μου λέει ο μετρ, δεν το βρίσκω, σκόρδο, μου λέει, αλεσμένο, Παναγία μου, επικαλούμαι τα θεία. Τίποτα, εκώφευσε η Παναγία, οι νιόπαντροι κατάπιανε σούμπιτο το αλεσμένο σκόρδο, μπήκανε στο λεωφορείο και κάτσανε κι από πάνω μου, σαν το Χάρο. Άνοιγε η γατούλα να νιαουρίσει, λιποθυμούσα εγώ, γύριζε ο κύριος να λιώσει, μουρμούραγε ο Πέτρος, ο οδηγός, μυρίζεις, Κατερίνα; Μυρίζω, Πέτρο, σκάσε, πώς να μη μυρίσω, που σε λίγο θα σηκωθεί ο Μαρινάτος από τον τάφο. Μέχρι να φτάσουμε στα Φηρά, παραλίγο να αλλαξοπιστήσω.
Κατά τα άλλα, περιμένω τον τάφο, κι εγώ, όπως όλοι, τι θα βγει άραγε από κει μέσα; Ο Μεγαλέξανδρος, η γοργόνα, κάνας σκορπιός, η αρχαία κατάρα των Μακεδόνων βασιλέων, το κράκεν, το κράκερ, ποιος να ξέρει; Προς το παρόν, είμαστε όλοι μια ανάσα πριν τον τάφο, που εμένα αυτοί οι τίτλοι λίγο με ανατριχιάζουνε, λες τώρα θα βγει κάτι από τον τάφο ή θα μπω εγώ μέσα και θα είμαι μια χαρά; Περπατάω και στην καλντέρα, εγώ και τα Κινεζάκια μου και βλέπω εκεί, σε μια ζαρντινιέρα απόξω από μια γκαλερί, ένα βάθρο για ένα άγαλμα, εδώ και καμιά δυο τρεις βδομάδες και κοροϊδεύω, λέω, σαν τον ταφικό περίβολο της Αμφίπολης είναι το βάθρο σας, βάλτε κάτι πάνω, μη μπερδεύεται ο κόσμος.
Τι άλλο; Ο Αύγουστος είναι θολός και βαρύς, σαν ελληνικός καφές το απόγευμα, με τη δροσούλα, που πίνει ο μπαμπάς μου στη βεράντα στο εξοχικό και τον θυμάμαι εγώ και κλαίω. Σέρνεται στα καυτά καλντερίμια, δε μπαίνει στα μαγαζιά κι οι καλντερινοί κοντεύουν να κρεμαστούν από τις ταμπέλες τους, ο Αύγουστος μετράει τα φύλλα που κουνιούνται στα δέντρα, να πάρει θάρρος και παρακαλάει το κορίτσια να φορέσουν κάτι.
Αυτά. Είπα να γκρινιάξω και λίγο, διότι σήμερα μου σπάσανε τα νεύρα, αλλά ο Αύγουστος και η ραστώνη του με παρέσυρε σε άσκοπη και απροσδιόριστη φλυαρία.
Σας αγαπώ όλους και μου λείπετε.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

Η ζέστη θα φταίει.



Για πείτε μου τώρα εσείς, έχω μια απορία, γι’ αυτό άλλωστε έφτιαξα το ιστολόγιο, διότι πολύ συχνά έχω απορίες. Γιατί μαλώνω μόνο με Έλληνες στο Ακρωτήρι;
Λοιπόν, το πρώτο κρούσμα ήταν πριν από κάνα ενάμισι μήνα. Είπα τότε, ας μη γράψω και με πούνε γκρινιάρα και ανθέλληνα και λοιπά. Μετά το δεύτερο κρούσμα, ξαναέδωσα τόπο στην οργή, τυχαίο λέω, είχα κι εγώ τα νεύρα μου, καταλαβαίνετε, οπότε πάλι δεν έγραψα.
Ε, σήμερα, πια, παράγινε.
Τώρα θα σας πω και για τα 3 κρούσματα και βγάλτε εσείς άκρη, διότι εγώ παραιτούμαι από το λαό ετούτο, είμεθα ολοκληρωτικά άξιοι της μοίρας μας.
Καταρχάς, να σας εξηγήσω πως στο Ακρωτήρι μπαίνεις με το γκρουπ σου και βγαίνεις με 4 γκρουπ, διότι υπάρχει μία ολόκληρη κατηγορία τουριστών, που εγώ τους λέω «της προσκολλήσεως». Είναι αυτοί, που χωρίς να είναι στο γκρουπ και χωρίς να έχουν πληρώσει και χωρίς να έχουν τσίπα, κολλάνε από κοντά και ακούνε ολόκληρη την ξενάγηση τσάμπα, ενώ οι δικοί σου έχουνε δώσει τα ωραία τους λεφτάκια στην έρμη ξεναγό, η οποία, σημειωτέον, δε δουλεύει από χόμπι, αλλά για να ζήσει. Και καλά μόνο να κολλήσουν ή να σου πούνε «πόσο κάνει, να πληρώσω». Οι περισσότεροι από δαύτους χώνονται σαν την τσουτσού, που λέει κι η θεία μου, κάνουνε άσχετες ερωτήσεις, ενίοτε στη δική τους γλώσσα, εμποδίζουνε το γκρουπ σου να δει αυτά που δείχνεις και γενικώς είναι θρασείς. Εσύ, τώρα, ως ξεναγός, αυτό που μπορείς να κάνεις είναι, πολύ ευγενικά και γλυκά και με χιουμοράκι, να τους πεις ότι είναι ιδιωτική η ξενάγηση κι ότι αν θέλουνε υπάρχουνε άπειροι ξεναγοί έξω από το χώρο και να πάνε να βρούνε έναν. Και στα τσακίδια-αυτό το λες από μέσα σου, καλύτερα.
Λοιπόν, το πρώτο κρούσμα ήταν ένας τύπος, που από την πρώτη στιγμή, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, στρογγυλοκάθισε πρώτο τραπέζι πίστα και με κοίταζε κιόλας προκλητικά, για να δει τι θα πω. Λέω εγώ το ποίημά μου, ιδιωτική ξενάγηση, κλπ, στα αγγλικά πάντα, και απαντάει ο τύπος, σε κάτι ανεκδιήγητα αγγλικά, ότι μιλάω πολύ δυνατά κι έχω κάτσει μπροστά στα εκθέματα και τον εμποδίζω να δει και δε μπορεί παρά να με ακούει. Ωραία, του λέω εγώ, με τα αξιέπαινα αγγλικά μου, μπορείτε απλά να μη μας ακολουθείτε. Και απαντά ο αγενέστατος, μπροστά σε όλο το γκρουπ, «νομίζεις ότι είσαι τόσο όμορφη ώστε να σε ακολουθήσω;», πάντα στα ανεκδιήγητα αγγλικά του. Σέκος η ξεναγός. Και το γκρουπ. Δε δίνω συνέχεια, τον αγνοώ και συνεχίζω. Φεύγοντας ωστόσο από το συγκεκριμένο έκθεμα, κι εδώ είναι το λάθος μου, σχολιάζω στη φύλακα «τι ανάγωγος!» και με ακούει ο τύπος, ο οποίος είναι Έλληνας, κι αρχίζει να ωρύεται στα ελληνικά, μπροστά στο γκρουπ. Τον άκουσε όλο το Ακρωτήρι, έφτυνε, είχε κοκκινίσει, του είχε πεταχτεί η φλέβα, λες και του έβρισα τα θεία ή τη θεία. Η φύλακας τον απομακρύνει, αλλά εγώ ταράχτηκα, ξέχασα να πω τα μισά, μη σας τα λέω. Μετά, έρχεται μια κοπέλα από το γκρουπ και μου λέει «έπρεπε να του φέρεις στο κεφάλι μια προϊστορική πέτρα» και γελάσαμε λίγο και ηρέμησα.
Δεύτερο κρούσμα: Έλληνες πάλι, της προσκολλήσεως πάλι, με παιδάκια αυτή τη φορά, όπου ο μπαμπάς κάθε φορά που μιλούσα, εξηγούσε στα παιδάκια του, όξω φωνή, που λένε και στην Κέρκυρα, τι είπα μόλις. Κάποια στιγμή, βλέπω το γκρουπ να δυσανασχετεί με την παράλληλη μετάφραση και διακριτικά του λέω να απομακρυνθεί ή έστω να μη μιλάει τόσο δυνατά, πάντα ευγενικά και γλυκά, είμαι άλλωστε γλυκιά σαν καραμέλα, γενικώς. Για άλλη μια φορά άρχισε να ουρλιάζει, ότι δε μπορώ να τον εμποδίσω να εξηγεί στα παιδιά του, γιατί κι αυτά έχουν δικαίωμα να μάθουν, «πιο πολύ δικαίωμα από τους Φράγκους», είπε χαρακτηριστικά. Τα γλυκούλια τα δικά μου τρόμαξαν, η αλήθεια είναι ότι κι εγώ τρόμαξα, οπότε έφυγα άρον άρον, διότι αυτός ήταν ικανός να μας αρχίσει στις σφαλιάρες.
Και σήμερα, το τελευταίο κρούσμα. Τα γνωστά: Έλληνες της προσκολλήσεως, πως λέμε της διασποράς, ε, ετούτοι είναι της προσκολλήσεως. Εγώ, τώρα, στο τέλος της ξενάγησης λέω στα γλυκούλια μου για το στέγαστρο εκεί του χώρου που έπεσε το 2005 κι έκλεισε το Ακρωτήρι για 7 χρόνια. Και τους λέω πως είναι τυχεροί που ήρθανε τώρα, γιατί το βρήκανε ανοιχτό και δεν έπεσε το στέγαστρο στα κεφάλια τους. Όχι ακόμα, μου απαντάνε μερικοί ή το λέω εγώ, και γελάμε και τελειώνει η ξενάγηση όμορφα κι ωραία (μυστικά είναι τώρα αυτά και τα μοιράζομαι μαζί σας, έτσι, το σημειώνετε). Σήμερα, το λοιπό, τα λέμε αυτά όλα, μπράβο, πολύ όμορφα, έπεσε και το σχετικό χειροκρότημα και πα να φύγουμε. Τη βλέπω, λοιπόν, να έρχεται κοντά την Ελληνίδα και λέω, ω ρε μάνα, θα με πρήξει. Μπράβο, μου λέει, πολύ ωραία ξενάγηση, εγώ είμαι καθηγήτρια αγγλικών (και άρα ειδική να κρίνω, εννοούσε, ήμαρτον, Παναγία μου). Φχαριστώ, της λέω εγώ, και περιμένω να δω που το πάει. Μόνο που, μου λέει, ευγενικά οφείλω να ομολογήσω, δεν έπρεπε να μιλήσεις ειρωνικά για το στέγαστρο, γιατί, να ξέρεις, αυτοί (οι σατανάδες) θα το χρησιμοποιήσουν εναντίον μας. Να μιλάς, μου λέει, για την πατρίδα σου με ψυχή. Α, καλά, λέω εγώ από μέσα μου, αθώα τρελή. Εντάξει, απαντάω, ευχαριστώ για την επισήμανση, και συνεχίζω αμέριμνη. Πάω έξω, στις συναδέλφους κι αρχίζουμε να χαριεντιζόμαστε ακκιζόμενες. Εκεί, πάνω στο χαριεντισμό, έρχεται ένας τύπος (προφανώς από την παρέα της αθώας τρελής) κι αρχίζει να λέει πως αναφέρθηκε από κάποια ξεναγό ότι οι τουρίστες είναι τυχεροί που δεν έπεσε το στέγαστρο στα κεφάλια τους. Εντάξει, κύριε, του λέω εγώ, πως κάνετε έτσι; Πρώτον, όντως είναι τυχεροί και δεύτερον, ένα αστειάκι κάναμε. Και γελάω, χαχα. Κι αυτός αρχίζει (για τρίτη φορά στη ζωή μου) να ουρλιάζει ότι δυσφημείτε τη χώρα μας και θα χάσετε τη δουλειά σας και δε μπορείτε να αστειεύεστε με τα ιερά μνημεία (!) και κάτι τέτοιες πίπες. Ε, τα πήρα κι εγώ και του λέω, συγγνώμη, κύριε, αλλά αν χάσουμε τη δουλειά μας, θα φταίτε εσείς που παρακολουθείτε τσάμπα τις ξεναγήσεις και δε μας πληρώνετε. Κι επίσης, άμα θέλετε, γίνετε κι εσείς ξεναγός, να τα λέτε στους τουρίστες και να μην αστειεύεστε. Μπα.
Πρώτον, μόνο με Έλληνες μου συμβαίνουν αυτά. Κι άλλες φορές έχω διαφωνήσει με κόσμο, κι άλλες φορές μου έχουν επισημάνει κάτι, αλλά ποτέ, κανένας ξένος, οιασδήποτε εθνικότητος, δεν άρχισε να ουρλιάζει μόλις του απάντησα. Αντίθετα, είναι πάντα ευγενείς, ήρεμοι και ξέρουν τι σημαίνει διάλογος, όσες φορές μου έτυχε να βρεθώ σε παρόμοια συζήτηση με ξένο. Δεύτερον, οι Έλληνες, αποδεδειγμένα, νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα κι ότι η δική τους άποψη είναι η σωστή. Δε δέχονται καμία άλλη άποψη. Τρίτον, πάντα σου μιλάνε στον ενικό. Εντάξει, με τους αγγλόφωνους δεν ξέρεις αν σου μιλάνε στον ενικό ή στον πληθυντικό, αλλά οι Γάλλοι πάντα στον πληθυντικό, ενώ οι Έλληνες τον πληθυντικό τον έχουνε σε κακό.
Λοιπόν, αυτές είναι οι εμπειρίες μου από τους Έλληνες τουρίστες, που δε θέλω να τους ξαναδώ μπροστά μου, ανάγωγοι, αγενείς, αλαζόνες, ισχυρογνώμονες, μισαλλόδοξοι. Σίγουρα όχι όλοι, αλλά πολλοί. Περισσότεροι από τους άλλους.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Εμπρός, στο δρόμο που χάραξε η Ναθαναήλ.

https://www.youtube.com/watch?v=LJPNUjcrWSE

Ε, λοιπόν, νευρίασα. Κι είπα, θα γράψω. Καλά, νευρίασα και με τον εαυτό μου, που κάθομαι εδώ και  κοιτάω τα φεγγάρια και τα βράχια και έχω παρατήσει το παιδί μου, το ιστολόγιό μου, και λέω, καλά, μωρή, ούτε ένα ιστολόγιο δε μπορείς να κρατήσεις ζωντανό για 3 χρόνια και θέλεις να κάνεις και παιδί; Από την πείνα θα πεθάνει.
Νευρίασα, όμως, και με κάτι βλακείες που διάβασα στο facebook, αν και γενικώς εκεί βλακείες διαβάζεις ως επί το πλείστον. Διάβασα, που λέτε, τη συνέντευξη μιας κυρίας καθηγήτριας του ΑΠΘ, σχετικά με τα σεμινάρια κατάρτισης των μελλοντικών ξεναγών. Τώρα, επειδή εσείς που με διαβάζετε δεν ξέρω αν είστε όλοι ξεναγοί, ελπίζω, βασικά, να μην είστε, κι επίσης, δεν ξέρω κι αν σας ενδιαφέρει, αλλά αυτό και να με συγχωρείτε διά την αναλγησία μου μπορεί και να μη με ενδιαφέρει και πολύ, θα σας εξηγήσω πάραυτα τι είναι αυτά τα σεμινάρια, τα οποία είναι κατάπτυστα και η ενσάρκωση του σατανά για πολλούς, εκλεκτούς κατά τα άλλα, συναδέλφους.
Το λοιπό, παλιά, για να γίνεις ξεναγός, έπρεπε να πας στη Σχολή Ξεναγών, μετά από εξετάσεις. Εκεί, περνούσες για 3 χρόνια περίπου μια ωραία ζωή, με μαθήματα σαν αυτά που εγώ προσωπικά είχα φάει στη μάπα 4 χρόνια στο Πανεπιστήμιο, άρα υποθέτω ότι μπορείς να τα χαρακτηρίσεις πανεπιστημιακά, και με ατέρμονες, πραγματικά, εκδρομές, σε όλα τα πιθανά και απίθανα μέρη αυτής της χώρας. Για παράδειγμα, η δική μου σειρά, θυμάμαι, κάποτε στο Τεπελένι, επισκέφτηκε το μνημείο της μάχης της Χαιρώνειας. Για να δούμε, πόσοι ξέρετε που είναι αυτό; Μετά από αυτούς που πολέμησαν σε εκείνη τη μάχη, ανάθεμα κι άμα ξαναπήγε κανείς. Τεσπάν, το θέμα είναι πως με τη Σχολή Ξεναγών γυρίσαμε παντού, είδαμε τα πάντα, μετρήσαμε όλες τις πέτρες από όλους τους αρχαιολογικούς χώρους και φωτογραφίσαμε όλες τις ώρες λειτουργίας όλων των μουσείων όλης της χώρας.
Τώρα, για να γίνεις ξεναγός, πρέπει πρώτα να γίνεις αρχαιολόγος. Τόσο απλά. Α, και να πληρώσεις και κάνα δυο χιλιάρικα για να παρακολουθήσεις τα σεμινάρια του Υπουργείου Πολιτισμού, που με ένα μήνα θεωρητικής κατάρτισης και άλλον ένα μήνα εκδρομών γύρω από την πόλη στην οποία γίνεται το εκάστοτε σεμινάριο, σου δίνουν την άδεια εξάσκησης.
Εγώ νευρίασα, που λέτε, διότι στα σχόλια αυτής της συνέντευξης διάβασα περί ανοίγματος του επαγγέλματος το οποίο, λέει, ήταν κλειστό σαν το Ακρωτήρι σε μέρα απεργίας. Που να πάρει η ευχή την αμορφωσιά και την ασυνεννοησία και την αδυναμία χρήσης της γλώσσας, κλειστό δεν είναι ένα επάγγελμα που μπορούν μόνο λίγοι να το εξασκήσουν; Που πρέπει να πληρείς ή να πληροίς, δε με παρατάτε, συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να το εξασκήσεις; Που πρέπει, ίσως, να πληρώσεις ένα κάρο λεφτά για να το εξασκήσεις; Ε, λοιπόν, παλιά, μπορούσες να γίνεις ξεναγός όποτε ήθελες, ότι κι αν ήσουν, ότι κι αν είχες σπουδάσει, οιαδήποτε οικονομική επιφάνεια κι αν είχες. Ενώ τώρα, προσέξτε, παρακαλώ, την ειδοποιό διαφορά: πρέπει και πτυχίο και λεφτά να έχεις. Λεπτομέρειες.
Γενικώς, εγώ προσωπικά δε μπορώ να σας περιγράψω πόσο λίγο ενδιαφέρομαι για το αν ο ξεναγός είναι από τα σεμινάρια ή από τη σχολή, έχουμε πολύ σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσουμε, απλά νευρίασα με τα ανοίγματα και τα κλεισίματα. Το επάγγελμα τώρα έκλεισε και μη σας πω κλείδωσε κιόλας κι όσο πιο γρήγορα το πάρουμε απόφαση, τόσο το καλύτερο. Κι αντί να ασχολούμαστε με αυτούς που εν πάση περιπτώσει, έχουν άδεια ξεναγού από το Υπουργείο, όπως κι αν διάολο την απέκτησαν, καλύτερα να ασχοληθούμε με τον πάσα πικραμένο που αρπά εκεί ένα μικρόφωνο και κάνει ξενάγηση. Στη Σαντορίνη, με τα 5 κρουαζιερόπλοια 4 φορές την εβδομάδα, είμαστε 40 ξεναγοί και 240 συνοδοί, όπου συνοδός ότι μπορείτε να φανταστείτε. Κι αντί να διαλύσουμε αυτό το καθεστώς, εμείς τρωγόμαστε αναμετάξυ μας. Πρώτα να σταματήσουν οι παράνομοι, μετά οι συνταξιούχοι, που είμαστε ανερυθρίαστα το μοναδικό επάγγελμα που ο συνταξιούχος δουλεύει ανενόχλητος και με απαιτήσεις, και μετά συζητάμε για τους σεμιναριούχους.
Λοιπόν, αυτά είχα εγώ να πω για τα επαγγελματικά μου, λυπάμαι αν σας απογοήτευσα μετά από τόσο καιρό κι ενώ περιμένατε την αμίμητη πένα μου, σας ζάλισα με τα συνδικαλιστικά μου, αλλά αυτό είδα, αυτό με ενέπνευσε. Τώρα θα επανέλθω δημήτρια, όμως, μη μου στενοχωριέστε. Σας αγαπώ όλους και μου λείπετε.