Σε περίπτωση που δεν το έχετε ήδη καταλάβει, προέρχομαι από πολυμελή οικογένεια: έχω, δόξα τω θεώ, 2 γονείς και 2 μεγαλύτερες αδερφές. Ως εκ τούτου, ζούσα πάντα με κάποιον στο σπίτι. Αλλά και μετά, που μεγάλωσα κι έφυγα απ’ το σπίτι (όπως είναι το κανονικό και φυσιολογικό κι όχι ως τα 42 σου να μένεις στους γονείς σου, με αποτέλεσμα να μην ξέρεις κατά που πέφτει η ΔΕΗ, διότι την επλήρωνε πάντα η μαμά), πάλι έμενα με άλλους στο σπίτι, συγκεκριμένα με τις βλαμμένες αδερφές μου, καλά, μιλάμε για πολύ γέλιο, θα σας το περιγράψω κάποια στιγμή. Έπειτα, όταν μεγάλωσαν και οι αδερφές μου και δε χρειαζόταν πια να τις προσέχω και πήγαν (ευχαριστώ, θεέ μου) σε δικά τους σπίτια, επιτέλους έμεινα λίγο μόνη μου. Πολύ λίγο, όμως, διότι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες και μαζί τους ο Γιάννης, ο οποίος μολονότι είχε δικό του σπίτι, κατσικώθηκε στο δικό μου – λογικό: ήταν πιο καθαρό κι είχε πάντα φαγητό στο ψυγείο. Όταν πια και ο Γιάννης πήγε φαντάρος και πήρε όλα τα πράγματά του από το σπίτι μου και τον υπολογιστή από το τραπέζι (όπου εγώ έκλαιγα για 3 μέρες, επειδή έφυγε ο υπολογιστής και μαζί του ο Γιάννης και μετά έβαζα πάνω στα τραπέζι άπειρα πράγματα για να μη το βλέπω άδειο, ενώ ως τότε γκρίνιαζα γιατί δεν είχε χώρο στο τραπέζι, μη τα ρωτάτε, μια τραγωδία), εμένα δε μου έφταναν τα λεφτά, οπότε μετακόμισα στο ίδιο σπίτι με μια φίλη μου, που έγινε έτσι συγκάτοικός μου. Στη συνέχεια, πήγαμε μεν η καθεμία στο δικό της σπίτι, αλλά τι να κάνεις που είχε γυρίσει ο Γιάννης από φαντάρος, οπότε επανακατσικώθηκε, εκτός του ότι δεν είχε πια δικό του σπίτι. Τέλος, εγώ έφυγα για την άκρη του πολιτισμένου (εντάξει;) κόσμου, όπου με έριξε η μοίρα σε ένα σπίτι που είχε ήδη μία κάτοικο, της οποίας έγινα συγκάτοικος. Μπερδεμένο; Που να δείτε στην πράξη.
Εν πάση περιπτώσει, το θέμα είναι ότι εγώ μονίμως είχα έναν έως δύο συγκατοίκους. Ως εκ τούτου, μπορώ να εκφέρω τεκμηριωμένη και εμπεριστατωμένη γνώμη για το πώς είναι να συγκατοικείς με κάποιον: είναι τουλάχιστον εκπαιδευτικό, αναμφίβολα συναρπαστικό και σίγουρα όχι τόσο δύσκολο όσο πιστεύετε. Οι φίλοι μου απορούν πως μπορώ και μένω με κάποιον άλλον, αυτοί, λένε, δε θα μπορούσαν ποτέ. Εγώ απαντώ ότι, πρώτον, ανάγκα και οι θεοί πείθονται, άμα το ενοίκιο έχει πάρει τη μορφή Ορκ και σε κυνηγάει στον ύπνο σου, μια χαρά μπορείς, και δεύτερον, εμένα διόλου δε μου αρέσει να μένω μόνη μου, αγριεύομαι.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι η πρώτη μου εμπειρία από τη συγκατοίκηση ίσως θα έπρεπε να με αποθαρρύνει από το να την ξαναδοκιμάσω, αλλά, όχι, εγώ εκεί, επέμενα (και τελικά δικαιώθηκα!). Εντάξει, οι αδερφές δεν πιάνονται για συγκάτοικοι, διότι όπως και να το κάνεις, είναι αδερφές και τις αγαπάς με όλα τα στραβά που έχουν (η μία, σας έχω πει που θέλει 3 διαφορετικές σφουγγαρίστρες κι η άλλη είναι το αντίθετο: δεν θέλει καμία, υποκρίνεται ότι δεν ξέρει τι είναι η σφουγγαρίστρα), αν και όταν δε μένεις μαζί τους είναι πιο εύκολο να τις αγαπάς. Η πρώτη μου συγκάτοικος, όμως, πιάνεται και παραπιάνεται: αυτή νομίζω ότι θεωρούσε τη σφουγγαρίστρα έργο του Σατανά, όχι απλώς δεν την έπιανε, την απέφευγε συστηματικά, ίσως είχε φοβηθεί ότι θα ζωντανέψει, ήταν και τα μαλλιά μου, βλέπετε, στη μέση, που λίγο μοιάζουν με σφουγγαρίστρα, οπότε είχε πάθει μια σύγχυση. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, πως αν δεν ήμουν εγώ, το σπίτι μας θα χρειαζόταν αυτές τις κυριούλες από το Σκάι, τις έχετε δει; Που πάνε και καθαρίζουν κάτι σπίτια-κοτέτσια με κάτι φτερωτά γάντια; Ε, αυτές, και μάλιστα θα ήταν επετειακό το επεισόδιο με το δικό μας σπίτι. Ευτυχώς, το αποφύγαμε.
Το καλό (και το κακό ταυτόχρονα) με τη συγκατοίκηση είναι ότι μοιράζεσαι τα πάντα: τους λογαριασμούς, τις δουλειές του σπιτιού, το απορρυπαντικό για το πλυντήριο (πληγή, έτσι;), τους καβγάδες με τη μαμά σου, τον καναπέ, τους προβληματισμούς σου, απίστευτο γέλιο. Είναι ωραία να μπαίνεις στο σπίτι και να έχεις κάποιον να του γκρινιάξεις για τη βροχή που σε έπιασε ή, όταν έχεις ωραία νέα (λέμε τώρα), να ορμήσεις στο δωμάτιό το και να αρχίσεις να τα ουρλιάζεις. Επίσης, τη νύχτα νιώθεις μια ασφάλεια: ότι, ας πούμε, αν τα καταφέρει και μπει ο κλέφτης, (διότι σας έχω αναλύσει το καλοριφέρ πίσω από την πόρτα, έτσι;) θα έχει δύο να αντιμετωπίσει, εκ των οποίων η μία πρώην πυγμάχος. Αν και αυτή η ιστορία με την ασφάλεια έχει αρχίσει και μου δίνει στα νεύρα, από όταν βρήκα ένα βιβλίο με οδηγίες για την παροχή πρώτων βοηθειών διακριτικά αφημένο στο τραπεζάκι του σαλονιού- η συγκάτοικός μου είναι πεπεισμένη ότι θα πεθάνει στον ύπνο της ή θα πάθει αλλεργικό σοκ ή εγκεφαλικό ή ανεύρυσμα ή όλα μαζί κι εγώ πρέπει να είμαι η Μέρεντιθ Γκρέυ για να τα αντιμετωπίσω αυτά όλα.
Γενικά, όταν μένεις με κάποιον άλλον, ο οποίος δεν είναι το αγόρι σου ή ο άντρας σου, διότι εκεί ανακύπτουν άλλα ζητήματα, τα οποία θα αναλύσουμε σε άλλο άρθρο, ωριμάζεις, μαθαίνεις τον κόσμο και τον εαυτό σου (μαθαίνεις και τον άλλον, ίσως καλύτερα απ’ ότι θα ήθελες!), αποκτάς υπομονή, κατανόηση και χιούμορ, αποκτάς καινούργιους φίλους, αυτούς του συγκατοίκου, ίσως, αν είσαι τυχερή, να αποκτήσεις και αγόρι, άμα έχει κάναν αδερφό ή φίλο η συγκάτοικος. Το βασικότερο, όμως, που αποκτάς είναι ο σεβασμός. Σκέφτεσαι τον άλλον άνθρωπο και δεν θεωρείς ότι ο κόσμος φτιάχτηκε με αποκλειστικό σκοπό την ευχαρίστησή σου.
Η ιδιωτικότητα είναι πολύ σημαντικό πράγμα (κι εγώ, όταν λείπει η Ρενάτα, πίνω γάλα από το μπουκάλι, κάνω μπάνιο με ανοιχτή την πόρτα και άλλα τέτοια αηδιαστικά), αλλά είναι και λίγο βαρετή η ιδιωτικότητα, ρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε! Άσε που, όταν μένεις συνέχεια μόνος σου και κάνεις όλα αυτά τα αηδιαστικά μονίμως, σου μένουν κουσούρια κι άντε μετά να τα ξεφορτωθείς και να μάθεις επιτέλους να χρησιμοποιείς ποτήρια, ενώ όταν μένεις με άλλον, ε, λίγο συγκρατείσαι.
Για όλα αυτά, λοιπόν, και για πολλά περισσότερα, που αν τα γράψω θα εκτεθούμε και η Κέρκυρα είναι και μικρή, σε ξέρουν όλοι, εγώ χαίρομαι πολύ που δε μένω μόνη μου και χαίρομαι που με ανέχεται η συγκάτοικός μου και χαίρομαι που έχω μάθει να συμβιώνω με διάφορους τύπους ανθρώπων, διότι, ας μην το ξεχνάμε, όλα πρέπει να τα δοκιμάζει κανείς στη ζωή.
Σάββατο 28 Αυγούστου 2010
Σάββατο 21 Αυγούστου 2010
Ο νόμος της ζούγκλας
Η αδερφή μου λέει ότι το blog μου είναι το πιο γκρινιάρικο στη blogόσφαιρα. Τώρα, γιατί έχει βγει αυτή η φήμη, ότι εγώ είμαι γκρινιάρα, δεν το καταλαβαίνω, τελείως αβάσιμη είναι, καθώς εγώ είμαι ο πιο βολικός άνθρωπος του κόσμου, σαν τη μαρμελάδα, όπου με βάλεις κάθομαι.
Εντάξει, υπάρχουν μερικά πράγματα που με ενοχλούν, αλλά πάω στοίχημα ότι δεν ενοχλούν μόνο εμένα, ε; Επίσης, όταν τα λες αυτά που σε ενοχλούν μετά το διασκεδάζεις και δεν σε ενοχλούν πια. Γι’ αυτό κι εγώ θα τα πω και δεν θα ξαναγκρινιάξω. Και μετά δεν θα έχει blog, χεχε.
Για παράδειγμα, μου τη σπάνε διάφορα την ώρα του φαγητού και θα σας πω τώρα τον πόνο μου: ως Οδηγός (και όχι πρόσκοπος, το τονίζω) έχω περάσει περί τις 12-15 κατασκηνώσεις, όπου, όπως φαντάζεστε, τρώγαμε όλοι μαζί, όσοι και να ήμαστε στην κατασκήνωση. Επίσης, στη σχολή που είμαι τώρα, πάμε διάφορες εκπαιδευτικές και όχι μόνο εκδρομές, όπου πάλι τρώμε όλοι μαζί. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το κοινό φαγητό είναι εμπειρία ζωής, είναι λίγο σαν να ζεις στη ζούγκλα: πρέπει να προσπαθήσεις για να φας.
Καταρχήν, δεν υπάρχει πιο σπαστικό πράγμα από το να σου κλέβουν τη ντομάτα που είχες ματιάσει. Την πιο ζουμερή, την πιο κόκκινη, με την περισσότερη ρίγανη, τη βουτηγμένη στο λάδι κι επειδή εσύ είσαι ευγενικός και δεν απλώνεις σαν τον Τιραμόλα πάνω από όλα τα πιάτα, παρά περιμένεις τη σειρά σου, τσουπ, έρχεται το πιρούνι από πουθενά και σου αρπάζει τη ντομάτα σου. Άσε κάτω τη ντομάτα.
Επίσης, το ψωμί. Γιατί, αγάπη μου, να μου πάρεις το δικό μου, δαγκωμένο και φυλαγμένο ως κόρη οφθαλμού, ψωμάκι; Δεν έχει ένα καρβέλι μέσα το καλάθι; Η γνωστή δικαιολογία: δεν ήθελα, μωρέ, ολόκληρη φέτα. Ωραία, μη φας ολόκληρη φέτα, φάε μισή, αλλά όχι τη δική μου. It was MY φέτα.
Και τέλος, η χαρτοπετσέτα. Σε όλα τα τραπέζια, σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι διεθνής η συνήθεια αυτή: κάτω από το πιάτο υπάρχει χαρτοπετσέτα. Γιατί εσύ πρέπει να πάρεις τη δική μου; Γιατί; Δεν έχω βρει απάντηση, ρε παιδιά. Βαριούνται να κοιτάξουν κάτω από το πιάτο; Την έχουν ήδη χρησιμοποιήσει και δε φτάνουν να πάρουν άλλη από τη χαρτοπετσετοθήκη (η αγαπημένη μου λέξη!); Άλλο ένα από τα μυστήρια του κόσμου τούτου.
Επίσης, θυμάμαι, πάλι στο ζήτημα του φαγητού, όταν ήμουν παιδί και τρώγαμε όλο το σόι μαζί (ανεστραμμένη αττική σύνταξη: το σόι τρώγαμε), μονίμως έπρεπε να παρατήσω το φαγητό μου στη μέση (ιερή ώρα, μόνο η Βίβιαν με καταλαβαίνει σ’ αυτό) και να σηκωθώ να φέρω μπύρες. Αγέννητο παιδί μου, όταν και αν κάποτε έρθεις στον κόσμο, σου υπόσχομαι εδώ, καθότι scripta manent, ότι ποτέ δεν θα σε στείλω να φέρεις μπύρες ενώ τρως. Θα έχω ψυγειάκι δίπλα ή θα σηκώνομαι εγώ ή θα φέρνω αρκετές από την αρχή. Πόσο πια να ζεσταθεί μια μπύρα στα 3 λεπτά που κάνει να αδειάσει το προηγούμενο μπουκάλι; Αφήστε που όταν τελείωνε το φαγητό κι έφερνα (εγώ βέβαια) το καρπούζι στο τραπέζι, μέχρι να αφήσω την πιατέλα και να καθήσω στη θέση μου, είχανε, τα αρπακτικά όρνια –αδέρφια, ξαδέρφια, κλπ-, καρφώσει ανελέητα τα καλύτερα κομμάτια και μένα μου μένανε κάτι άθλια, όλο κουκούτσια.
Τώρα, θα μου πείτε, εσύ, από τα παιδικά σου χρόνια στη ζούγκλα του κοινού φαγητού, δεν εκπαιδεύτηκες αρκούντως; Όχι, καταπώς φαίνεται, διότι ακόμα μου κλέβουν ντομάτες, χαρτοπετσέτες, κλπ. Βέβαια, αυτό τώρα πια συμβαίνει κυρίως επειδή εγώ μιλάω την ώρα που πρέπει να έχω το νου μου στο τραπέζι (γενικώς, μιλάω συνέχεια) και πριν το καταλάβω, η πιατέλα με τη σαλάτα έχει μείνει κρανίου τόπος και η Ελένη έχει φάει όλο το ψωμί. Δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει. Ίσως επιστρέψω στις παιδικές μου συνήθειες, οπότε έκρυβα τα πορτοκάλια κάτω από το κρεβάτι μου για να μη μου τα κλέβει η αδερφή μου Άννα, αφού όμως, το σημειώνω, τα είχα μοιράσει ακριβοδίκαια. Ε, ναι, λοιπόν, αυτό θα κάνω. Στην επόμενη εκδρομή της σχολής, θα κρύβω τις ντομάτες μου κάτω από το κρεβάτι μου. Τυλιγμένες στη χαρτοπετσέτα μου.
Εντάξει, υπάρχουν μερικά πράγματα που με ενοχλούν, αλλά πάω στοίχημα ότι δεν ενοχλούν μόνο εμένα, ε; Επίσης, όταν τα λες αυτά που σε ενοχλούν μετά το διασκεδάζεις και δεν σε ενοχλούν πια. Γι’ αυτό κι εγώ θα τα πω και δεν θα ξαναγκρινιάξω. Και μετά δεν θα έχει blog, χεχε.
Για παράδειγμα, μου τη σπάνε διάφορα την ώρα του φαγητού και θα σας πω τώρα τον πόνο μου: ως Οδηγός (και όχι πρόσκοπος, το τονίζω) έχω περάσει περί τις 12-15 κατασκηνώσεις, όπου, όπως φαντάζεστε, τρώγαμε όλοι μαζί, όσοι και να ήμαστε στην κατασκήνωση. Επίσης, στη σχολή που είμαι τώρα, πάμε διάφορες εκπαιδευτικές και όχι μόνο εκδρομές, όπου πάλι τρώμε όλοι μαζί. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το κοινό φαγητό είναι εμπειρία ζωής, είναι λίγο σαν να ζεις στη ζούγκλα: πρέπει να προσπαθήσεις για να φας.
Καταρχήν, δεν υπάρχει πιο σπαστικό πράγμα από το να σου κλέβουν τη ντομάτα που είχες ματιάσει. Την πιο ζουμερή, την πιο κόκκινη, με την περισσότερη ρίγανη, τη βουτηγμένη στο λάδι κι επειδή εσύ είσαι ευγενικός και δεν απλώνεις σαν τον Τιραμόλα πάνω από όλα τα πιάτα, παρά περιμένεις τη σειρά σου, τσουπ, έρχεται το πιρούνι από πουθενά και σου αρπάζει τη ντομάτα σου. Άσε κάτω τη ντομάτα.
Επίσης, το ψωμί. Γιατί, αγάπη μου, να μου πάρεις το δικό μου, δαγκωμένο και φυλαγμένο ως κόρη οφθαλμού, ψωμάκι; Δεν έχει ένα καρβέλι μέσα το καλάθι; Η γνωστή δικαιολογία: δεν ήθελα, μωρέ, ολόκληρη φέτα. Ωραία, μη φας ολόκληρη φέτα, φάε μισή, αλλά όχι τη δική μου. It was MY φέτα.
Και τέλος, η χαρτοπετσέτα. Σε όλα τα τραπέζια, σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι διεθνής η συνήθεια αυτή: κάτω από το πιάτο υπάρχει χαρτοπετσέτα. Γιατί εσύ πρέπει να πάρεις τη δική μου; Γιατί; Δεν έχω βρει απάντηση, ρε παιδιά. Βαριούνται να κοιτάξουν κάτω από το πιάτο; Την έχουν ήδη χρησιμοποιήσει και δε φτάνουν να πάρουν άλλη από τη χαρτοπετσετοθήκη (η αγαπημένη μου λέξη!); Άλλο ένα από τα μυστήρια του κόσμου τούτου.
Επίσης, θυμάμαι, πάλι στο ζήτημα του φαγητού, όταν ήμουν παιδί και τρώγαμε όλο το σόι μαζί (ανεστραμμένη αττική σύνταξη: το σόι τρώγαμε), μονίμως έπρεπε να παρατήσω το φαγητό μου στη μέση (ιερή ώρα, μόνο η Βίβιαν με καταλαβαίνει σ’ αυτό) και να σηκωθώ να φέρω μπύρες. Αγέννητο παιδί μου, όταν και αν κάποτε έρθεις στον κόσμο, σου υπόσχομαι εδώ, καθότι scripta manent, ότι ποτέ δεν θα σε στείλω να φέρεις μπύρες ενώ τρως. Θα έχω ψυγειάκι δίπλα ή θα σηκώνομαι εγώ ή θα φέρνω αρκετές από την αρχή. Πόσο πια να ζεσταθεί μια μπύρα στα 3 λεπτά που κάνει να αδειάσει το προηγούμενο μπουκάλι; Αφήστε που όταν τελείωνε το φαγητό κι έφερνα (εγώ βέβαια) το καρπούζι στο τραπέζι, μέχρι να αφήσω την πιατέλα και να καθήσω στη θέση μου, είχανε, τα αρπακτικά όρνια –αδέρφια, ξαδέρφια, κλπ-, καρφώσει ανελέητα τα καλύτερα κομμάτια και μένα μου μένανε κάτι άθλια, όλο κουκούτσια.
Τώρα, θα μου πείτε, εσύ, από τα παιδικά σου χρόνια στη ζούγκλα του κοινού φαγητού, δεν εκπαιδεύτηκες αρκούντως; Όχι, καταπώς φαίνεται, διότι ακόμα μου κλέβουν ντομάτες, χαρτοπετσέτες, κλπ. Βέβαια, αυτό τώρα πια συμβαίνει κυρίως επειδή εγώ μιλάω την ώρα που πρέπει να έχω το νου μου στο τραπέζι (γενικώς, μιλάω συνέχεια) και πριν το καταλάβω, η πιατέλα με τη σαλάτα έχει μείνει κρανίου τόπος και η Ελένη έχει φάει όλο το ψωμί. Δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει. Ίσως επιστρέψω στις παιδικές μου συνήθειες, οπότε έκρυβα τα πορτοκάλια κάτω από το κρεβάτι μου για να μη μου τα κλέβει η αδερφή μου Άννα, αφού όμως, το σημειώνω, τα είχα μοιράσει ακριβοδίκαια. Ε, ναι, λοιπόν, αυτό θα κάνω. Στην επόμενη εκδρομή της σχολής, θα κρύβω τις ντομάτες μου κάτω από το κρεβάτι μου. Τυλιγμένες στη χαρτοπετσέτα μου.
Σάββατο 14 Αυγούστου 2010
Τύφλα να'χει ο Παπακαλιάτης!
Γράψε κάτι χαλαρό, μου είπε προχτές ο Θανάσης που τον ερώταγα τι να γράψω. Έχω κάτι χαλαρό, που το καλεί η εποχή και η ώρα, δεδομένου ότι το παλεύω και πολύ καιρό να το γράψω. Αλλά έτσι είναι, πρέπει να έρθει η ωρίμανση του χρόνου για να γίνουν μερικά πράγματα, το καλό κρασί, ας πούμε, ή τα καλά άρθρα (ο Θεός να τα κάνει άρθρα αυτά τα παραληρήματα που βγαίνουν από το μυαλό και το πληκτρολόγιό μου).
Σε γενικές γραμμές, βέβαια, είναι καλό να περιμένεις λίγο πριν πεις κάτι. Ο, τιδήποτε. Εάν δε, κρατηθείς και δεν το πεις καθόλου, τότε ακόμα καλύτερα – πρόκειται περί της αρχαιοτάτης και σοφοτάτης ρήσης «καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς». Διότι, μερικές φορές εκστομίζονται πράγματα που στην καλύτερη περίπτωση η ιστορία γίνεται θρύλος και τα θυμάσαι μετά με τους φίλους σου και ξεραίνεστε στα γέλια, ενώ στη χειρότερη η ιστορία γίνεται ήλος (καρφί στην καρδιά σου, δηλαδή) και δεν τα θυμάσαι καθόλου και τα απωθείς από τη μνήμη σου γιατί αλλιώς θα σου καταστρέψουν τη μέρα, μη σας πω και τη ζωή. Επειδή, όμως, τα κακά πρέπει να τα λες για να τα ξορκίζεις, ακόμα κι αν ανήκετε στη δεύτερη περίπτωση, πείτε τα εσείς στους φίλους σας κι όλο και κάποιος καραγκιόζης θα βρεθεί για να σας κάνει να γελάσετε κι έτσι θα το ξορκίσετε το κακό.
Εμένα, ας πούμε, ένας, μια φορά, εκεί που καθόμασταν και πίναμε ένα ρημαδοκαφέ, μου λέει στα καλά του καθουμένου: «Εγώ λέω να μείνω λίγο ακόμα. Εσύ τι θα κάνεις;». Ότι, ας πούμε, δεν πας σιγά σιγά στο καλό σου, να μας αδειάσεις και τη γωνιά; Βέβαια, ευτυχώς να λέω που δεν άκουσα το άλλο που είπανε στη Ρενάτα, ως απάντηση στην ερώτηση «πού χάθηκες, βρε ψυχή;», ότι «έχω βρει καινούργια κοπέλα και… καταλαβαίνεις». Η Ρενάτα μάλλον ήταν η παλιά κοπέλα και δεν το ήξερε. Έλα, Παναγία μου.
Γενικώς, ρε παιδιά, υπάρχει πρόβλημα κατανόησης. Και έχω αρχίσει να φοβάμαι ότι το έχουμε εμείς (τα κορίτσια) και όχι εσείς (τα αγόρια). Διότι, όπως είπε κι ένας τύπος στο κορίτσι του, «που ακούστηκε να τηλεφωνιόμαστε κάθε μέρα; Το έχεις ξαναδεί εσύ αυτό;». Ε, βέβαια. Κάθε μέρα; Τι, σχέση έχουμε; Σε λίγο θα μας πεις να κοιμόμαστε και μαζί. Καμιά φορά, είμαστε κι εμείς, όμως, παρανοϊκές.
Και πώς να μη γίνεις παρανοϊκή, όταν του γράφεις του αλλουνού ότι τον έχεις μέσα στην καρδιά σου κι ότι μόλις μπήκε ο νέος χρόνος σκέφτηκες πρώτα αυτόν κι αυτός σου απαντάει «με κολακεύεις», λες και του είπες «ωραίο κοστούμι»; Άστο, ρε παιδί μου, άμα δεν έχεις τι να πεις, μη λες τίποτε, καλύτερα, η σιωπή είναι χρυσός.
Αν και, καμιά φορά, καλά κάνουν και τα λένε, διότι εγώ προσωπικά γελάω πάρα πολύ. Προσέξτε τώρα, είναι βράδυ κι έχει καλέσει το κορίτσι στο σπίτι το αγόρι και γενικά υπάρχει, έτσι, μια ατμόσφαιρα, ένα κάτι, ώσπου, κάποια στιγμή, το αγόρι σηκώνεται και φεύγει ως κυνηγημένο. Σέκος το κορίτσι και την άλλη μέρα που, τι το’ θελε κι αυτή, ρώτησε το γιατί, κι η απάντηση; «Με πόνεσε η κοιλιά, γιατί έχω κι ευαίσθητο έντερο». Αυτολεξεί, σας λέω. Πάλι καλά που δεν της έδωσε και την καλλιέργεια κοπράνων διά του λόγου το αληθές. Εντάξει, σε όλους μπορεί να τύχει. Αλλά μην το λες, έτσι, χύμα, βρε παιδί, κι εσύ, και σε wanna be lover κιόλας! Άλλα το καλύτερο ήρθε την επόμενη μέρα, όπου ο νεαρός κύριος έστειλε ένα mail όπου περιέγραφε πως πέρασε την Κυριακή του, κάτι σαν τις εκθέσεις που γράφαμε στο δημοτικό, αλήθεια σας λέω, πήγε στο χωριό, έλεγε, και είδε τα μελίσσια και τις κότες που είχε η γιαγιά του στην αυλή και γι’ αυτό δεν μπόρεσε να πάει που τον είχε καλέσει η κοπέλα. Υπάρχουν αυτά τα ντοκουμέντα. Όπως φαντάζεστε, η κοπέλα μετά απ’ αυτό παραιτήθηκε.
Και μετά παραπονιούνται γιατί δεν έχουν κορίτσι. Οι μισοί. Διότι, οι άλλοι μισοί ανήκουν στην κατηγορία που ισχυρίζεται, όπως το έθεσε ένας γνωστός μου, πως «όποιος δεν έχει γκόμενα, είναι ευτυχισμένος». Δεσμευμένοι όλου του κόσμου πέστε να πεθάνετε ή, πιο εύκολο, χωρίστε! Μόνο έτσι θα βρείτε την ευτυχία. Άλλωστε, η σχέση είναι πολύ κουραστικό πράγμα, ρε παιδί μου, ευρέως παραδεδομένο: ένας άλλος είπε σε μια φίλη μου ότι θέλει να χωρίσουν γιατί τη σκέφτεται, λέει, κάθε μέρα. Ε, όσο να πεις, είναι μονότονο να σκέφτεσαι το ίδιο άτομο κάθε μέρα, θέλει ο άνθρωπος μια εναλλαγή στη σκέψη, να μη βαριέται, έτσι δεν είναι; Εγώ, να φανταστείτε, έψαξα και βρήκα γύρω στα 350 άτομα για να έχω να σκέφτομαι κάθε μέρα κι άλλον (2 βδομάδες το χρόνο είναι ειδικά αφιερωμένες) και πάλι βαριέμαι, 30 χρόνια τα ίδια και τα ίδια. Α, όχι, εγώ τον καταλαβαίνω αυτόν και κοροϊδεύετε εσείς όσο θέλετε.
Λοιπόν, όπως φαντάζεστε, υπάρχει ακόμα άπλετο υλικό ατάκας και μάλιστα χωρίς εμπεριστατωμένη έρευνα αγοράς, αλλά δεν θα βγούμε πέρα και θα βαρεθείτε κι εσείς να διαβάζετε. Αν έχετε κάτι να καταθέσετε στο συγκεκριμένο ζήτημα, είμαστε ανοιχτοί σε προτάσεις και θα υπάρξει και μέρος βου, υπόσχομαι!
Σε γενικές γραμμές, βέβαια, είναι καλό να περιμένεις λίγο πριν πεις κάτι. Ο, τιδήποτε. Εάν δε, κρατηθείς και δεν το πεις καθόλου, τότε ακόμα καλύτερα – πρόκειται περί της αρχαιοτάτης και σοφοτάτης ρήσης «καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς». Διότι, μερικές φορές εκστομίζονται πράγματα που στην καλύτερη περίπτωση η ιστορία γίνεται θρύλος και τα θυμάσαι μετά με τους φίλους σου και ξεραίνεστε στα γέλια, ενώ στη χειρότερη η ιστορία γίνεται ήλος (καρφί στην καρδιά σου, δηλαδή) και δεν τα θυμάσαι καθόλου και τα απωθείς από τη μνήμη σου γιατί αλλιώς θα σου καταστρέψουν τη μέρα, μη σας πω και τη ζωή. Επειδή, όμως, τα κακά πρέπει να τα λες για να τα ξορκίζεις, ακόμα κι αν ανήκετε στη δεύτερη περίπτωση, πείτε τα εσείς στους φίλους σας κι όλο και κάποιος καραγκιόζης θα βρεθεί για να σας κάνει να γελάσετε κι έτσι θα το ξορκίσετε το κακό.
Εμένα, ας πούμε, ένας, μια φορά, εκεί που καθόμασταν και πίναμε ένα ρημαδοκαφέ, μου λέει στα καλά του καθουμένου: «Εγώ λέω να μείνω λίγο ακόμα. Εσύ τι θα κάνεις;». Ότι, ας πούμε, δεν πας σιγά σιγά στο καλό σου, να μας αδειάσεις και τη γωνιά; Βέβαια, ευτυχώς να λέω που δεν άκουσα το άλλο που είπανε στη Ρενάτα, ως απάντηση στην ερώτηση «πού χάθηκες, βρε ψυχή;», ότι «έχω βρει καινούργια κοπέλα και… καταλαβαίνεις». Η Ρενάτα μάλλον ήταν η παλιά κοπέλα και δεν το ήξερε. Έλα, Παναγία μου.
Γενικώς, ρε παιδιά, υπάρχει πρόβλημα κατανόησης. Και έχω αρχίσει να φοβάμαι ότι το έχουμε εμείς (τα κορίτσια) και όχι εσείς (τα αγόρια). Διότι, όπως είπε κι ένας τύπος στο κορίτσι του, «που ακούστηκε να τηλεφωνιόμαστε κάθε μέρα; Το έχεις ξαναδεί εσύ αυτό;». Ε, βέβαια. Κάθε μέρα; Τι, σχέση έχουμε; Σε λίγο θα μας πεις να κοιμόμαστε και μαζί. Καμιά φορά, είμαστε κι εμείς, όμως, παρανοϊκές.
Και πώς να μη γίνεις παρανοϊκή, όταν του γράφεις του αλλουνού ότι τον έχεις μέσα στην καρδιά σου κι ότι μόλις μπήκε ο νέος χρόνος σκέφτηκες πρώτα αυτόν κι αυτός σου απαντάει «με κολακεύεις», λες και του είπες «ωραίο κοστούμι»; Άστο, ρε παιδί μου, άμα δεν έχεις τι να πεις, μη λες τίποτε, καλύτερα, η σιωπή είναι χρυσός.
Αν και, καμιά φορά, καλά κάνουν και τα λένε, διότι εγώ προσωπικά γελάω πάρα πολύ. Προσέξτε τώρα, είναι βράδυ κι έχει καλέσει το κορίτσι στο σπίτι το αγόρι και γενικά υπάρχει, έτσι, μια ατμόσφαιρα, ένα κάτι, ώσπου, κάποια στιγμή, το αγόρι σηκώνεται και φεύγει ως κυνηγημένο. Σέκος το κορίτσι και την άλλη μέρα που, τι το’ θελε κι αυτή, ρώτησε το γιατί, κι η απάντηση; «Με πόνεσε η κοιλιά, γιατί έχω κι ευαίσθητο έντερο». Αυτολεξεί, σας λέω. Πάλι καλά που δεν της έδωσε και την καλλιέργεια κοπράνων διά του λόγου το αληθές. Εντάξει, σε όλους μπορεί να τύχει. Αλλά μην το λες, έτσι, χύμα, βρε παιδί, κι εσύ, και σε wanna be lover κιόλας! Άλλα το καλύτερο ήρθε την επόμενη μέρα, όπου ο νεαρός κύριος έστειλε ένα mail όπου περιέγραφε πως πέρασε την Κυριακή του, κάτι σαν τις εκθέσεις που γράφαμε στο δημοτικό, αλήθεια σας λέω, πήγε στο χωριό, έλεγε, και είδε τα μελίσσια και τις κότες που είχε η γιαγιά του στην αυλή και γι’ αυτό δεν μπόρεσε να πάει που τον είχε καλέσει η κοπέλα. Υπάρχουν αυτά τα ντοκουμέντα. Όπως φαντάζεστε, η κοπέλα μετά απ’ αυτό παραιτήθηκε.
Και μετά παραπονιούνται γιατί δεν έχουν κορίτσι. Οι μισοί. Διότι, οι άλλοι μισοί ανήκουν στην κατηγορία που ισχυρίζεται, όπως το έθεσε ένας γνωστός μου, πως «όποιος δεν έχει γκόμενα, είναι ευτυχισμένος». Δεσμευμένοι όλου του κόσμου πέστε να πεθάνετε ή, πιο εύκολο, χωρίστε! Μόνο έτσι θα βρείτε την ευτυχία. Άλλωστε, η σχέση είναι πολύ κουραστικό πράγμα, ρε παιδί μου, ευρέως παραδεδομένο: ένας άλλος είπε σε μια φίλη μου ότι θέλει να χωρίσουν γιατί τη σκέφτεται, λέει, κάθε μέρα. Ε, όσο να πεις, είναι μονότονο να σκέφτεσαι το ίδιο άτομο κάθε μέρα, θέλει ο άνθρωπος μια εναλλαγή στη σκέψη, να μη βαριέται, έτσι δεν είναι; Εγώ, να φανταστείτε, έψαξα και βρήκα γύρω στα 350 άτομα για να έχω να σκέφτομαι κάθε μέρα κι άλλον (2 βδομάδες το χρόνο είναι ειδικά αφιερωμένες) και πάλι βαριέμαι, 30 χρόνια τα ίδια και τα ίδια. Α, όχι, εγώ τον καταλαβαίνω αυτόν και κοροϊδεύετε εσείς όσο θέλετε.
Λοιπόν, όπως φαντάζεστε, υπάρχει ακόμα άπλετο υλικό ατάκας και μάλιστα χωρίς εμπεριστατωμένη έρευνα αγοράς, αλλά δεν θα βγούμε πέρα και θα βαρεθείτε κι εσείς να διαβάζετε. Αν έχετε κάτι να καταθέσετε στο συγκεκριμένο ζήτημα, είμαστε ανοιχτοί σε προτάσεις και θα υπάρξει και μέρος βου, υπόσχομαι!
Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010
Πανηγύρι για κουφούς
Μα καλά, θα αναρωτηθείτε, και δικαίως, τι πανηγύρι είναι αυτό για κουφούς; Εκ των πραγμάτων, τα πανηγύρια είναι θορυβώδεις εκδηλώσεις, με όργανα, νταούλια, κλπ. Όχι. Το δικό μας ήταν για κουφούς. Θα σας πω την ιστορία απ’ την αρχή, όμως, για να μην μπερδεύεστε.
Είπαμε χτες με την Ελένη και τη Μαριλένα να πάμε σ’ ένα πανηγύρι που γινόταν σ’ ένα χωριό, εδώ στην Κέρκυρα, που λέγεται Άνω Γαρούνας. Όχι, δεν έγραψα γενική κατά λάθος, είναι ο Γαρούνας, αρσενικό, ενάντια σε όλους τους κανόνες της γραμματικής. Διότι, υπάρχει ένα ζήτημα με τα γένη των τοπωνυμιών στο νησί. Δεν είναι η Κασσιώπη, είναι το Κασσιώπη, δεν είναι η Γαρούνα, είναι ο Γαρούνας(Άνω και Κάτω). Τελοσπάντων, το αντιπαρέρχομαι κι αυτό και συνεχίζω. Ξεκινήσαμε, βέβαια, για το πανηγύρι η ώρα 10.40, διότι οι κοπέλες δεν έλεγαν να σηκωθούν από τις ξαπλώστρες του Αϊ- Γόρδη. Στο μεταξύ, εγώ είχα νυστάξει, εννοείται, και πεινάσει, διότι στο πανηγύρι θα πηγαίναμε κυρίως επειδή είχαμε ακούσει ότι θα έχει μπακαλιάρο με σκορδαλιά κι εγώ είχα κρατήσει την όρεξή μου. Με τα πολλά, ξεκινάμε κι η Μαριλένα περιχαρής μέσα στο αυτοκίνητο μας επιδείκνυε το φακό της που είχε πάρει, γιατί της είχανε πει, λέει, ότι θα χρειαστεί να αφήσουμε το αυτοκίνητο πριν το πανηγύρι και να περπατήσουμε λίγο στο σκοτάδι. Άλλωστε, ο σωστός ξεναγός, πάντα έχει φακό μαζί του. Μη με ρωτήσετε γιατί, δεν το έχω καταλάβει, και να γιατί δεν θα γίνω ποτέ σωστός ξεναγός-γι’ αυτό κι επειδή δεν είμαι θρήσκα και μόνο τον Άγιο Δημήτριο ξέρω να ξεναγώ, καμιά άλλη εκκλησιά.
Η Μαριλένα, λοιπόν, χαίρεται, η Ελένη ανησυχεί αφενός για το σκοτάδι κι αφετέρου για το ρεζίλι που θα την κάνουμε γιατί θα τρώμε πολύ (λες και θα μας ήξεραν όλοι πια στον Άνω Γαρούνα) κι εγώ, ως συνήθως, πεινώ. Αφού πήγαμε κάμποσο με το αυτοκίνητο στην ερημιά και καταλήξαμε ότι δεν κινδυνεύουμε ούτε από λύκους ούτε από αλεπούδες (αν και γι’ αυτές τις τελευταίες υπάρχει ακόμα αμφιβολία) και ρωτήσαμε σε μια αυλή, φτάσαμε, νομίσαμε, στο πανηγύρι. Κατεβαίνουμε από το αμάξι και εδώ χαιρετίζουμε την προνοητικότητα της Μαριλένας: πήραμε να ανηφορίζουμε κάτι θεοσκότεινα δρομάκια, όπου το μόνο που ακούγαμε- κι αυτό αν στήναμε αυτί – ήταν τα άστρα που λαμπύριζαν. Εξου και το πανηγύρι για κουφούς, που ήταν το επιχείρημα της Μαριλένας για να μας πείσει να συνεχίσουμε. Τώρα, το ότι εμείς πειστήκαμε δεν θέλω να αναλύσω τι δείχνει.
Ε, κάποια στιγμή φτάσαμε στο πανηγύρι, το οποίο ουδόλως ήταν αυτό που περιμέναμε. Καταρχήν, δεν είχε μπακαλιάρο ούτε σκορδαλιά. Επίσης, δεν είχε όργανα. Και, τέλος, δεν είχε πάγκους με ρόδες, ξέρετε, αυτά τα παιχνίδια που είναι μια πλαστική ρόδα κολλημένη σ’ ένα πλαστικό μπαστούνι και το παιδάκι τσουλάει τη ρόδα που κάνει αυτόν τον από εκνευριστικό έως αφορμή αυτοκτονίας θόρυβο. Η Μαριλένα πολύ στενοχωρήθηκε που δεν είχε ρόδες, εγώ στενοχωρήθηκα για το μπακαλιάρο, η Ελένη πάλι ήταν πολύ ευχαριστημένη που είχαμε φτάσει ως εκεί άθικτες. Ωστόσο, παρηγορηθήκαμε γρήγορα, καθώς ανακαλύψαμε ότι είχε μπύρες και σουβλάκια και αφήσαμε την Ελένη να καθαρίζει τις πλαστικές καρέκλες με το χαρτομάντιλο και πήγαμε να εφοδιαστούμε. Όπου όλοι, όπως φαντάζεστε, μας κοίταζαν, διότι τι δουλειά έχουν 3 κοπέλες με τα σορτσάκια τους και τις τσαντούλες τους στο πανηγύρι του Άνω Γαρούνα; Βέβαια, τα σορτσάκια βοήθησαν να πάρουμε πολύ γρήγορα τις μπύρες και τα σουβλάκια μας και μετά σταμάτησαν όλοι να αναρωτιούνται, καθώς επέσαμε με τα μούτρα στο φαγητό και κατάλαβαν ότι είμαστε δικές τους και σταμάτησαν να μας κοιτάζουν.
Μετά, άρχισε κι η μουσική-αταίριαστη λίγο για πανηγύρι, αλλά δεν πειράζει, είπαμε, στην Κέρκυρα έχουμε μάθει να είμαστε ευέλικτοι και ανοιχτοί στο διαφορετικό, κι ήταν όλα μια χαρά. Στη συνέχεια, και λίγο πριν το δεύτερο γύρο σουβλακίων, ήρθε κι ένα αγόρι δίπλα μας κι άρχισε να μας μιλάει, αλλά ήταν λίγο γυαλιστερό (που βρέθηκε στη μέση του πουθενά δεν ξέρω, αλλά ήταν αδιαμφισβήτητα γυαλιστερό) και δεν του δώσαμε πολλή σημασία.
Εν τέλει, αφού φάγαμε, ήπιαμε, τραγουδήσαμε, χαιρετίσαμε όλο το χωριό και τον παπά φυσικά, φαντάζομαι ότι κάπου ήταν κι ο δάσκαλος, αλλά δεν μπορέσαμε να τον αναγνωρίσουμε, κάναμε δηλαδή ό,τι κάνει ο κόσμος στα πανηγύρια, πήραμε τον μακρύ δρόμο του γυρισμού. Μέχρι να επιστρέψουμε στο αυτοκίνητο, όπου εν τω μεταξύ ο δρόμος μυστηριωδώς είχε φωτιστεί άπλετα, οι κοπέλες, και θα το καταγγείλω εδώ, μάδησαν μια ξένη ροδιά και πήρανε κάτι ρόδια και κάτι κλαδιά για το σαλόνι. Μετά απ’ αυτό, επιστρέψαμε τραγουδώντας μερικοί και γκρινιάζοντας κάποιοι άλλοι στην πόλη και αποφασίσαμε να ξαναπάμε του χρόνου στο πανηγύρι. Να πάτε κι εσείς, αρκεί να μην ξεχάσετε το φακό σας.
Είπαμε χτες με την Ελένη και τη Μαριλένα να πάμε σ’ ένα πανηγύρι που γινόταν σ’ ένα χωριό, εδώ στην Κέρκυρα, που λέγεται Άνω Γαρούνας. Όχι, δεν έγραψα γενική κατά λάθος, είναι ο Γαρούνας, αρσενικό, ενάντια σε όλους τους κανόνες της γραμματικής. Διότι, υπάρχει ένα ζήτημα με τα γένη των τοπωνυμιών στο νησί. Δεν είναι η Κασσιώπη, είναι το Κασσιώπη, δεν είναι η Γαρούνα, είναι ο Γαρούνας(Άνω και Κάτω). Τελοσπάντων, το αντιπαρέρχομαι κι αυτό και συνεχίζω. Ξεκινήσαμε, βέβαια, για το πανηγύρι η ώρα 10.40, διότι οι κοπέλες δεν έλεγαν να σηκωθούν από τις ξαπλώστρες του Αϊ- Γόρδη. Στο μεταξύ, εγώ είχα νυστάξει, εννοείται, και πεινάσει, διότι στο πανηγύρι θα πηγαίναμε κυρίως επειδή είχαμε ακούσει ότι θα έχει μπακαλιάρο με σκορδαλιά κι εγώ είχα κρατήσει την όρεξή μου. Με τα πολλά, ξεκινάμε κι η Μαριλένα περιχαρής μέσα στο αυτοκίνητο μας επιδείκνυε το φακό της που είχε πάρει, γιατί της είχανε πει, λέει, ότι θα χρειαστεί να αφήσουμε το αυτοκίνητο πριν το πανηγύρι και να περπατήσουμε λίγο στο σκοτάδι. Άλλωστε, ο σωστός ξεναγός, πάντα έχει φακό μαζί του. Μη με ρωτήσετε γιατί, δεν το έχω καταλάβει, και να γιατί δεν θα γίνω ποτέ σωστός ξεναγός-γι’ αυτό κι επειδή δεν είμαι θρήσκα και μόνο τον Άγιο Δημήτριο ξέρω να ξεναγώ, καμιά άλλη εκκλησιά.
Η Μαριλένα, λοιπόν, χαίρεται, η Ελένη ανησυχεί αφενός για το σκοτάδι κι αφετέρου για το ρεζίλι που θα την κάνουμε γιατί θα τρώμε πολύ (λες και θα μας ήξεραν όλοι πια στον Άνω Γαρούνα) κι εγώ, ως συνήθως, πεινώ. Αφού πήγαμε κάμποσο με το αυτοκίνητο στην ερημιά και καταλήξαμε ότι δεν κινδυνεύουμε ούτε από λύκους ούτε από αλεπούδες (αν και γι’ αυτές τις τελευταίες υπάρχει ακόμα αμφιβολία) και ρωτήσαμε σε μια αυλή, φτάσαμε, νομίσαμε, στο πανηγύρι. Κατεβαίνουμε από το αμάξι και εδώ χαιρετίζουμε την προνοητικότητα της Μαριλένας: πήραμε να ανηφορίζουμε κάτι θεοσκότεινα δρομάκια, όπου το μόνο που ακούγαμε- κι αυτό αν στήναμε αυτί – ήταν τα άστρα που λαμπύριζαν. Εξου και το πανηγύρι για κουφούς, που ήταν το επιχείρημα της Μαριλένας για να μας πείσει να συνεχίσουμε. Τώρα, το ότι εμείς πειστήκαμε δεν θέλω να αναλύσω τι δείχνει.
Ε, κάποια στιγμή φτάσαμε στο πανηγύρι, το οποίο ουδόλως ήταν αυτό που περιμέναμε. Καταρχήν, δεν είχε μπακαλιάρο ούτε σκορδαλιά. Επίσης, δεν είχε όργανα. Και, τέλος, δεν είχε πάγκους με ρόδες, ξέρετε, αυτά τα παιχνίδια που είναι μια πλαστική ρόδα κολλημένη σ’ ένα πλαστικό μπαστούνι και το παιδάκι τσουλάει τη ρόδα που κάνει αυτόν τον από εκνευριστικό έως αφορμή αυτοκτονίας θόρυβο. Η Μαριλένα πολύ στενοχωρήθηκε που δεν είχε ρόδες, εγώ στενοχωρήθηκα για το μπακαλιάρο, η Ελένη πάλι ήταν πολύ ευχαριστημένη που είχαμε φτάσει ως εκεί άθικτες. Ωστόσο, παρηγορηθήκαμε γρήγορα, καθώς ανακαλύψαμε ότι είχε μπύρες και σουβλάκια και αφήσαμε την Ελένη να καθαρίζει τις πλαστικές καρέκλες με το χαρτομάντιλο και πήγαμε να εφοδιαστούμε. Όπου όλοι, όπως φαντάζεστε, μας κοίταζαν, διότι τι δουλειά έχουν 3 κοπέλες με τα σορτσάκια τους και τις τσαντούλες τους στο πανηγύρι του Άνω Γαρούνα; Βέβαια, τα σορτσάκια βοήθησαν να πάρουμε πολύ γρήγορα τις μπύρες και τα σουβλάκια μας και μετά σταμάτησαν όλοι να αναρωτιούνται, καθώς επέσαμε με τα μούτρα στο φαγητό και κατάλαβαν ότι είμαστε δικές τους και σταμάτησαν να μας κοιτάζουν.
Μετά, άρχισε κι η μουσική-αταίριαστη λίγο για πανηγύρι, αλλά δεν πειράζει, είπαμε, στην Κέρκυρα έχουμε μάθει να είμαστε ευέλικτοι και ανοιχτοί στο διαφορετικό, κι ήταν όλα μια χαρά. Στη συνέχεια, και λίγο πριν το δεύτερο γύρο σουβλακίων, ήρθε κι ένα αγόρι δίπλα μας κι άρχισε να μας μιλάει, αλλά ήταν λίγο γυαλιστερό (που βρέθηκε στη μέση του πουθενά δεν ξέρω, αλλά ήταν αδιαμφισβήτητα γυαλιστερό) και δεν του δώσαμε πολλή σημασία.
Εν τέλει, αφού φάγαμε, ήπιαμε, τραγουδήσαμε, χαιρετίσαμε όλο το χωριό και τον παπά φυσικά, φαντάζομαι ότι κάπου ήταν κι ο δάσκαλος, αλλά δεν μπορέσαμε να τον αναγνωρίσουμε, κάναμε δηλαδή ό,τι κάνει ο κόσμος στα πανηγύρια, πήραμε τον μακρύ δρόμο του γυρισμού. Μέχρι να επιστρέψουμε στο αυτοκίνητο, όπου εν τω μεταξύ ο δρόμος μυστηριωδώς είχε φωτιστεί άπλετα, οι κοπέλες, και θα το καταγγείλω εδώ, μάδησαν μια ξένη ροδιά και πήρανε κάτι ρόδια και κάτι κλαδιά για το σαλόνι. Μετά απ’ αυτό, επιστρέψαμε τραγουδώντας μερικοί και γκρινιάζοντας κάποιοι άλλοι στην πόλη και αποφασίσαμε να ξαναπάμε του χρόνου στο πανηγύρι. Να πάτε κι εσείς, αρκεί να μην ξεχάσετε το φακό σας.
Κυριακή 1 Αυγούστου 2010
Ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο
Έχω μια απορία, ρε παιδιά. Μονίμως, βέβαια, εγώ έχω απορίες, τις οποίες εκφράζω κιόλας, χωρίς να κοκκινίσω ή έστω να το ξανασκεφτώ πριν τις ξεστομίσω, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι άλλοι άνθρωποι να με περνάνε για χαζή, χωρίς να πέφτουν και πολύ έξω, ή – οι πιο κοντινοί- να με βρίζουν. Και γιατί, παρακαλώ, με βρίζουν; Μήπως επειδή, ως άλλος Σωκράτης, τσιγκλάω τις συνειδήσεις τους και τους βάζω να σκέφτονται, ε, μήπως; (Εντάξει, πλάκα κάνω!)
Αυτή η απορία, λοιπόν, μου δημιουργήθηκε χτες που έβαζα πλυντήριο-πράγμα το οποίο πρέπει να κάνω και τώρα, αλλά θα τελειώσω το άρθρο πρώτα. Δεν ξέρω για σας, αλλά εμείς πάνω στο πλυντήριο έχουμε ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Είδη μακιγιάζ, τέσσερις αφρούς, δύο λακ, (ουσίες και) οινοπνεύματα, στοματικά υγρά, χτένες και πάρα πολλά άλλα, με αποτέλεσμα κάθε φορά που θέλεις να βάλεις πλυντήριο, επειδή αυτό τραντάζεται σούμπιτο, σαν ηχείο σε κλαμπ, όταν στύβει, να πρέπει να κάνεις μια μικρή μετακόμιση και να βρεις και που θα τα ακουμπήσεις. Εξαιρετικά εκνευριστική διαδικασία.
Παλεύοντας με τη μικρή μετακόμιση, αναπόδραστα, πιστεύω, αναρωτήθηκα : αλήθεια, τα θέλουμε αυτά τα πράγματα όλα; Κι αν ναι, γιατί; Αφήστε που μετά, όταν πια είχε μπει στην πρίζα το πλυντήριο, έριξα μια εμπεριστατωμένη ματιά στο μπάνιο γενικώς και μη σας πω τον απολογισμό, διότι θα τρομάξετε ή, πιο πιθανό, θα διαρρήξετε το σπίτι μου για να κλέψετε όλα αυτά τα μπουκαλάκια, βαζάκια, σκιές, μολύβια, κραγιόν, κλπ που έχουν κάνει κατάληψη και να τα πουλήσετε στη μαύρη ή και στην άσπρη αγορά.
Οπότε, πείτε μου τώρα, πραγματικές ανάγκες; Και πόσα λεφτά πεταμένα; Εντάξει, όταν είμαι μπροστά στο ράφι, είμαι πεπεισμένη ότι τα μαλλιά μου θα πέσουν αν δεν πάρω την καινούργια μαλακτική της Pantene, αλλά όταν πάω σπίτι, ανακαλύπτω ότι έχω άλλες 3 τουλάχιστον μαλακτικές, τις οποίες δεν χρησιμοποιώ, διότι πιθανότατα δεν μου αρέσει το χρώμα ή κάτι αναλόγως άσχετο με τη χρήση μιας μαλακτικής, η οποία απλά ξεμπερδεύει και μαλακώνει τα μαλλιά, πράγμα που η μαμά μου έκανε με ξύδι κι ελαιόλαδο. Δε λέω να ξαναγυρίσουμε στην εποχή της μαμάς μου (κάτι που, αν συνέβαινε, θα με έκανε πολύ χαρούμενη, διότι, ως γνωστόν, έχω γεννηθεί σε λάθος δεκαετία), αλλά να σκεφτούμε ειλικρινά πόσα από τα τζιριτζάντζουλα που έχουμε χρειαζόμαστε στ’ αλήθεια.
Διότι, όχι, ρε παιδιά, δε με πείθετε ότι πρέπει να έχεις μία κρέμα ημέρας, μία κρέμα νυκτός, μία κρέμα για τα μάτια, μία για κάτω από το σαγόνι και μία για πάνω από τα αυτιά, οι οποίες κοστίζουν εκάστη ευρώ 20 το λιγότερο, το σύνολο 100, εκτός αν είσαι πλούσια, κάτι το οποίο ισχύει για όλο και λιγότερους ανθρώπους που ξέρω. Τώρα θα μου πείτε, ο καθένας έχει την πετριά του. Η αδερφή μου, ας πούμε, θέλει, ρε παιδί μου, τρεις σφουγγαρίστρες στο σπίτι ( μία για το μπάνιο, μία για την κουζίνα και μία για το υπόλοιπο σπίτι) και φυσικά, 4 καθαριστικά για κάθε σφουγγαρίστρα. Τι να κάνουμε, όμως, την αγαπάμε κι έτσι, αίμα μας είναι.
Μήπως, όμως, λέω εγώ με το φτωχό μου το μυαλό, στους χαλεπούς αυτούς καιρούς που ζούμε, να αναθεωρήσουμε τι είναι στ’ αλήθεια σημαντικό και δίχως τι δεν μπορούμε αλήθεια να ζήσουμε; Πράγματι, μερικές φορές πρέπει να κακομαθαίνουμε τον εαυτό μας, μερικές, όμως, όχι επί μονίμου βάσεως. Θυμάμαι, όταν ήμασταν στο σχολείο, κόβαμε επίτηδες τα All Star για να μας αγοράσουν καινούρια, διότι αν δε χαλούσαν τα παλιά παπούτσια, δεν έπαιζε να πάρεις καινούρια, που να άφριζες στο πάτωμα. Κι αυτό δεν είχε σχέση με την οικονομική δυνατότητα, είχε σχέση με την αίσθηση της οικονομίας, η οποία έχει απολεσθεί παντελώς. Και μάλιστα, τη σήμερον ημέρα, που κατά γενική ομολογία, πάμε κατά διαόλου.
Και μη νομίζετε ότι τα προαναφερθέντα αφορούν μόνο τις γυναίκες. Ξέρω εγώ κάτι άντρες, που έχουν τρεις διαφορετικές κολόνιες και αλλάζουν κινητό κάθε εβδομάδα, υπολογιστή κάθε μήνα και αυτοκίνητο κάθε χρόνο. Απλά αλλάζει η κλίμακα και το αντικείμενο.
Ξαναλέω, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, δεν πρεσβεύω επ’ ουδενί ρομαντικές επιστροφές στο παρελθόν της ανταλλακτικής οικονομίας (αν και…), το μόνο που λέω είναι να σκεφτούμε πριν αγοράσουμε οτιδήποτε, ακόμα και το πιο μικρό ανόητο πραματάκι ή πιο ανώδυνο, όταν αγοράζουμε κάτι, να πετάμε κάτι άλλο που σίγουρα μπορεί να αντικατασταθεί επιτυχώς από το νέο. Ε, τι λέτε; Ή, ακόμα καλύτερα, να το χαρίζουμε (εντάξει, αν γίνεται, μην αρχίσετε να δίνετε ξεπαρταλιασμένα παπούτσια και Liposan που βγαίνουν μόνο με μπατονέτα). Πάω τώρα να βάλω πλυντήριο και ίσως να πετάξω κανάν αφρό από το παράθυρο.
Αυτή η απορία, λοιπόν, μου δημιουργήθηκε χτες που έβαζα πλυντήριο-πράγμα το οποίο πρέπει να κάνω και τώρα, αλλά θα τελειώσω το άρθρο πρώτα. Δεν ξέρω για σας, αλλά εμείς πάνω στο πλυντήριο έχουμε ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Είδη μακιγιάζ, τέσσερις αφρούς, δύο λακ, (ουσίες και) οινοπνεύματα, στοματικά υγρά, χτένες και πάρα πολλά άλλα, με αποτέλεσμα κάθε φορά που θέλεις να βάλεις πλυντήριο, επειδή αυτό τραντάζεται σούμπιτο, σαν ηχείο σε κλαμπ, όταν στύβει, να πρέπει να κάνεις μια μικρή μετακόμιση και να βρεις και που θα τα ακουμπήσεις. Εξαιρετικά εκνευριστική διαδικασία.
Παλεύοντας με τη μικρή μετακόμιση, αναπόδραστα, πιστεύω, αναρωτήθηκα : αλήθεια, τα θέλουμε αυτά τα πράγματα όλα; Κι αν ναι, γιατί; Αφήστε που μετά, όταν πια είχε μπει στην πρίζα το πλυντήριο, έριξα μια εμπεριστατωμένη ματιά στο μπάνιο γενικώς και μη σας πω τον απολογισμό, διότι θα τρομάξετε ή, πιο πιθανό, θα διαρρήξετε το σπίτι μου για να κλέψετε όλα αυτά τα μπουκαλάκια, βαζάκια, σκιές, μολύβια, κραγιόν, κλπ που έχουν κάνει κατάληψη και να τα πουλήσετε στη μαύρη ή και στην άσπρη αγορά.
Οπότε, πείτε μου τώρα, πραγματικές ανάγκες; Και πόσα λεφτά πεταμένα; Εντάξει, όταν είμαι μπροστά στο ράφι, είμαι πεπεισμένη ότι τα μαλλιά μου θα πέσουν αν δεν πάρω την καινούργια μαλακτική της Pantene, αλλά όταν πάω σπίτι, ανακαλύπτω ότι έχω άλλες 3 τουλάχιστον μαλακτικές, τις οποίες δεν χρησιμοποιώ, διότι πιθανότατα δεν μου αρέσει το χρώμα ή κάτι αναλόγως άσχετο με τη χρήση μιας μαλακτικής, η οποία απλά ξεμπερδεύει και μαλακώνει τα μαλλιά, πράγμα που η μαμά μου έκανε με ξύδι κι ελαιόλαδο. Δε λέω να ξαναγυρίσουμε στην εποχή της μαμάς μου (κάτι που, αν συνέβαινε, θα με έκανε πολύ χαρούμενη, διότι, ως γνωστόν, έχω γεννηθεί σε λάθος δεκαετία), αλλά να σκεφτούμε ειλικρινά πόσα από τα τζιριτζάντζουλα που έχουμε χρειαζόμαστε στ’ αλήθεια.
Διότι, όχι, ρε παιδιά, δε με πείθετε ότι πρέπει να έχεις μία κρέμα ημέρας, μία κρέμα νυκτός, μία κρέμα για τα μάτια, μία για κάτω από το σαγόνι και μία για πάνω από τα αυτιά, οι οποίες κοστίζουν εκάστη ευρώ 20 το λιγότερο, το σύνολο 100, εκτός αν είσαι πλούσια, κάτι το οποίο ισχύει για όλο και λιγότερους ανθρώπους που ξέρω. Τώρα θα μου πείτε, ο καθένας έχει την πετριά του. Η αδερφή μου, ας πούμε, θέλει, ρε παιδί μου, τρεις σφουγγαρίστρες στο σπίτι ( μία για το μπάνιο, μία για την κουζίνα και μία για το υπόλοιπο σπίτι) και φυσικά, 4 καθαριστικά για κάθε σφουγγαρίστρα. Τι να κάνουμε, όμως, την αγαπάμε κι έτσι, αίμα μας είναι.
Μήπως, όμως, λέω εγώ με το φτωχό μου το μυαλό, στους χαλεπούς αυτούς καιρούς που ζούμε, να αναθεωρήσουμε τι είναι στ’ αλήθεια σημαντικό και δίχως τι δεν μπορούμε αλήθεια να ζήσουμε; Πράγματι, μερικές φορές πρέπει να κακομαθαίνουμε τον εαυτό μας, μερικές, όμως, όχι επί μονίμου βάσεως. Θυμάμαι, όταν ήμασταν στο σχολείο, κόβαμε επίτηδες τα All Star για να μας αγοράσουν καινούρια, διότι αν δε χαλούσαν τα παλιά παπούτσια, δεν έπαιζε να πάρεις καινούρια, που να άφριζες στο πάτωμα. Κι αυτό δεν είχε σχέση με την οικονομική δυνατότητα, είχε σχέση με την αίσθηση της οικονομίας, η οποία έχει απολεσθεί παντελώς. Και μάλιστα, τη σήμερον ημέρα, που κατά γενική ομολογία, πάμε κατά διαόλου.
Και μη νομίζετε ότι τα προαναφερθέντα αφορούν μόνο τις γυναίκες. Ξέρω εγώ κάτι άντρες, που έχουν τρεις διαφορετικές κολόνιες και αλλάζουν κινητό κάθε εβδομάδα, υπολογιστή κάθε μήνα και αυτοκίνητο κάθε χρόνο. Απλά αλλάζει η κλίμακα και το αντικείμενο.
Ξαναλέω, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, δεν πρεσβεύω επ’ ουδενί ρομαντικές επιστροφές στο παρελθόν της ανταλλακτικής οικονομίας (αν και…), το μόνο που λέω είναι να σκεφτούμε πριν αγοράσουμε οτιδήποτε, ακόμα και το πιο μικρό ανόητο πραματάκι ή πιο ανώδυνο, όταν αγοράζουμε κάτι, να πετάμε κάτι άλλο που σίγουρα μπορεί να αντικατασταθεί επιτυχώς από το νέο. Ε, τι λέτε; Ή, ακόμα καλύτερα, να το χαρίζουμε (εντάξει, αν γίνεται, μην αρχίσετε να δίνετε ξεπαρταλιασμένα παπούτσια και Liposan που βγαίνουν μόνο με μπατονέτα). Πάω τώρα να βάλω πλυντήριο και ίσως να πετάξω κανάν αφρό από το παράθυρο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)