Θα σας εκθέσω τώρα ένα πρόβλημα που έχω. Καλά, δεν είναι μόνο ένα το πρόβλημα που έχω, είναι γύρω στα 4 ή 5, κι επίσης, δεν το έχω μόνο τώρα αυτό το πρόβλημα, το είχα ανέκαθεν. Απλά, τώρα που ζω σε μια μικρή πόλη, λίγο έχει μεγαλώσει το πρόβλημα, όχι, ψέματα, δεν έχει μεγαλώσει, μάλλον φαίνεται περισσότερο διότι έχει λιγότερα λεωφορεία. (Με διακρίνει μια αντίφαση σήμερα ή είναι η ιδέα μου;)
Όπως κι αν έχει, το πρόβλημά μου αφορά, σε πρώτη ανάγνωση, το lifestyle και σε δεύτερη, τη βιοθεωρία –καταπληκτική λέξη, πολύ μου αρέσει, η θεωρία του βίου, η τέχνη του ζην, οι προσωπικές σου οδηγίες χρήσης για τη ζωή, είμαι και πολύ καλή στα θεωρητικά, μεγάλη επιτυχία έχω και στη βιοθεωρία. Στη βιοπράξη, πάλι, όχι και τόση. Διότι, μολονότι η δική μου βιοθεωρία είναι πάρα πολύ συγκεκριμένη, ξεκάθαρη και σταθερή, στην πράξη αντιμετωπίζω πρόβλημα ένταξης.
Προσέξτε: στην Κέρκυρα, ή θα πηγαίνεις στο Μικρό Καφέ και στο Κουρδιστό Πορτοκάλι ή θα πηγαίνεις στο Bristol και στο Ευ. Με αντιλαμβάνεστε; Συμβαίνει αυτό και στη Θεσσαλονίκη και σε οποιαδήποτε πόλη κι αν ζείτε, για δοκιμάστε να αλλάξετε τα ονόματα με δικά σας οικεία. Με λίγα λόγια, πρόκειται για την αιώνια πάλη, παλιά όσο ο κόσμος, μεταξύ των αναρχοαυτόνομων, που τους λέω εγώ συνεκδοχικά, και των mode people, που τους λέει η Ρενάτα. Είναι, ρε παιδί μου, λες και υπάρχει μια λεπτή κόκκινη γραμμή, όχι πάντα τόσο λεπτή βέβαια, μερικές φορές είναι σαν αεροδιάδρομος, μην τυχόν και την περάσει κανείς κατά λάθος και βρεθεί στην άλλη πλευρά του δρόμου. Διότι, όσο και να διατείνονται απαξάπαντες, και οι μεν και οι δε, ότι δεν βάζουν ταμπέλες αυτοί κι ότι τώρα πια δεν υπάρχουν διαχωρισμοί κι ότι ας ενωθούμε σε μια μεγάλη παρέα, ο καθένας, λέει, είναι ελεύθερος, τρίχες, στην ουσία τίποτε από αυτά δεν ισχύει. Πρέπει να διαλέξεις: δεν γίνεται να πηγαίνεις για καφέ στο Bristol και για ποτό στο Κουρδιστό Πορτοκάλι, δε γίνεται να παρακολουθείς συναυλίες του Αγγελάκα με ροζ γόβες.
Και γιατί, παρακαλώ, δεν γίνεται; Εμένα πολύ μου αρέσει ο Αγγελάκας, μεγάλωσα μ’ αυτά τα τραγούδια. Αλλά τι να κάνω που μου αρέσουν κι οι ροζ γόβες και δεν θέλω να τις αποχωρίζομαι; Δηλαδή, γι’ αυτό πρέπει να μην ακούω Αγγελάκα; Νομίζω πως και ο ίδιος ο Αγγελάκας θα εξανίστατο αν του το έλεγα.
Διότι, φίλοι μου, ειδικά οι αναρχοαυτόνομοι, που υποτίθεται ότι είναι και πιο ανοιχτόμυαλοι από όλους τους άλλους ανθρώπους και πρεσβεύουν την ελευθερία κινήσεων και επιλογών, απαπα, ειδικά αυτοί σε κοιτάνε σαν εξωγήινο, αν τυχόν δεν ακολουθείς τη στιλιστική και συμπεριφοριστική τους πρόταση, την οποία δεν θα αναλύσω τώρα εδώ, πιστεύω όλοι την έχουμε μπροστά μας. Κάποτε, όταν ζούσα στη Θεσσαλονίκη, πήγα με μια παρέα σε μια μπυραρία στην Τούμπα, που ομοίαζε με γαλατικό χωριό: ξύλινοι πάγκοι και θηριώδεις τύποι που έπιναν κουβάδες μπίρα. Εγώ, για κακή τύχη της (μαυροντυμένης, φυσικά) παρέας μου, φορούσα το ροζ παλτό μου. Μόλις μπαίνουμε μέσα, έφριξαν και ήθελαν να το βγάλω. Συμφώνησα και το έβγαλα, αποκαλύπτοντας το αγαπημένο μου λαχανί πουλόβερ. Αντιλαμβάνεστε τι έγινε, χαχα, εγώ ακόμα γελάω! (Εμένα, πάντως, πολύ μου άρεσε εκείνη η μπυραρία, γιατί, ως γνωστόν, μου αρέσει η μπύρα, αλλά και οι θηριώδεις τύποι.) Επίσης, ας πούμε ότι παραβλέπουν τις ροζ γόβες και τα λαχανί πουλόβερ, άμα λες συνέχεια αστειάκια και γελάς ακατάσχετα πώς να το παραβλέψουν; Σε θεωρούν το λιγότερο σοβαρό άνθρωπο στον κόσμο και το να μην είσαι σοβαρός είναι έγκλημα, σημαίνει ότι δεν ασχολείσαι διόλου με τα μείζονα κοινωνικά ζητήματα. Βέβαια, το ότι συγχέουν τη σοβαρότητα με τη σοβαροφάνεια δεν τους έχει περάσει καν από το μυαλό.
Αλλά μη νομίζετε πως κι οι mode people είναι καλύτεροι. Το δήθεν πάει σύννεφο, στις φλέβες τους ρέει εσπρεσσάκι (άμα ακούω εσπρεσσάκι, μου ’ρχεται να ρίξω σφαλιάρα), όχι αίμα, η λέξη κάμπινγκ είναι βρισιά κι αν ασχοληθείς λίγο με τα μείζονα κοινωνικά ζητήματα, τους χαλάς το βράδυ. Επίσης, αυτοί ποτέ δεν κυλίστηκαν στην άμμο, όταν η μαμά τους τους πήγαινε στη θάλασσα, παίζανε με τα κουβαδάκια πάνω στην ξαπλώστρα, εννοείται! Άσε που άμα δώσεις λεφτά σε κάνα πλανόδιο μουσικό, αυτομάτως υποθάλπεις εγκληματικές ενέργειες. Και φυσικά υπάρχει κι εδώ το στιλιστικό ζήτημα: αυτό το καρό του Burberry μπορώ να μην το ξαναδώ; Άμα δεν έχεις ένα Burberry, έστω ένα από αυτά τα πουκάμισα που το έχουν στο γιακά και που μόνο ο γιακάς κοστίζει μισό μισθό, μη βγεις καλύτερα, κάτσε μέσα. Και το φαγητό; Σουβλάκια; Ε, όχι και σουβλάκια, προσούτο με πεπόνι θα φάμε για μεσημεριανό και άμα σου αρέσει, μόνο τη Μαριλένα παραδέχομαι, που γυρνούσαμε στο Λιστόν με τις πίτες ανά χείρας και χαιρόμασταν.
Αντιλαμβάνεστε το πρόβλημά μου; Οι αναρχοαυτόνομοι εγκρίνουν που μου αρέσει ο Αγγελάκας, αλλά παθαίνουν σοκ με τις ροζ γόβες μου, οι mode people χαίρονται που είμαι χαρούμενη, αλλά δεν μπορούν να κάτσουν και στα γρασίδια, που εμένα πολύ μου αρέσει να κάθομαι στα γρασίδια, ειδικά την άνοιξη (τις γόβες τις αφήνω δίπλα μου και χώνω τα δαχτυλάκια μου στο χορτάρι) κι εγώ μονίμως παραπαίω. Οι φίλοι μου λένε ότι πρέπει να αποφασίσω με ποιους θα πάω και ποιους θ’ αφήσω, αλλά εγώ λέω ότι σιγά μην αποφασίσω ποτέ: πολύ γέλιο ρίχνω με τις φάτσες των διαφόρων που με κοιτάνε καλά καλά επειδή φοράω ροζ ή επειδή χτυπιέμαι σαν τρελή με τα τραγούδια των Violent Femmes, που μπορεί να ακουστούν κατά τύχη στα κυριλέ μπαράκια επειδή μπερδεύτηκε ο ντιτζέι…
Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010
Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010
Ο ιπτάμενος ξεναγός και το μαγεμένο νησί
Μερικές φορές, ξέρετε, νιώθω πάρα πολύ τυχερός άνθρωπος, διότι, μολονότι η μοίρα μου με έχει ρίξει στην Κέρκυρα, η σχολή για την οποία ήρθα εδώ μας πηγαίνει διάφορες σχεδόν εκπαιδευτικές εκδρομές σε ολόκληρη την όμορφη χώρα μας, οι οποίες, εκτός από ευχάριστα ταξίδια αναψυχής και επιμόρφωσης, είναι και πηγή ασύλληπτου γέλιου. Βέβαια, η γράφουσα ευκαιρίες ασύλληπτου γέλιου βρίσκει, ως γνωστόν, παντού, πάντα και υπό οιεσδήποτε συνθήκες (ναι, ξέρω, αυτό είναι λίγο προβληματικό).
Από μία από αυτές τις εκδρομές, λοιπόν, πρόσφατα επέστρεψα και πολύ θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τις αναμνήσεις μου, εσείς δεν ξέρω αν θέλετε, αλλά, είπαμε, αυτό είναι το καλό με το blog.
Ξεκινήσαμε ένα ωραίο (και πολύ) πρωί να πάμε στην Αθήνα για να πάρουμε το αεροπλανάκι για τη Σαντορίνη. Δεν ξέρω αν έχετε ταξιδέψει ποτέ με λεωφορείο από την Κέρκυρα στην Αθήνα, αν δεν το έχετε κάνει, μην παραλείψετε, είναι μοναδική εμπειρία. Επίσης, επιβάλλεται, κατά τις 12 να σταματήσετε στην Αμφιλοχία να φάτε ωραιότατες μπριζόλες ή γεμιστά, στην καλύτερη περίπτωση. Και το λέω αυτό, διότι εμείς, σε ΚΑΘΕ bloody εκδρομή σταματάμε στην Αμφιλοχία για μεσημεριανό, η οποία απέχει περί τις 2 ώρες από την Ηγουμενίτσα, όπου έχεις μόλις φάει την πρωινή σου τυρόπιτα. Και μετά, ως την Αθήνα, δεν τρως τίποτε και έχεις λιμοκτονήσει ώσπου να φτάσεις. Μα καλά, διαίρεση δεν ξέρει κανείς σ’ αυτή τη ρημαδοσχολή;
Εν πάση περιπτώσει, φτάνουμε στην Αθήνα, μπαίνουμε στο αεροπλανάκι και πατάμε το ταλαιπωρημένο ποδαράκι μας στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου, αλήθεια λέω, παιδιά, η Σαντορίνη είναι το πιο όμορφο μέρος του κόσμου, με τα απόκοσμα βράχια της να μαυρολογούν μέσα σ’ αυτό το μπλε θαύμα και την καλντέρα να στέκει απέναντί σου και να σου θυμίζει ότι είσαι στο έλεος της φύσης, ότι και να κάνεις. Εκεί, πάμε στο ξενοδοχείο, όπου, με μεγάλη μας χαρά, η Μαριλένα, η Ελένη κι εγώ διαπιστώνουμε ότι έχουμε τρίκλινο-εντάξει, αυτό τώρα εσάς δεν σας λέει τίποτα, αλλά εμάς μας είπε πολλά. Στο οποίο τρίκλινο πληρώσαμε ακριβά τη χαρά μας, διότι, μόλις μπαίνει η Μαριλένα για μπάνιο εμφανίζεται μια κατσαρίδα σε μέγεθος δεινόσαυρου και με ικανότητες αμφίβιου, αφού επέπλεε με μεγάλη άνεση σε ένα στρώμα αφρού. Η Μαριλένα να σκούζει στα Αγγλικά (ποιος ξέρει γιατί, ίσως στην προηγούμενη ζωή της ήταν η Μαρία Στιούαρτ, εγώ πάντως δεν θυμάμαι πως είναι η κατσαρίδα στα Αγγλικά, αυτηνής πως της ήρθε με τη μία;), η Ελένη να έχει βουλώσει τα αυτιά της και να τραγουδάει δυνατά για να μην ακούσει το κρατς του φόνου κι εγώ, ο ήρωας της μάχης των κατσαρίδων, ατάραχη να φονεύω την κατσαρίδα.
Την επόμενη μέρα, δολοφόνοι και ληστές, πήγαμε στην Οία. Η Οία, δεν ξέρω αν ξέρετε, είναι ένα χωριουδάκι στη Σαντορίνη, πάρα πολύ γραφικό, με άσπρα σπιτάκια, στενά δρομάκια, φούξια βουκαμβίλιες κι ένα ηλιοβασίλεμα παγκοσμίως διάσημο. Εμείς είδαμε το ηλιοβασίλεμα, ακούσαμε τον ήλιο που τσιτσίρισε μόλις ακούμπησε τη θάλασσα και μετά χαθήκαμε στα στενά δρομάκια κι όταν έφτασε η ώρα να πάρουμε το λεωφορείο της επιστροφής, είχαν μαζευτεί όλες οι φυλές του Ισραήλ και περίμεναν το ίδιο λεωφορείο. Το οποίο, εννοείται, τίγκαρε μόλις έφτασε και κρεμιόμασταν σαν τα σταφύλια από τις πόρτες :της Νατάσας ο ποπός ήταν όλος έξω από το λεωφορείο. Να γίνεται χαμός, όλοι να προσπαθούν να μπουν στο λεωφορείο, ένας φώναζε “I’m coming, honey” τρώγοντας κάτι πατάτες, κάτι κοπέλες είχαν πιαστεί από τη μέση και κάνανε, λέει, το σκουλήκι, για να τα καταφέρουν να μπουν, σας λέω, πανικός γινόταν. Ώσπου, ο εισπράκτορας τα παίρνει κρανίο, κατεβαίνει και φωνάζει με στεντόρεια φωνή “Ten people down! Now!”. Έντρομοι, κατέβηκαν 5-6 κι ένας είχε πέσει κάτω με τα χέρια στο κεφάλι, νόμιζε ότι γινόταν τρομοκρατική επίθεση. Κατεβήκαμε κι εμείς και περιμέναμε στωικά το επόμενο λεωφορείο, συζητώντας με κάτι Αμερικάνους πως φτιάχνεται η taramosalata. Εγώ τους είπα ότι το μυστικό είναι the fish thing κι εκεί έληξε η συζήτηση: μάλλον δεν τους άρεσε το ψάρι.
Το επόμενο νησί που επισκεφτήκαμε ήταν η Νάξος. Να σας πω τώρα τι συμβαίνει με τα νησιά των Κυκλάδων: είναι πανέμορφα, γαλήνια και χρωματιστά, αλλά εγώ στο 48ο δρομάκι είχα συγχυστεί, δεν θυμόμουν πια σε ποιο νησί είμαι από όλα, σε όποιο στενό και να έμπαινα, νόμιζα ότι μου ήταν γνώριμο. Αυτή, βέβαια, η υπερέκθεση στις εικόνες και τις πληροφορίες μου συμβαίνει σε κάθε εκδρομή, οπότε το έχω συνηθίσει. Κάπως έτσι έπαθα και στη Νάξο. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι η Νάξος έχει, λέει, 620 εκκλησιές, τις οποίες νομίζω είδαμε όλες. Και πόσους αγίους πια να έχει η ορθόδοξη εκκλησία; Από ένα σημείο άρχισε η επανάληψη των ονομασιών, η Ελένη έχασε το μέτρημα κι εμείς χάσαμε το μυαλό μας. Ολόκληρη την ημέρα ήμασταν μέσα σε ένα λεωφορείο κι όταν πια είχε βραδιάσει κι εκ των πραγμάτων δεν έβλεπες μπροστά σου, εμείς σταματήσαμε, στο Θεό σας, σε ένα αρχαίο λατομείο για να δούμε έναν κολοσσιαίο κούρο-που να τον δούμε τον κούρο, παραλίγο να σκοντάψουμε πάνω του και να φάμε τα μούτρα μας. Είπαμε θα αφήσουμε τα κοκαλάκια μας σ’ εκείνο το λεωφορείο και θα το στοιχειώσουμε, αιώνια καταδικασμένοι να περιπλανιόμαστε στους αρχαιολογικούς χώρους, οι σκελετωμένοι ξεναγοί που βγαίνουν απειλητικοί και μαυλίζουν τους ανθρώπους για να ακούνε τους ατελείωτους μονολόγους τους. Ο ιπτάμενος ξεναγός. Και μετά ο κούρος θα σηκώνεται, σαν άλλο κράκεν, και θα τρώει τους ανυποψίαστους τουρίστες…
Ευτυχώς φύγαμε από τη Νάξο, δε μας έκανε καλό. Στη συνέχεια, επισκεφτήκαμε την Πάρο. Μαλαματένιο νησί η Πάρος, μια κούκλα ξαπλωμένη στη θάλασσα, λαμπερή και χαρούμενη, εντάξει, με τα γνωστά δρομάκια και τις βουκαμβίλιές της. Είδαμε, όμως, στην Πάρο, μια εκκλησιά πολύ διαφορετική από όσες είχαμε δει ως τώρα, την Εκατονταπυλιανή. Χτισμένη με χρωματιστά, χαρούμενα τουβλάκια, που μόνα αυτά διακοσμούσαν τους τοίχους της κι έλειπαν αυτοί οι βλοσυροί, κατσούφηδες άγιοι, στέκεται εκεί δροσερή και χαριτωμένη, όπως ολόκληρο το νησί, και μόνο τη χαρά της ζωής σε κάνει να σκέφτεσαι και καθόλου τη ματαιότητά της.
Από την Πάρο πήγαμε στη Μύκονο με ένα πλεούμενο πολύ ωραίο, αλλά τι να το κάνεις; Είχε κάτι μποφόρια, σύνηθες φαινόμενο στο Αιγαίο, και λίγο κουνούσε το πλεούμενο. Αντιλαμβάνεστε τι γινόταν: οι μισοί ήταν κάτασπροι, οι άλλοι μισοί πράσινοι, ένας ταλαίπωρος κύριος μοίραζε σακουλάκια (και μετά έπρεπε να τα ξαναμαζέψει…) κι εγώ με τη Βίβιαν ρωτούσαμε τι έχει για μεσημεριανό και παραλίγο να μας δείρουν.
Με τα πολλά φτάσαμε στη Μύκονο και στο ξενοδοχείο, το οποίο μάλλον ήταν το πρώτο που χτίστηκε ever στο νησί, έβριθε σκαλιών (έπρεπε να ανέβουμε 194 μετρημένα σκαλιά για να πάμε στα δωμάτιά μας) και κατσαρίδων (στο κρεβάτι της Βίβιαν είχε το σπίτι της μια κατσαριδοοικογένεια). Για τη Μύκονο δεν έχω και πολλά να σας πω, εμένα προσωπικά πολύ μου χάλασε την εντύπωση η εμπορευματοποίηση των πάντων, τα πανάκριβα μαγαζιά και τα λαμπερά φώτα, οι δήθεν φάτσες στο δρόμο κι όλη η ατμόσφαιρα του κοσμοπολίτικου, που τελικά καμία προσωπικότητα δεν δίνει στο μέρος.
Έχω, όμως, να σας πω για τη Δήλο, όπου φτάνεις από τη Μύκονο με ένα καραβάκι κι όπου ακόμα βασιλεύει ο Απόλλωνας. Αυτό το νησί είναι μαγεμένο, είμαι σίγουρη. Το φως που το κατακλύζει είναι μοναδικό, πλημμυρίζει την καρδιά σου και το πνεύμα σου, δε σ’ αφήνει να σκεφτείς σχεδόν. Περιπλανιέσαι ανάμεσα στα ερείπια της ελληνιστικής πόλης και ξαφνικά ξεπροβάλλουν μπροστά σου χρωματιστά ψηφιδωτά, ψηλές κολόνες και μαρμάρινα κατώφλια. Και μετά, ψηλά, κοντά στην κορφή του λόφου, κοντοστέκεσαι να πάρεις μια ανάσα κι αυτή σου ξανακόβεται, καθώς αντικρίζεις όλα τα χρυσά και τα θαλασσιά και τα άσπρα που φτιάχνουν τη Δήλο. Ο άνεμος τα παίρνει όλα μακριά και μόνο μένουν οι ναοί των ξένων θεών που έφτασαν από την Αίγυπτο και την Ανατολή και ρίζωσαν εδώ, γιατί τους άρεσε το φως, είμαι σίγουρη. Και τέλος, κοντά στο λιμάνι και στους ανθρώπους, για να τους προσέχει και να τους βοηθά, το ιερό του Απόλλωνα, το σπίτι του, τόσο όμορφο, ακόμα και γκρεμισμένο. Καθώς τριγύριζα και πάλευα να βγάλω άκρη από τα ερείπια και να γλιτώσω από τα φίδια που φώλιαζαν ανάμεσά τους, κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού και μέσα στον αέρα του Αιγαίου, είμαι σίγουρη ότι κάπου εκεί τριγύρω ήταν κι ο θεός, που ποτέ δεν άφησε το αγαπημένο του μέρος, το μέρος που γεννήθηκε και πρωτοείδε αυτό το καταιγιστικό φως, που όλα τα δείχνει κι όλα τα κρύβει.
Μετά από όλα αυτά τα λυρικά και μαγεμένα, κατάκοποι επιστρέψαμε στην πεζή πραγματικότητα και στην πολύβουη Αθήνα κι από εκεί πήραμε τους πέντε δρόμους, καθένας και για άλλο μέρος, με άπειρες φωτογραφίες και άπειρα άπλυτα, ώσπου να έρθει η στιγμή να ξαναφύγουμε: αυτή είναι η μοίρα μας, εμάς των μαθητευόμενων ξεναγών κι ας μην υποκρινόμαστε ότι δεν μας αρέσει.
Από μία από αυτές τις εκδρομές, λοιπόν, πρόσφατα επέστρεψα και πολύ θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τις αναμνήσεις μου, εσείς δεν ξέρω αν θέλετε, αλλά, είπαμε, αυτό είναι το καλό με το blog.
Ξεκινήσαμε ένα ωραίο (και πολύ) πρωί να πάμε στην Αθήνα για να πάρουμε το αεροπλανάκι για τη Σαντορίνη. Δεν ξέρω αν έχετε ταξιδέψει ποτέ με λεωφορείο από την Κέρκυρα στην Αθήνα, αν δεν το έχετε κάνει, μην παραλείψετε, είναι μοναδική εμπειρία. Επίσης, επιβάλλεται, κατά τις 12 να σταματήσετε στην Αμφιλοχία να φάτε ωραιότατες μπριζόλες ή γεμιστά, στην καλύτερη περίπτωση. Και το λέω αυτό, διότι εμείς, σε ΚΑΘΕ bloody εκδρομή σταματάμε στην Αμφιλοχία για μεσημεριανό, η οποία απέχει περί τις 2 ώρες από την Ηγουμενίτσα, όπου έχεις μόλις φάει την πρωινή σου τυρόπιτα. Και μετά, ως την Αθήνα, δεν τρως τίποτε και έχεις λιμοκτονήσει ώσπου να φτάσεις. Μα καλά, διαίρεση δεν ξέρει κανείς σ’ αυτή τη ρημαδοσχολή;
Εν πάση περιπτώσει, φτάνουμε στην Αθήνα, μπαίνουμε στο αεροπλανάκι και πατάμε το ταλαιπωρημένο ποδαράκι μας στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου, αλήθεια λέω, παιδιά, η Σαντορίνη είναι το πιο όμορφο μέρος του κόσμου, με τα απόκοσμα βράχια της να μαυρολογούν μέσα σ’ αυτό το μπλε θαύμα και την καλντέρα να στέκει απέναντί σου και να σου θυμίζει ότι είσαι στο έλεος της φύσης, ότι και να κάνεις. Εκεί, πάμε στο ξενοδοχείο, όπου, με μεγάλη μας χαρά, η Μαριλένα, η Ελένη κι εγώ διαπιστώνουμε ότι έχουμε τρίκλινο-εντάξει, αυτό τώρα εσάς δεν σας λέει τίποτα, αλλά εμάς μας είπε πολλά. Στο οποίο τρίκλινο πληρώσαμε ακριβά τη χαρά μας, διότι, μόλις μπαίνει η Μαριλένα για μπάνιο εμφανίζεται μια κατσαρίδα σε μέγεθος δεινόσαυρου και με ικανότητες αμφίβιου, αφού επέπλεε με μεγάλη άνεση σε ένα στρώμα αφρού. Η Μαριλένα να σκούζει στα Αγγλικά (ποιος ξέρει γιατί, ίσως στην προηγούμενη ζωή της ήταν η Μαρία Στιούαρτ, εγώ πάντως δεν θυμάμαι πως είναι η κατσαρίδα στα Αγγλικά, αυτηνής πως της ήρθε με τη μία;), η Ελένη να έχει βουλώσει τα αυτιά της και να τραγουδάει δυνατά για να μην ακούσει το κρατς του φόνου κι εγώ, ο ήρωας της μάχης των κατσαρίδων, ατάραχη να φονεύω την κατσαρίδα.
Την επόμενη μέρα, δολοφόνοι και ληστές, πήγαμε στην Οία. Η Οία, δεν ξέρω αν ξέρετε, είναι ένα χωριουδάκι στη Σαντορίνη, πάρα πολύ γραφικό, με άσπρα σπιτάκια, στενά δρομάκια, φούξια βουκαμβίλιες κι ένα ηλιοβασίλεμα παγκοσμίως διάσημο. Εμείς είδαμε το ηλιοβασίλεμα, ακούσαμε τον ήλιο που τσιτσίρισε μόλις ακούμπησε τη θάλασσα και μετά χαθήκαμε στα στενά δρομάκια κι όταν έφτασε η ώρα να πάρουμε το λεωφορείο της επιστροφής, είχαν μαζευτεί όλες οι φυλές του Ισραήλ και περίμεναν το ίδιο λεωφορείο. Το οποίο, εννοείται, τίγκαρε μόλις έφτασε και κρεμιόμασταν σαν τα σταφύλια από τις πόρτες :της Νατάσας ο ποπός ήταν όλος έξω από το λεωφορείο. Να γίνεται χαμός, όλοι να προσπαθούν να μπουν στο λεωφορείο, ένας φώναζε “I’m coming, honey” τρώγοντας κάτι πατάτες, κάτι κοπέλες είχαν πιαστεί από τη μέση και κάνανε, λέει, το σκουλήκι, για να τα καταφέρουν να μπουν, σας λέω, πανικός γινόταν. Ώσπου, ο εισπράκτορας τα παίρνει κρανίο, κατεβαίνει και φωνάζει με στεντόρεια φωνή “Ten people down! Now!”. Έντρομοι, κατέβηκαν 5-6 κι ένας είχε πέσει κάτω με τα χέρια στο κεφάλι, νόμιζε ότι γινόταν τρομοκρατική επίθεση. Κατεβήκαμε κι εμείς και περιμέναμε στωικά το επόμενο λεωφορείο, συζητώντας με κάτι Αμερικάνους πως φτιάχνεται η taramosalata. Εγώ τους είπα ότι το μυστικό είναι the fish thing κι εκεί έληξε η συζήτηση: μάλλον δεν τους άρεσε το ψάρι.
Το επόμενο νησί που επισκεφτήκαμε ήταν η Νάξος. Να σας πω τώρα τι συμβαίνει με τα νησιά των Κυκλάδων: είναι πανέμορφα, γαλήνια και χρωματιστά, αλλά εγώ στο 48ο δρομάκι είχα συγχυστεί, δεν θυμόμουν πια σε ποιο νησί είμαι από όλα, σε όποιο στενό και να έμπαινα, νόμιζα ότι μου ήταν γνώριμο. Αυτή, βέβαια, η υπερέκθεση στις εικόνες και τις πληροφορίες μου συμβαίνει σε κάθε εκδρομή, οπότε το έχω συνηθίσει. Κάπως έτσι έπαθα και στη Νάξο. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι η Νάξος έχει, λέει, 620 εκκλησιές, τις οποίες νομίζω είδαμε όλες. Και πόσους αγίους πια να έχει η ορθόδοξη εκκλησία; Από ένα σημείο άρχισε η επανάληψη των ονομασιών, η Ελένη έχασε το μέτρημα κι εμείς χάσαμε το μυαλό μας. Ολόκληρη την ημέρα ήμασταν μέσα σε ένα λεωφορείο κι όταν πια είχε βραδιάσει κι εκ των πραγμάτων δεν έβλεπες μπροστά σου, εμείς σταματήσαμε, στο Θεό σας, σε ένα αρχαίο λατομείο για να δούμε έναν κολοσσιαίο κούρο-που να τον δούμε τον κούρο, παραλίγο να σκοντάψουμε πάνω του και να φάμε τα μούτρα μας. Είπαμε θα αφήσουμε τα κοκαλάκια μας σ’ εκείνο το λεωφορείο και θα το στοιχειώσουμε, αιώνια καταδικασμένοι να περιπλανιόμαστε στους αρχαιολογικούς χώρους, οι σκελετωμένοι ξεναγοί που βγαίνουν απειλητικοί και μαυλίζουν τους ανθρώπους για να ακούνε τους ατελείωτους μονολόγους τους. Ο ιπτάμενος ξεναγός. Και μετά ο κούρος θα σηκώνεται, σαν άλλο κράκεν, και θα τρώει τους ανυποψίαστους τουρίστες…
Ευτυχώς φύγαμε από τη Νάξο, δε μας έκανε καλό. Στη συνέχεια, επισκεφτήκαμε την Πάρο. Μαλαματένιο νησί η Πάρος, μια κούκλα ξαπλωμένη στη θάλασσα, λαμπερή και χαρούμενη, εντάξει, με τα γνωστά δρομάκια και τις βουκαμβίλιές της. Είδαμε, όμως, στην Πάρο, μια εκκλησιά πολύ διαφορετική από όσες είχαμε δει ως τώρα, την Εκατονταπυλιανή. Χτισμένη με χρωματιστά, χαρούμενα τουβλάκια, που μόνα αυτά διακοσμούσαν τους τοίχους της κι έλειπαν αυτοί οι βλοσυροί, κατσούφηδες άγιοι, στέκεται εκεί δροσερή και χαριτωμένη, όπως ολόκληρο το νησί, και μόνο τη χαρά της ζωής σε κάνει να σκέφτεσαι και καθόλου τη ματαιότητά της.
Από την Πάρο πήγαμε στη Μύκονο με ένα πλεούμενο πολύ ωραίο, αλλά τι να το κάνεις; Είχε κάτι μποφόρια, σύνηθες φαινόμενο στο Αιγαίο, και λίγο κουνούσε το πλεούμενο. Αντιλαμβάνεστε τι γινόταν: οι μισοί ήταν κάτασπροι, οι άλλοι μισοί πράσινοι, ένας ταλαίπωρος κύριος μοίραζε σακουλάκια (και μετά έπρεπε να τα ξαναμαζέψει…) κι εγώ με τη Βίβιαν ρωτούσαμε τι έχει για μεσημεριανό και παραλίγο να μας δείρουν.
Με τα πολλά φτάσαμε στη Μύκονο και στο ξενοδοχείο, το οποίο μάλλον ήταν το πρώτο που χτίστηκε ever στο νησί, έβριθε σκαλιών (έπρεπε να ανέβουμε 194 μετρημένα σκαλιά για να πάμε στα δωμάτιά μας) και κατσαρίδων (στο κρεβάτι της Βίβιαν είχε το σπίτι της μια κατσαριδοοικογένεια). Για τη Μύκονο δεν έχω και πολλά να σας πω, εμένα προσωπικά πολύ μου χάλασε την εντύπωση η εμπορευματοποίηση των πάντων, τα πανάκριβα μαγαζιά και τα λαμπερά φώτα, οι δήθεν φάτσες στο δρόμο κι όλη η ατμόσφαιρα του κοσμοπολίτικου, που τελικά καμία προσωπικότητα δεν δίνει στο μέρος.
Έχω, όμως, να σας πω για τη Δήλο, όπου φτάνεις από τη Μύκονο με ένα καραβάκι κι όπου ακόμα βασιλεύει ο Απόλλωνας. Αυτό το νησί είναι μαγεμένο, είμαι σίγουρη. Το φως που το κατακλύζει είναι μοναδικό, πλημμυρίζει την καρδιά σου και το πνεύμα σου, δε σ’ αφήνει να σκεφτείς σχεδόν. Περιπλανιέσαι ανάμεσα στα ερείπια της ελληνιστικής πόλης και ξαφνικά ξεπροβάλλουν μπροστά σου χρωματιστά ψηφιδωτά, ψηλές κολόνες και μαρμάρινα κατώφλια. Και μετά, ψηλά, κοντά στην κορφή του λόφου, κοντοστέκεσαι να πάρεις μια ανάσα κι αυτή σου ξανακόβεται, καθώς αντικρίζεις όλα τα χρυσά και τα θαλασσιά και τα άσπρα που φτιάχνουν τη Δήλο. Ο άνεμος τα παίρνει όλα μακριά και μόνο μένουν οι ναοί των ξένων θεών που έφτασαν από την Αίγυπτο και την Ανατολή και ρίζωσαν εδώ, γιατί τους άρεσε το φως, είμαι σίγουρη. Και τέλος, κοντά στο λιμάνι και στους ανθρώπους, για να τους προσέχει και να τους βοηθά, το ιερό του Απόλλωνα, το σπίτι του, τόσο όμορφο, ακόμα και γκρεμισμένο. Καθώς τριγύριζα και πάλευα να βγάλω άκρη από τα ερείπια και να γλιτώσω από τα φίδια που φώλιαζαν ανάμεσά τους, κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού και μέσα στον αέρα του Αιγαίου, είμαι σίγουρη ότι κάπου εκεί τριγύρω ήταν κι ο θεός, που ποτέ δεν άφησε το αγαπημένο του μέρος, το μέρος που γεννήθηκε και πρωτοείδε αυτό το καταιγιστικό φως, που όλα τα δείχνει κι όλα τα κρύβει.
Μετά από όλα αυτά τα λυρικά και μαγεμένα, κατάκοποι επιστρέψαμε στην πεζή πραγματικότητα και στην πολύβουη Αθήνα κι από εκεί πήραμε τους πέντε δρόμους, καθένας και για άλλο μέρος, με άπειρες φωτογραφίες και άπειρα άπλυτα, ώσπου να έρθει η στιγμή να ξαναφύγουμε: αυτή είναι η μοίρα μας, εμάς των μαθητευόμενων ξεναγών κι ας μην υποκρινόμαστε ότι δεν μας αρέσει.
Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010
Τελικά, ο Βολταίρος κάπνιζε;
Σας έχω πει πόσο μου αρέσει να γράφω κλισέ και φοβερές ρήσεις διάσημων αντρών, έτσι; Λοιπόν, μία από τις αγαπημένες μου είναι αυτή που είχε πει ο Βολταίρος, αν δεν απατώμαι (αν απατώμαι, παρακαλώ, να διαλύσετε την πλάνη μου): δε συμφωνώ με όσα λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να τα λες. Την έχω παραφράσει ελαφρώς και συνήθιζα να λέω ότι δεν καπνίζω, αλλά θα υπερασπιστώ το δικαίωμά σου να καπνίζεις( καλά, όχι μέχρι θανάτου, δεν είμαι δα κι ο Βολταίρος).
Και γράφω συνήθιζα, διότι σιγά σιγά αλλάζω γνώμη επί του συγκεκριμένου δικαιώματος.
Με αφορμή την καθολική, λέει, και δίχως παραθυράκια, λέει, απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους (που φαντάζομαι έχετε υπόψη σας, από 1 Σεπτεμβρίου) και μετά από την παρακολούθηση εκατοντάδων παθιασμένων συζητήσεων μεταξύ καπνιστών και μη, σκληροπυρηνικών και μετριοπαθών, κάθησα κι εγώ και σκέφτηκα ποια είναι στ’ αλήθεια η άποψή μου για το συγκεκριμένο ζήτημα. Όχι ότι σας ενδιαφέρει και πάρα πολύ, αλλά αυτό είναι το καλό με το blog: γράφεις ό, τι θέλεις, τον πόνο σου, τις απόψεις σου, ποιήματα, ανέκδοτα και άμα σε διαβάσει κανείς, καλώς, αλλιώς, τουλάχιστον τα είπες και ξέσπασες.
Ας είμαι ειλικρινής: πολύ μου άρεσε, ρε παιδιά, αυτή η απαγόρευση. Ναι, ξέρω, τραγικό να το λέω, ότι μου αρέσει μια απαγόρευση ( απαγορεύεται το απαγορεύεται, αυτό δεν θυμάμαι ή μπορεί και να μην ξέρω ποιος το έχει πει), οι απαγορεύσεις είναι κακό πράγμα, φασιστικό, ολοκληρωτικό κι όλα αυτά τα δαιμονισμένα, αλλά δείτε πως έχει το θέμα: εγώ δεν καπνίζω, ωραία; Παρόλαυτα, πολλοί από τους φίλους μου καπνίζουν. Επίσης, οι γονείς μου κάπνιζαν αρειμανίως σε όλα μου τα παιδικά χρόνια (όταν με έστελνε η μαμά μου να της πάρω τσιγάρα, εγώ της τα έπαιρνα μεν αλλά μετά τα έριχνα στην τουαλέτα και τραβούσα το καζανάκι, απαίσιο;). Επίσης, κάπνιζε η παλιά μου συγκάτοικος: μύριζαν οι πυτζάμες μου (σιχαμένο), μύριζε το σπίτι, κιτρίνιζαν οι κουρτίνες, μύριζε μέχρι και η γάτα, ρε παιδιά, στο θεό σας.
Ως εκ τούτου, εγώ μονίμως μύριζα, μυρίζω και θα μυρίζω, μου φαίνεται, μέχρι να πεθάνω, τσιγαρίλα, μολονότι δεν καπνίζω ούτε κάπνισα ποτέ στη ζωή μου ολόκληρη. Ανήκω, δηλαδή, σε μια μειοψηφία παραμελημένη και αγνοημένη, όπως γίνεται, άλλωστε, συνήθως με τις μειοψηφίες.
Επίσης, αφάνταστα με εκνευρίζει που όταν βγαίνω έξω να πιω ένα ποτό ή έναν καφέ (ναι, ακόμα και οι μη καπνιστές πίνουν καφέδες και ποτά, φοβερό;), πάλι μυρίζω, όχι απλώς μυρίζω, ποτίζουν τα πάντα, τσιγαρίλα. Από τα μαλλιά, φρεσκολουσμένα ενίοτε, μέχρι τα εσώρουχα, φρεσκοπλυμένα πάντα. Δεν έχω χειρότερο. Ας πούμε, όμως, ότι ανέχεσαι τη μυρωδιά κι ότι βγαίνεις μονίμως άλουστη, ώστε να λουστείς μία και καλή την άλλη μέρα (εντάξει, τα εσώρουχα τα ξαναπλένεις, μην αρχίσετε αμέσως τις αηδίες). Το μαυρισμένο πνεύμονα πως τον ανέχεσαι; Το να τρως με τον καπνό μέσα στη μούρη σου πως το ανέχεσαι; Πως ανέχεσαι, εν ολίγοις, την αγένεια και την αναισθησία του καπνιστή, ο οποίος, εντάξει, αυτός καταστρέφεται, τι να κάνουμε τώρα, ο καθένας κάνει ό, τι θέλει, αλλά εσένα σε ενοχλεί μέχρι ανθρωποκτονίας και σου μαυρίζει και τα δικά σου τα πνευμόνια;
Όταν πρωτοξεκίνησε το θέμα με την απαγόρευση του καπνίσματος, ήμουν ενάντια, διότι έλεγα, η αφελεστάτη, ότι η προσπάθεια να μην ενοχλείς το διπλανό σου με τη συνήθειά σου ή η προσπάθεια να είσαι υγιής πρέπει να είναι αποτέλεσμα παιδείας και όχι εξαναγκασμού ή νόμου. Τρίχες. Ο κόσμος έχει φτιαχτεί για τους καπνιστές, τους δεξιόχειρες και τα αυτοκίνητα. Οι υπόλοιποι στον Καιάδα, να φύγετε, να πάτε αλλού. Ελαχιστότατοι καπνιστές, ακόμα και φίλοι μου, καλά δεν το συζητάω για τους αγνώστους, προσπαθούν στ’ αλήθεια να μη με ενοχλούν με τον καπνό τους. Καμία παιδεία και κανένας σεβασμός. Εγώ καπνίζω όπου και όποτε γουστάρω, διότι είμαστε ελεύθερη χώρα και είμαι ελεύθερος άνθρωπος και δεν θα με περιορίσεις εσύ κι ούτε θα μου πεις τι και αν θα το κάνω. Σύμφωνοι.
Πόσο ελεύθερος, όμως, είμαι εγώ, φίλε μου καπνιστή, ο μη καπνιστής; Το ξέρετε, φαντάζομαι, ότι υπάρχουν άνθρωποι που αποφεύγουν καφετέριες και μπαρ που τους αρέσουν επειδή έχει πολύ καπνό. Αυτό είναι ελευθερία, άραγε; Ή μήπως είναι ελευθερία να μη μπορείς να προστατευτείς από τη μαυρίλα στα μέσα σου; Διότι και ο παθητικός καπνιστής, αποδεδειγμένα, μπορεί κάποτε να υποφέρει από τις αρρώστιες του καπνιστή: βήχα, δύσπνοια, πισσαρισμένα πνευμόνια.
Εξανίστανται, λοιπόν, όλοι για τον καινούργιο νόμο και ωρύονται για την παραβίαση των δικαιωμάτων (υπερβολικό) και απειλούν ότι αυτοί θα καπνίζουν όπως και πριν και σιγά να μην πληρώσουν κανένα πρόστιμο. Το θέμα, όμως, δεν είναι τα πρόστιμα (αν και 500 ευρώ δεν είναι αμελητέο θέμα, έτσι;). Το θέμα είναι ότι εκλείπει από το μέσο άνθρωπο η στοιχειώδης ευγένεια και ο στοιχειώδης σεβασμός για τον διπλανό, που διόλου δεν είναι ζήτημα μόρφωσης ή κοινωνικής τάξης ή εκπαίδευσης, είναι ζήτημα ανθρωπιάς. Κι όταν εκλείπουν τα στοιχειώδη και αναγκαζόμαστε να φτιάχνουμε νόμους για να τα φέρουμε πίσω υποχρεωτικά, τότε αυτό ακριβώς είναι το ανησυχητικό και το ολοκληρωτικό και το φασιστικό. Οπότε, μάλλον στο χέρι μας είναι να τα αποφύγουμε αυτά όλα, αρκεί να σκεφτόμαστε λίγο και τον άλλον, ε;
Και γράφω συνήθιζα, διότι σιγά σιγά αλλάζω γνώμη επί του συγκεκριμένου δικαιώματος.
Με αφορμή την καθολική, λέει, και δίχως παραθυράκια, λέει, απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους (που φαντάζομαι έχετε υπόψη σας, από 1 Σεπτεμβρίου) και μετά από την παρακολούθηση εκατοντάδων παθιασμένων συζητήσεων μεταξύ καπνιστών και μη, σκληροπυρηνικών και μετριοπαθών, κάθησα κι εγώ και σκέφτηκα ποια είναι στ’ αλήθεια η άποψή μου για το συγκεκριμένο ζήτημα. Όχι ότι σας ενδιαφέρει και πάρα πολύ, αλλά αυτό είναι το καλό με το blog: γράφεις ό, τι θέλεις, τον πόνο σου, τις απόψεις σου, ποιήματα, ανέκδοτα και άμα σε διαβάσει κανείς, καλώς, αλλιώς, τουλάχιστον τα είπες και ξέσπασες.
Ας είμαι ειλικρινής: πολύ μου άρεσε, ρε παιδιά, αυτή η απαγόρευση. Ναι, ξέρω, τραγικό να το λέω, ότι μου αρέσει μια απαγόρευση ( απαγορεύεται το απαγορεύεται, αυτό δεν θυμάμαι ή μπορεί και να μην ξέρω ποιος το έχει πει), οι απαγορεύσεις είναι κακό πράγμα, φασιστικό, ολοκληρωτικό κι όλα αυτά τα δαιμονισμένα, αλλά δείτε πως έχει το θέμα: εγώ δεν καπνίζω, ωραία; Παρόλαυτα, πολλοί από τους φίλους μου καπνίζουν. Επίσης, οι γονείς μου κάπνιζαν αρειμανίως σε όλα μου τα παιδικά χρόνια (όταν με έστελνε η μαμά μου να της πάρω τσιγάρα, εγώ της τα έπαιρνα μεν αλλά μετά τα έριχνα στην τουαλέτα και τραβούσα το καζανάκι, απαίσιο;). Επίσης, κάπνιζε η παλιά μου συγκάτοικος: μύριζαν οι πυτζάμες μου (σιχαμένο), μύριζε το σπίτι, κιτρίνιζαν οι κουρτίνες, μύριζε μέχρι και η γάτα, ρε παιδιά, στο θεό σας.
Ως εκ τούτου, εγώ μονίμως μύριζα, μυρίζω και θα μυρίζω, μου φαίνεται, μέχρι να πεθάνω, τσιγαρίλα, μολονότι δεν καπνίζω ούτε κάπνισα ποτέ στη ζωή μου ολόκληρη. Ανήκω, δηλαδή, σε μια μειοψηφία παραμελημένη και αγνοημένη, όπως γίνεται, άλλωστε, συνήθως με τις μειοψηφίες.
Επίσης, αφάνταστα με εκνευρίζει που όταν βγαίνω έξω να πιω ένα ποτό ή έναν καφέ (ναι, ακόμα και οι μη καπνιστές πίνουν καφέδες και ποτά, φοβερό;), πάλι μυρίζω, όχι απλώς μυρίζω, ποτίζουν τα πάντα, τσιγαρίλα. Από τα μαλλιά, φρεσκολουσμένα ενίοτε, μέχρι τα εσώρουχα, φρεσκοπλυμένα πάντα. Δεν έχω χειρότερο. Ας πούμε, όμως, ότι ανέχεσαι τη μυρωδιά κι ότι βγαίνεις μονίμως άλουστη, ώστε να λουστείς μία και καλή την άλλη μέρα (εντάξει, τα εσώρουχα τα ξαναπλένεις, μην αρχίσετε αμέσως τις αηδίες). Το μαυρισμένο πνεύμονα πως τον ανέχεσαι; Το να τρως με τον καπνό μέσα στη μούρη σου πως το ανέχεσαι; Πως ανέχεσαι, εν ολίγοις, την αγένεια και την αναισθησία του καπνιστή, ο οποίος, εντάξει, αυτός καταστρέφεται, τι να κάνουμε τώρα, ο καθένας κάνει ό, τι θέλει, αλλά εσένα σε ενοχλεί μέχρι ανθρωποκτονίας και σου μαυρίζει και τα δικά σου τα πνευμόνια;
Όταν πρωτοξεκίνησε το θέμα με την απαγόρευση του καπνίσματος, ήμουν ενάντια, διότι έλεγα, η αφελεστάτη, ότι η προσπάθεια να μην ενοχλείς το διπλανό σου με τη συνήθειά σου ή η προσπάθεια να είσαι υγιής πρέπει να είναι αποτέλεσμα παιδείας και όχι εξαναγκασμού ή νόμου. Τρίχες. Ο κόσμος έχει φτιαχτεί για τους καπνιστές, τους δεξιόχειρες και τα αυτοκίνητα. Οι υπόλοιποι στον Καιάδα, να φύγετε, να πάτε αλλού. Ελαχιστότατοι καπνιστές, ακόμα και φίλοι μου, καλά δεν το συζητάω για τους αγνώστους, προσπαθούν στ’ αλήθεια να μη με ενοχλούν με τον καπνό τους. Καμία παιδεία και κανένας σεβασμός. Εγώ καπνίζω όπου και όποτε γουστάρω, διότι είμαστε ελεύθερη χώρα και είμαι ελεύθερος άνθρωπος και δεν θα με περιορίσεις εσύ κι ούτε θα μου πεις τι και αν θα το κάνω. Σύμφωνοι.
Πόσο ελεύθερος, όμως, είμαι εγώ, φίλε μου καπνιστή, ο μη καπνιστής; Το ξέρετε, φαντάζομαι, ότι υπάρχουν άνθρωποι που αποφεύγουν καφετέριες και μπαρ που τους αρέσουν επειδή έχει πολύ καπνό. Αυτό είναι ελευθερία, άραγε; Ή μήπως είναι ελευθερία να μη μπορείς να προστατευτείς από τη μαυρίλα στα μέσα σου; Διότι και ο παθητικός καπνιστής, αποδεδειγμένα, μπορεί κάποτε να υποφέρει από τις αρρώστιες του καπνιστή: βήχα, δύσπνοια, πισσαρισμένα πνευμόνια.
Εξανίστανται, λοιπόν, όλοι για τον καινούργιο νόμο και ωρύονται για την παραβίαση των δικαιωμάτων (υπερβολικό) και απειλούν ότι αυτοί θα καπνίζουν όπως και πριν και σιγά να μην πληρώσουν κανένα πρόστιμο. Το θέμα, όμως, δεν είναι τα πρόστιμα (αν και 500 ευρώ δεν είναι αμελητέο θέμα, έτσι;). Το θέμα είναι ότι εκλείπει από το μέσο άνθρωπο η στοιχειώδης ευγένεια και ο στοιχειώδης σεβασμός για τον διπλανό, που διόλου δεν είναι ζήτημα μόρφωσης ή κοινωνικής τάξης ή εκπαίδευσης, είναι ζήτημα ανθρωπιάς. Κι όταν εκλείπουν τα στοιχειώδη και αναγκαζόμαστε να φτιάχνουμε νόμους για να τα φέρουμε πίσω υποχρεωτικά, τότε αυτό ακριβώς είναι το ανησυχητικό και το ολοκληρωτικό και το φασιστικό. Οπότε, μάλλον στο χέρι μας είναι να τα αποφύγουμε αυτά όλα, αρκεί να σκεφτόμαστε λίγο και τον άλλον, ε;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)