Στην
αρχαία Ελλάδα, όταν πέθαιναν οι αγαπημένοι τους (αλλά και οι μισητοί τους,
υποθέτω, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν τυπικοί σ’ αυτά, δε χωρούσαν οπαδικά), τους έθαβαν
νύχτα, απαραιτήτως, πριν μολυνθεί η νέα μέρα από το νεκρό σώμα, και μετά έκανα μνημόσυνα
την τρίτη μέρα, την ένατη μέρα και την τριακοστή μέρα μετά το θάνατο.
Σήμερα,
οι νέοι Έλληνες, επηρεασμένοι και υποψιασμένοι από την καινούργια θρησκεία,
κάνουμε σχεδόν τα ίδια πράγματα όταν πεθαίνει ο κόσμος, με κάποιες αλλαγές, για
να μην καρφωνόμαστε ότι στην ουσία η παρηγορητική πρακτική δεν έχει διόλου
αλλάξει, κι ας έχει αλλάξει το όνομα του Θεού. Έτσι, αντί για την τριακοστή
μέρα, το μνημόσυνο γίνεται την τεσσαρακοστή.
Το
ζήτημα, όμως, παραμένει το ίδιο: ας αποχαιρετήσουμε σχεδόν οριστικά αυτόν που
έφυγε από κοντά μας (γρήγορα, αργά, δίκαια, άδικα, όποιος κι αν ήταν ο τρόπος)
κι ας συμφιλιωθούμε με την απουσία.
Σήμερα,
εμείς, στην 36η μέρα, διότι λόγω επαγγέλματος δικού μου, είμαστε
κοντά στην αρχαία Ελλάδα, κι είπαμε να μοιράσουμε τη διαφορά, κάναμε το
μνημόσυνο του μπαμπά μου.
Ο μπαμπάς
μου έφυγε στις 16 Σεπτεμβρίου του 2018, κι από τότε, εντελώς τετριμμένα και
κοινά και επαναλαμβανόμενα, ο κόσμος (και ο Κόσμος) φτώχυνε ελαφρώς. Ο κάθε
μπαμπάς κάθε ανθρώπου είναι φοβερό όταν πεθαίνει, θα ήθελα να ευχηθώ να μην το
ζήσει κανείς από εσάς, αλλά δε γίνεται, θα το ζήσετε. Και δεν έχω και πολλά να σας
πω, δηλαδή, μόνο ότι δεν θα είστε ποτέ έτοιμοι για κάτι τέτοιο.
Εγώ δεν
ήμουν, κι ας ήταν άρρωστος και ανήμπορος, ευτυχώς όχι πολύ καιρό, λίγους μήνες
μόνο, πριν φύγει. Θυμάμαι, όταν μάθαμε για την αρρώστια του, κάθε βράδυ έλεγα
στον εαυτό μου «ο μπαμπάς θα πεθάνει» μπας και το χωνέψω, αλλά δεν το χώνεψα.
Δεν ετοιμάστηκα. Δεν τον έβλεπα και πολύ, γιατί ήμουν μακριά, και ενδεχομένως
να ήταν καλύτερα έτσι, γιατί εγώ τώρα θυμάμαι τον μπαμπά μου, που είχε τόσο
μεγάλη κοιλιά που για να ξαπλώσει μπρούμυτα στην παραλία, έσκαβε ένα μικρό
λάκκο.
Στην ίδια
παραλία, που άραζε τη βάρκα όταν έβγαινε για παραγάδι με τους θείους μου, στην
ίδια παραλία που έβλεπα την ανατολή, όταν με έπαιρνε μαζί του για να σηκώσουμε
το παραγάδι, αχάραγα ακόμα, μόνο όμως όσο ήμουν παιδάκι, γιατί όταν μου ήρθε
περίοδος, δε με παίρνανε πια, ήταν κακή τύχη για την ψαριά γυναίκα στη βάρκα.
Οι
ψαριές, βέβαια, ήταν πάντα πολύ καλές, κι ας ήταν ο μπαμπάς περιτριγυρισμένος
από γυναίκες, σύζυγο και 3 κόρες. Τη γάτα που είχαμε, που ήταν κι αυτή θηλυκό,
ο μπαμπάς την έλεγε Μήτσο, δεν αντέχω, έλεγε, κι άλλη γυναίκα μες στο σπίτι
(έγραψα λέει, το έσβησα και το έκανα έλεγε).
Δεν ξέρω
μέχρι πότε μπορώ να γράφω ιστορίες για το μπαμπά μου, ξέρω γω, μέχρι αύριο,
σίγουρα. Θα σας πω την ιστορία που λέω και στους τουρίστες μου (στους καλούς
μόνο, όχι σε όλους, οι καλές ιστορίες δεν είναι για τους κακούς τουρίστες).
Ο μπαμπάς
μου γεννήθηκε σ’ ένα χωριό κοντά στη Λαμία. Ο πατέρας του ήταν κτηνοτρόφος, κι
είχε κι έναν αδερφό. Όταν μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά, αποφασίστηκε ότι ο μπαμπάς μου
θα έφευγε για σπουδές, κι ο θείος μου θα έμενε στο χωριό να αναλάβει το κοπάδι.
Ο παππούς μου, στα νιάτα του, πολέμησε με το βασιλιά (τον Κωνσταντίνο-μη ρωτάτε
τώρα πως τα εξηγώ αυτά στους τουρίστες), με αποτέλεσμα να είναι μέχρι το τέλος
σκληροπυρηνικά βασιλικός. Πρώτα πέθανε ο παππούς και μετά κατέβηκε η φωτογραφία
του βασιλιά απ’ τον τοίχο. Ο μπαμπάς μου, όμως, όταν έφυγε από το χωριό και
κατέβηκε στην Αθήνα να σπουδάσει δικηγόρος, ανακατεύτηκε με τα πολιτικά. Φευ,
από την άλλη πλευρά…
Στην
Αθήνα, ο μπαμπάς έκανε πολλούς φίλους, σπούδασε όντως νομικά, γνώρισε την
Αριστερά και την ηράσθη (τη μαμά μου επίσης, και γνώρισε και ηράσθη). Φτώχεια
καταραμένη, δε θυμάμαι πολλά, κάτι για μια φασολάδα στα 3 με 2 δραχμές, με
συμπαθάτε, ας αφήσουμε τη φαντασία και το ρομαντισμό να χρωματίσει κομψά εποχές
που στην ουσία ήταν εξαιρετικά άκομψες.
Σε κάθε
περίπτωση, ο μπαμπάς μου ανακατεύτηκε με την Αριστερά και τον κομμουνισμό. Έβγαινε,
έμπαινε, έτρεχε, τον κυνηγούσαν, μιλούσε, ρητόρευε, φώναζε, διάβαζε, συζητούσε,
δε θέλει και πολύ.
Τω καιρώ
εκείνω, βέβαια, η Αθήνα ήταν πολύ μικρότερη, πόσω μάλλον για τα νεαρά παιδιά
που έρχονταν από το χωριό να σπουδάσουν, κι οι γονείς ζητούσαν από τους συγγενείς
που ζούσαν στη μεγάλη πολιτεία να τα προσέχουν. Ως εκ τούτου, πολύ γρήγορα, τα
νέα έφτασαν στα αυτιά του παππού μου, ότι ο γιος του ο δικηγόρος έγινε
κομμουνιστής. Ο παππούς κλονίστηκε. Στέλνει στον μπαμπά μου το λεγόμενο καμένο
γράμμα, απειλητικό σημείωμα, προειδοποίηση βαριά σαν την κορνίζα του βασιλιά.
Αγαπητέ
μοι υιέ Τριαντάφυλλε,
Μαθαίνω
ότι ξακρίζεις ωσάν το χαμένο πρόβατο. Συμμαζέψου, γιατί στο τέλος θα σε φάει ο
λύκος.
Ομολογώ
ότι δεν γνωρίζω επακριβώς τι ακολούθησε. Οι αδελφές μου σίγουρα θα ξέρουν
καλύτερα. Αυτό που λέω στους τουρίστες είναι ότι το καμένο γράμμα υπάρχει ακόμα
στην οικογένεια, και μολονότι ο μπαμπάς μου δε συμμαζεύτηκε, παρόλαυτα ούτε ο
λύκος τον έφαγε. Εκτός αν θεωρήσουμε λύκο τον έρωτα. Διότι μετά ο μπαμπάς μου
γνώρισε τη μαμά μου, παντρεύτηκαν, έφυγαν από την Αθήνα, εγκαταστάθηκαν στη
Λαμία και ο παππούς μου αγάπησε τη νύφη του, κι ας είχε μεγάλη γλώσσα (η μικρή της
κόρη της έμοιασε), οπότε συγχώρησε τον υιό του, και έφυγε γαλήνιος.
Αυτός ήταν
ο μπαμπάς μου. Βασικά, ασυμβίβαστος.
Έφυγε όπως
ήρθε, πιστός στις ιδέες του και στην ψυχή του. Δεν κατείχε απολύτως τίποτα, δεν
είχε καμία περιουσία, παρά το αστείρευτο πνεύμα του.
Όταν σε
μεγαλώνει ένας τέτοιος άνθρωπος, ειλικρινά δεν ξέρω αν μπορείς να γίνεις
μεγάλος ή μικρός.
Όταν
έφυγε, ένας παλιός μου συμμαθητής και φίλος μου έστειλε ότι είναι σίγουρος ότι
ο πατέρας μου έφυγε περήφανος για τον υπέροχο, έξυπνο, καλό άνθρωπο που έφερε στον
κόσμο.
Ελπίζω.
Ω, τι
κόσμος, μπαμπά.